Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

Οι δύο Αλέξανδροι.(Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης-Αλέξανδρος Μωραϊτίδης.



τού Κώστα Παπαδημητρίου, συντ. Επιθεωρητού Α’/θμιας Εκπαίδευσης
«Ο Θεός έπλασε δύο παράλληλα πρόσωπα εκεί στό όμορφο νησί τής Σκιάθου καί πήρε μιά ψυχή, τή μοίρασε στά δύο καί φύτεψε τή μισή στόν έναν καί τήν άλλη μισή στόν άλλον Αλέξανδρο. Κι έτσι ό,τι λείπει απ’ τόν έναν Αλέξανδρο, τόν Παπαδιαμάντη, τό συναντούμε στόν Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Καί τό αντίστροφο», γράφει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος. («Τά πρόσωπα καί τά κείμενα» τόμ. 12, σελ. 174). Έτσι δέν μπορεί κανείς νά γράψη γιά τόν έναν καί νά μήν αναφερθή στόν άλλον. Η κοινή γνώμη τών Γραμμάτων τούς θεωρεί δίδυμους πνευματικούς, Διόσκουρους, μέσα στήν λάμψη τού ίδιου λογοτεχνικού φωτοστέφανου. Αλέξανδροι καί οι δύο, συμπατριώτες, συνασκητές, συναθλητές τού λόγου, αχώριστοι στήν πίστη, στήν πέννα καί στόν πατσιά, πού ήταν στήν εποχή τους «ακαδημία τής λογοτεχνικής μποεμίας», όπως χαριεντιζόμενος είπε ο Σπύρος Μελάς. (εφημ. «Ελεύθερον Βήμα» (27-10-1929).
Γιός παπά ο πρώτος, εγγόνι ο δεύτερος, ξαδέρφια στενά, μέ επιρροή εκκλησιαστικών ιδανικών πάνω τους, πού πηγάζουν από τήν ίδια βυζαντινή φλέβα, χριστιανοί από ανατροφή καί από ιδιοσυγκρασία, κάνουν άρωμα τής χριστιανοσύνης τους τό ελαφρό καί τό χαρμόσυνο καί τό σκορπίζουν στίς πλέον παγανιστικές γιορτές τής ελληνικής φύσης.
Μισούν τά εύκολα καί δεινά τού πολιτισμού καί οι δύο, συμφωνούν πώς ο πλούτος είναι δυστυχία καί ασκήμια, άν δέν διαχειρίζεται σωστά, η φτώχεια είναι ωραιότητα καί αρετή. Εξαίσιοι στήν περιγραφή τής φτώχειας, αμείλικτοι στήν ιδιοκτησία, τό ιδανικό τους η απλή ζωή. Η καλλιέργεια καί η γεύση τών καρπών τής γής. Θέλουν τήν ζωή χωρίς τήν αγωνία τής μεγάλης απόλαυσης, θέλουν τήν φυσική κατάσταση. Είναι απόκοσμοι. Θέλουν νά αγνοούν τίς βιοτικές μέριμνες, μέ τίς κακίες καί τά πάθη τους, μέ τίς μωρές φιλοδοξίες τους, μέ τά θέλγητρα πού αιχμαλωτίζουν τήν ζωή. Επιζητούν τήν μόνωση, τήν εσωτερική. Τούς είπαν κάποιοι ακοινώνητους καί μισάνθρωπους, γιατί παρεξήγησαν τίς ενοράσεις τους.
Είναι θαυμάσιοι ζωγράφοι τής φύσης καί τής αγροτικής ζωής. «Ξέρουν», γράφει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, (εφημ. «Πατρίς» 17-1-1921), «νά μάς ηδονίζουν μέσα σέ παρθένους θάμνους, νά μάς πηγαίνουν πίσω από κατσίκια πλανηθέντα εις τήν κόψιν βράχων, νά μάς πλανούν εις ακρογιάλια καί ξηρονήσια, νά μάς κοιμίζουν υπό τά άστρα…».
Θαυμάσιο είναι τό διήγημα τού Μωραϊτίδη μέ τίτλο: «Μέ τά πανιά τού βοριά», όπου ο συγγραφέας τραγουδά τήν θάλασσα. Ταξιδεύει εκεί μέ μιά σκούνα. Άφθονες εικόνες θαυμαστές, βιβλικές καί μεθυστικές διηγήσεις φυσικών φαινομένων. Η κίνηση τής θάλασσας γίνεται λυρικό τραγούδι, ένα τραγούδι φυσιολατρείας καί δράσης από τήν Σκιάθο ως τήν Κωνσταντινούπολη. Τό ταξίδι καταλήγει σέ μιά εκκλησιά. Ο καπετάνιος αλλάζει τήν πατατούκα του μέ τό ράσο τού καλόγηρου. Εκεί ο συγγραφέας αρκείται νά βλέπη τό αργυρό μικρό ομοίωμα τής σκούνας του κρεμασμένο στόν πολυέλαιο τής εκκλησίας καί νά προσεύχεται. Δηλαδή η τρικυμία τής θάλασσας γίνεται προσευχή. Σ’ αυτό τό διήγημα κρύβεται ολόκληρος ο Μωραϊτίδης.
Δυνατή απεικονίζεται καί η απλή ζωή στά διηγήματά του «Καλικάντζαρος», «Κουκίτσα» κ.ά. κάτι παρόμοια μέ «Τόν Χριστό στό Κάστρο» τού Παπαδιαμάντη.
Μάς παρουσιάζει τόν ιερέα καβάλα στό γαϊδουράκι του, χωμένο μέσα στό ζεστό σάλι πού τόν τύλιξε η πρεσβυτέρα του, τριγυρισμένον από λίγους νησιώτες, προπαντός ευλαβικές γριούλες, νά πηγαίνουν στά εξωκκλήσια ή μισογκρεμισμένες εκκλησιές, νά λειτουργήσουν. Οι αισθήσεις τους πάντα ανοιχτές καί άγρυπνες στό πανόραμα τής ελληνικής φύσης καί τής απλής ζωής.
Στό διήγημά του «Χριστούγεννα στόν ύπνο μου» γράφει καί τούτα: «Τά έθιμα ριζώνουν, βλέπετε, μέσα εις τήν καρδίαν τών ανθρώπων καί όταν καταργώνται, νεύρον ευαίσθητον ξερριζώνεται βιαίως από μέσα από τήν καρδίαν, ήτις πονεί καί οδυνάται μεταδίδουσα τόν πόνον εις όλον τό σώμα. Ο άνθρωπος όστις δέν έχει τό νεύρον τούτο δέν ανήκει εις έθνος. Είναι αλλότριος αυτού. Νομίζει πώς είναι εις τόν κόσμον όλον καί δέν είναι πουθενά. Είναι εις τόν αέρα, αεροβατεί…».
Απόφευγαν καί οι δυό τίς στενές γνωριμίες τους μέ άλλους λογοτέχνες. Μεταξύ τους είχαν στενό δεσμό. Στά μυστικά τους δείπνα μάλιστα, τά γενναία τους ελληνικά φαγοπότια, τά συντροφευμένα μέ σιγαληνά ψαλμοτράγουδα καί χωρατά, πού θυμίζανε θυμάρι μαζί καί λιβάνι, ήταν πολύ δυσκολότερα οι δυό φίλοι νά δεχτούνε συντροφιά. Μεγάλη ήταν η χάρη σου νά καθίσης νά φάς μαζί τους τά παχιά λαδωμένα τους σαρακοστιανά καί νά τσουγκρίσης τίς γιομάτες «καντήλες πού θύμιζαν τίς αλησμόνητες καλογερικές “μακαριές”. Άμα μάλιστα τύχαινε», γράφει ο Γ. Βλαχογιάννης, «νά φτάση στόν Πειραιά σκιαθίτικο καράβι κι αριβάρανε στήν ταβέρνα οι μεζέδες τού νησιού, αστακοουρές καί τέτοιες λιχουδιές λιαστές, μά δυσκολοχώνευτες, χωρίς τής ρετσίνας τό μπόλικο κατάβρεγμα, τότε θά ‘σουνα πολύ αδιάκριτος νά καλεστείς αδιάκριτα στό τραπέζι τους…» (εφημ. «Πολιτεία» 13-9-1925). Κι άλλες φορές πάλι, συγκεντρωμένοι, στοχαστικοί, αντάλλαζαν γνώμες καί περνούσε τίς πληροφορίες του ο ένας στόν άλλο μέ κατάνυξη συνωμοτική.
Καί πολλά άλλα συνέδεαν τούς δυό αυτούς μεγάλους διηγηματογράφους μας. Γεννήθηκαν καί οι δυό στή Σκιάθο κι έζησαν μέ τό θλιβερό προαίσθημα καί οι δυό νά πεθάνουν περιστοιχιζόμενοι από τούς δικούς τους καί νά αναπαυθούν γιά πάντα στήν γή πού τόσο αγάπησαν καί τραγούδησαν. Από Σκιαθίτες έγιναν μέ τό έργο τους Πανελλήνιοι. «Κάθε καλλιεργημένη χώρα», γράφει ο Καμπούρογλου, («Νέα εφημερίς», 24-4-1891) «θά εθεώρει εαυτήν ευτυχή ανακαλύπτουσα μεταξύ τών συγγραφέων της τούς δύο τούτους αστέρας, οι οποίοι δύνανται ν’ αποβώσι καύχημά της, εάν συναθροισθώσιν τά έργα τους… Τοιαύται ιδιοφυΐαι δέν βγαίνουν ως μανιτάρια καθ’ εκάστην…».
Διέφεραν όμως καί σέ πολλά οι δυό αυτοί μεγάλοι τής Νεοελληνικής διηγηματογραφίας. «Έπαιξαν βέβαια στήν ίδια ορχήστρα, αλλά μέ διαφορετικά όργανα. Ο Παπαδιαμάντης κρατούσε τόν γλυκύτερο αυλό πού έχει γνωρίσει ο νεώτερος πεζός λόγος. Ο Μωραϊτίδης κόντρα μπάσο» (Σ. Μελάς. ό.π). … Ο Παπαδιαμάντης ήταν πέρα γιά πέρα φύση καλλιτεχνική. Η θρησκευτική πίστη ενεργούσε σ’ αυτόν ως ζωντανή πηγή έμπνευσης. Ο Μωραϊτίδης ήταν περισσότερο φύση ασκητική. Η θρησκευτικότητά του σοβαρότερη καί αυστηρότερη.
Καί φυσιογνωμικά διέφεραν. Έφεραν βέβαια καί οι δύο πλούσια καί κατάμαυρη γενειάδα, η μορφή όμως τού Μωραϊτίδη ήταν πιό πλατειά καί πιό ανοιχτή από τού Παπαδιαμάντη καί η φορεσιά του «πιό ευπρόσωπη». Σέ αντίθεση μέ τό μαύρο μακρύ παλτό τού Παπαδιαμάντη ο Μωραϊτίδης δέν αποχωριζόταν ποτέ τήν μαύρη στενή καί κοντή ζακέτα, τό μαύρο παλτό καί τό ημίψηλο καπέλο.
Διαφορετικοί ήταν καί στόν χαρακτήρα τους. Ο Παπαδιαμάντης, πού οι συνθήκες τής οικογενείας του δέν τού επέτρεψαν νά περατώση τίς σπουδές του, έβρισκε τήν ευτυχισμένη ώρα του ανάμεσα στούς ταπεινούς καί καταφρονεμένους τής ειδυλλιακής ζωής καί εθέλγετο από τό εξωτερικό κάλλος τών θρησκευτικών εκδηλώσεων. Ενδιαφέρετο περισσότερο γιά τά πρόσωπα καί τίς εκδηλώσεις τους. Εμεινε εκείνος πού ήταν από τήν αρχή. Ήταν ένα παιδί μέ νούν, είπε κάποιος, πιό αισθαντικός καί πιό τρυφερός.
Ο Μωραϊτίδης είναι ο επιστήμονας, ο λεπτολόγος, ο παρατηρητής, ο θρησκευτικός μαχητής, η τραγωδία του βρίσκεται παρούσα σέ κάθε του κίνηση. Η καρδία του είναι ασήκωτη από έγνοιες. Κινείται πάντα από τόν έρωτα τού απόλυτου. Ίσως λιγότερο προικισμένος από τόν Παπαδιαμάντη καί ιδιόρρυθμος στήν γλώσσα του. Η ειδοποιός διαφορά πού αφήνει πίσω κατά τι ο Παπαδιαμάντης τόν Μωραϊτίδη είναι πού ο πρώτος μέ προσωπική του συμμετοχή προσεγγίζει ο ίδιος τό δράμα τών ηρώων του. Τόν βλέπεις νά στέκεται μέ άφωνη εγκαρτέρηση στήν αναπόφευκτα επερχόμενη σύγκρουση, πού είναι ως ένα σημείο καί μοίρα τού συγγραφέα. Η ζωή τών ηρώων του εισχωρεί καί στήν δική του. Καί η γλώσσα του έχει τό χάρισμα νά μεταγγίζη μέσα μας τήν πιό διεισδυτική θέρμη. Γι’ αυτό τόν επεσκίασε ο θαλερός πλάτανος τού διηγηματογράφου Παπαδιαμάντη. Είναι ασύγκριτες όμως οι σελίδες του, όσες κυρίως παρουσιάζουν ανθρώπινους χαρακτήρες. Εκείνες ξεπέρασαν τό χρόνο καθώς αποδίδουν καταστάσεις καί συμπεριφορές χαρακτηριστικές μιάς εποχής καί μιάς συγκεκριμένης κοινωνικής καί βιοτικής στάθμης.
Τόν Παπαδιαμάντη τόν γνωρίζει κανείς περισσότερο μέσα από τό έργο του, τόν Μωραϊτίδη μέσα από τήν ζωή του. Τήν πίστη του ο Μωραϊτίδης δέν τήν εξαντλεί στήν τυπολατρεία καί τήν ευλάβεια. Εξουσιαστής του είναι τό απόλυτο. Τό δικό του δράμα εξαντλείται σ’ έναν απέραντο εσωτερικό μονόλογο ή σέ έναν διάλογό του μέ τόν Δημιουργό. Κυριαρχείται αποκλειστικά σχεδόν από τό συναίσθημα ότι πλησιάζει πρός τόν ουρανό καί αυτή η γραμμή τής ανατάσεως πρός τά υπερκόσμια δεσπόζει στό μεγαλύτερο μέρος τού έργου του. Τήν επίγεια ζωή τήν αισθάνεται σάν έκτιση ποινής μέ πόθο καί υπομονή αναμένοντας τό τέλος της. Εφάρμοζε πιστά τήν παρακάτω συμβουλή τού Μάρκου Αυρήλιου:
«Μή λησμονείς, έλεγε πρός τόν εαυτό του ο αβάπτισος εκείνος χριστιανός, μή λησμονείς ότι είσαι απλούς ταξιδιώτης. Τό πλοίον πού σέ μεταφέρει εις τήν πατρίδα σου προσορμίζεται εις ένα λιμένα, ημπορείς νά εξέλθης νά περιεργασθής τήν πολυθόρυβον αυτήν πόλιν, νά ίδης τήν αγοράν της, τά υψηλά της κτίρια, τά καταστήματα, τά θέατρα, τάς ασχολίας τών κατοίκων της. Ημπορείς ακόμη νά συνάψης συνομιλίας καί στιγμιαίας σχέσεις μέ τούς κατοίκους της, τούς άρχοντας ή τούς καπήλους, αλλά μή απατηθής καί επί μίαν στιγμήν καί προσηλωθής εις τίποτε από αυτά, τά παροδικά, τά ξένα, τά αδιάφορα. Έχε διαρκώς τήν προσοχήν σου εις τό πλοίον σου, καί μή απομακρυνθής πολύ από τόν λιμένα, διότι από στιγμής εις στιγμήν ο κυβερνήτης καλεί τούς επιβάτας του διά τό τέρμα τού ταξιδίου των».
Έζησε τήν ζωή του καί ποτέ δέν ελησμόνησε πώς ήταν ένας παροδίτης καί ποτέ δέν πήρε τήν προσοχή του από τήν αναμενόμενη πρόσκληση τού κυβερνήτη. Συνέχεια φρόντιζε νά καθαρίζη τήν ψυχή του καί σιγά σιγά άρχισε νά απαρνιέται τά εγκόσμια. Τώρα πιά δέν είναι ο λογοτέχνης πού δούλευε τόν τρόπο τής έκφρασής του. Είναι ο πιστός πού αναζητεί καί στόν λόγο του μιά πρόσθετη λύτρωση. Παλεύει μέσα του ο τεχνίτης τού λόγου μέ τόν πιστό. Δέν τόν ενδιαφέρουν τά άλλα βιβλία καί άρθρα του, ο καημός του είναι νά τυπωθή ο τόμος τών 400 σελίδων πού μέ πλούσια σχόλια αφιέρωσε στίς ομιλίες τού Μεγάλου Βασιλείου στίς αφιερωμένες στούς Ψαλμούς τού Δαβίδ, καθώς καί στά αφιερωμένα στόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο (Ναζιανζηνό) («Παρθενίας εγκώμιον» κ.ά). Απομακρύνεται από όλες τίς άλλες μελέτες του καί αγκιστρώνεται στά Πατερικά κείμενα καί σέ ύμνους πρός τόν Δημιουργό. Στήν άκρη η κλασσική φιλολογία, όπου τό πάν είναι ενσυνείδητο, τό πάν υποβάλλεται κάτω από τό φώς τής λογικής. Τόν ενδιαφέρει ο θρησκευτικός ύμνος, τό θυμίαμα, η προσευχή, τό αγγελικό σχήμα, η «εις Κύριον αποδημία». Δυστυχώς, ο θησαυρός τών έργων του, παράδεισος σωστός, έμεινε αθέατος από τούς πολλούς.
Ως καθηγητής στό Βαρβάκειο Γυμνάσιο μένει υποχρεωτικά στήν Αθήνα. Η μόνη απόλαυσή του είναι νά επισκέπτεται τά σκιαθίτικα καράβια στό λιμάνι τού Πειραιά. Πατώντας τήν κουβέρτα τών καραβιών τής πατρίδας του, έχει τήν συναίσθηση πώς πατεί τά αγαπημένα χώματά της. Έτσι «Τού βοριά τά κύματα», πού έγινε καί τίτλος τού βιβλίου του, τού φέρνουν τά χαιρετίσματα από τό αγαπημένο του νησί.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ – Ο ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Ο έγγαμος βίος του Αλ. Μωραϊτίδη
Το 1900 φεύγει από την δημόσια υπηρεσία. Στην ουσία παύθηκε από το Βαρβάκειο Γυμνάσιο, γιατί δεν υπήρχαν χρήματα να πληρωθή. Την επόμενη χρονιά παντρεύτηκε με την Βασιλική Φουλάκη, που την γνώρισε στις αγρυπνίες του Αγίου Ελισσαίου. Την βαθειά του πίστη την μεταβίβασε και στην γυναίκα του, που μαζί της πριν ακόμα παντρευτούν, γύριζαν μαζί στις εκκλησίες. Κι όταν παντρεύτηκαν στο σπίτι τους έβαλαν εικόνες και κεριά, προσεύχονταν μαζί, έψελναν τον εσπερινό.
Κάποτε μια γρια Σκιαθίτισσα πήγε στην Αιδηψό για να κάνη λουτρά. Έμαθε πως ήταν εκεί ο κυρ-Αλέκος με την γυναίκα του, νιόπαντροι, και πήγε να τους δη. Τους βρήκε να κάθονται στο δωμάτιο που είχαν νοικιάσει την ώρα που έψελναν εσπερινό. Ξαφνιασμένη τους ρώτησε: «Οσπιτεύετε η καλογερεύετε;».
Λένε πως δεν είχαν άλλο δεσμό μεταξύ τους από την αγάπη του Χριστού. Δεν είχαν συναναστροφές με άλλους ανθρώπους. Ο Μωραϊτίδης γλιστρούσε αθόρυβα και βιαστικά ανάμεσα στο πλήθος, με την απεριποίητη βιβλική του γενειάδα, για να γίνη άφαντος να χωθή γρήγορα στο ιερό του σπιτιού του με τα μανουάλια και τα ψαλτήρια, όπου ιερουργούσε σαν παπάς σε ερημοκκλήσι. Και η αγαπημένη του γυναίκα δεν ήταν παρά μια ταπεινή εκκλησάρισσα στον μικρό εκείνο και παράδοξο ναό. Τα τελευταία χρόνια είχε ενδυθή το μοναχικό σχήμα με το όνομα Αθανασία.
Ο θάνατος της συμβίας του
Δεν κράτησε όμως πολύ η συμβίωσή τους εκείνη. Η γυναίκα του, μοναχή Αθανασία, πεθαίνει και αυτό τον βυθίζει σε μεγάλο πένθος και σε μεγαλύτερη σιωπή.
Σε μια επιστολή του με ημερομηνία 30-10-1915, από την Σκιάθο προς την Ηγουμένη του μοναστηριού Κεχροβουνίου της Τήνου, την Θεοδώρα, με την οποία συνδέθηκε πνευματικά, θα γράψη αναφερόμενος στον θάνατο της συζύγου του:
«Ο θάνατός της υπήρξε κοίμησις, ελαφρά μετάστασις από μίαν ζωήν εις την άλλην. Δεν μου λέγεις πως είναι δυνατόν να απολαύσω εγώ αυτό το μακάριον τέλος. Διαβάζω ωσάν να έχω στάδιον εμπρός μου, κάμνω σχέδια πάντοτε και σκέψεις διαφόρους. Κι εκεί οπού διαβάζω, π.χ. πόσα έτη ταλαίπωροι σας μένουν; Τι προσμένετε; Η ζωή μας είναι 70 η 80 το πολύ έτη. Τότε εξαφνιάζομαι ωσάν εξαφνιάζεται ένας εις τον ύπνον του από ένα ράπισμα κατ’ όναρ.
Εξαφνιάζομαι και βλέπω ότι 5 χρόνια μου μένουν, αν μου μένουν και αυτά. Και μένω άναυδος. Αλλ’ αυτό πρέπει να κάμνω; Να μένω άναυδος; Πρέπει να τρέξω, να αρράξω εις ένα ήσυχον λιμένα όπου τα 5 αυτά χρόνια να επισκευάσω το καράβι μου να το έχω έτοιμον δια το ταξείδι του Ωκεανού. Ο νοών νοείτω….»
Σε άλλο οκτασέλιδο γράμμα γράφει:
«Νύκτα των Χριστουγέννων 1915.
Αγαπητή εν Χριστώ αδελφή κυρία Θεοδώρα.
«…Δεν πρέπει να παραξενεύεσθε δια την αδυναμίαν μου την σωματικήν, διότι το πένθος ως είπας ήτο, ναι ήτο βαρύτατον. Και μόνον ο θάνατος θα το εξαλείψη με σπαραγμόν. Βιάζομαι να χωνεύω την θλίψιν, και αυτό φαίνεται βλάπτει σωματικώς είναι όμως τώρα πολύ ελαφρότερον, και να σου το παραστήσω κάπως αισθητώς, φαντάζομαι ότι η μακαρία Αθανασία μου κάπου αποδημεί και με περιμένει να υπάγω και εγώ».
Ο τραυματισμός του και η αντιμετώπισή του
Το 1907 επισκέπτεται το Μέγα Σπήλαιο. Εκεί πέφτει και χτυπά το πόδι του. Υποχρεώνεται από αυτό να μείνη ακίνητος ως τον Απρίλιο του 1908 στην κλινική και στο σπίτι του στην Σκιάθο. Οι συνθήκες διαβίωσής του είναι τραγικές. Τις απαριθμεί σε επιστολές του προς την ίδια Ηγουμένη με ημερομηνίες 8 και 11-10-1916.
«Εν Σκιάθω τη 8η Οκτωβρίου 1916
Θεοπεφιλημένη μου και περιπόθητος αδελφή εν Χριστώ.
Θύελλα και αστραπαί και κακοκαιρίαι και βρονταί• η στέγη του κελλίου μου σείεται διότι είναι υπό το κωδωνοστάσιον του Ναού της Παναγίας και εν τη κορυφή της πόλεως. Είναι 8 η ώρα περίπου το βράδυ• μου έφεραν το κατσαρολάκι με ζωμόν από πικραλίδας, ούτω λέγουν εδώ τα ραδίκια του βουνού. Τα παράθυρα φεγγοβολούν από τας αστραπάς. Ήρχισε βροχή. Και ως φαίνεται θα διαρκέση όχι μόνο την νύκτα αλλά και ημέρας. Αλλ’ ο καιρός είναι νότιος θερμός. Όταν είναι κρύο και βορράς, καταβαίνω κάτω εις εν δωμάτιον (όπου και κοιμώμαι τώρα), το οποίον είναι σωστόν σπήλαιον, φωτιζόμενον μόνον από την κανδήλαν των αγίων.
Εψάλαμεν απόψε τον εσπερινόν των οσίων Ανδρονίκου και Αθανασίας. Έφερα μαζί μου καθώς και πέρυσι την αγίαν εικόνα των και την εστόλισα με ωραία λουλούδια, κρίνα της ερήμου κατά το τροπάριον, πάλλευκα και κάτι άλλα της εποχής χρώμα μέλιτος, βελούδινα μανιταράκια λέγομεν εδώ. Θαύμα των οσίων. Διότι χωρίς να τα παραγγείλω, χωρίς άλλην φοράν να μου φέρουν, άγνωστος γυναίκα μου τα έφερε χθες βράδυ από το βουνό του αειμνήστου Γέροντα παπα-Διονυσίου. Μου τα έδωσε, λέγει, η αδελφή σου, όχι αυτή που συγκατοικώ αλλ’ άλλη η οποία δεν γνωρίζει πως έχω την πανήγυριν και την εικόνα των οσίων προφανώς. Και είναι κρίνα λευκά που εις το χωρίον δεν έχει κανείς. Και ήσαν πολλά κρίνα και ευωδίαζαν. Αν προφθάσω θα θέσω μέσα εις την επιστολήν από την αγίαν εικόνα.
Το μεσημέρι μετά το φαγητόν μόνος μου έπλεξα το στέφανον και εις τας 4 περίπου το επήγα εις την εκκλησίαν μετά της εικόνος και την ετοποθέτησα καταλλήλως. Ο εσπερινός διήρκεσε 1,30 ώρα• μέγας εσπερινός. Αν υπήρχε αλεύρι θα έκαμνα αρτοκλασίαν, αλλά είναι νηστικοί οι άνθρωποι και περιμένουν αύριον το ατμόπλοιον. Τώρα όπου γράφω οικονόμησα 50 δράμια πετρέλαιον με παρακλήσεις πολλάς.
Βοήθειά μας οι όσιοι!»
Και η δεύτερη επιστολή:
«Εν Σκιάθω τη 11 Οκτωβρίου 1916
Στερούμαι χειμερινού οικήματος. Κοιμούμαι τώρα εις υγρόν σπηλαιώδες δωμάτιον και μου φαίνεται πως με βλάπτει πολύ η υγρασία.
Πως εβάσταζαν οι Όσιοι εις τους λάκους; Αυτούς συλλογίζομαι και ο νους μου σαλεύεται. Δια να ίσταμαι ολίγον, διότι από τον καιρόν των καταγμάτων συνήθισα εις το καθήσθαι αείποτε, επενόησα έναν κρεμαστήρα όπου τον έχω δια να γυμνάζω την θραυσμένην μου δεξιάν – τρία χρόνια παρημέλησα τώρα και αισθάνομαι βάρος ύποπτον και ως ρευματικόν. Λοιπόν κρεμώμαι και λέγω το μεσονύκτιον, τον Εξάψαλμον, τας Ωδάς και όσα γνωρίζω από στήθους…».
Η βράβευσή του
Το 1928 η Ακαδημία Αθηνών τον ανακηρύσσει ομόφωνα πρόσεδρο μέλος της. Ο Μωραϊτίδης ούτε που πήγε να παραστή στην εκλογή του. Αρκέστηκε σε μια ευχαριστήρια επιστολή του προς τον πρόεδρο της Ακαδημίας.
Η μοναχική του κλίση
Ζούσε αποσυρμένος, παντελώς ξένος προς τα εγκόσμια. Ο ασκητισμός του ήταν αυστηρός. Συγγένευε με εκείνων των πρώτων αναχωρητών. Η χριστιανική ταπείνωση δεν ήταν άδεια λέξη γι’ αυτόν. Την είχε ντυθή κατάσαρκα η ψυχή του. Καταδίκασε στην ψυχή του την εγκόσμια ζωή για να βρη λύτρωση στην σιωπή της έκστασης, στην ουρανοπολιτεία του μοναστηριού, όπου θα αντάμωνε Εκείνον. Διψούσε για αλήθεια εσωτερική. Άκουε την φωνή του Ιησού προς την Μάρθα ότι: «ενός εστί χρεία». Ανταποκρίνεται σ’ αυτό το κάλεσμα, παίρνει το μοναχικό σχήμα και ονομάζεται Ανδρόνικος. Για μια απλή αλλαγή ρούχων πρόκειται, γιατί ο Μωραϊτίδης δεν έγινε τότε μοναχός, ήταν μοναχός και μάλιστα από εκείνους που αναφέρονται στα πιο αυστηρά μοναστήρια. Απλά έδωσε την εξωτερική φόρμα στο περιεχόμενο της ζωής του.
Η κουρά του έγινε στους Τρεις Ιεράρχες της Σκιάθου. Με μεγάλη χαρά ντύθηκε το «Αγγελικό Σχήμα» για να εισέλθη στον νυμφώνα του Χριστού. Ένα γράμμα του που έστειλε λίγες μέρες αργότερα σε μια ευλαβική κυρία των Αθηνών και δημοσιεύθηκε στην «Εστία», νομίζει κανείς πως είναι γραμμένο από καθολική παρθένα δεκατεσσάρων ετών, που έκαμε την πρώτη μετάληψή της και διηγείται σε μια φιλενάδα της την χερουβική τελετή. Το ίδιο και ο Μωραϊτίδης με ένα παρθενικό ύφος μιλάει για τα ράσα του, που του στέκανε ωραία, για τις καμπάνες της εκκλησίας, που σήμαιναν χαρμόσυνα, για την ευλογία του Μητροπολίτη, για τους χριστιανούς του εκκλησιάσματος, που δεν χόρταιναν να τον καμαρώνουν μέσα στο «Αγγελικό Σχήμα».
Και στην παραπάνω Ηγουμένη Θεοδώρα θα γράψη στις 16-9-1929:
«Σήμερον είχον την μεγαλυτέραν εορτήν της ζωής μου. Εκείνο το οποίον επόθουν από τόσα χρόνια, εκείνο το οποίον η ψυχή μου εμελετούσε νύκτας και ημέρας, το απήλαυσα, το απέκτησα. Το Μέγα και Αγγελικόν Σχήμα. Δεν είμαι πλέον ο Διδάσκαλος Αλέξανδρος, ο πρεσβύτης, ο πολυάσχολος με τας μερίμνας του κόσμου. Είμαι ο μοναχός Ανδρόνικος…».
Ο θάνατός του
Ο θάνατος του Ανδρόνικου-Αλέξανδρου Μωραϊτίδη ήρθε το 1929. Πέθανε σαν τον Τολστόϊ σε ένα μοναστήρι. Μια καλόγρια του έκλεισε τα μάτια. Έτσι πέρασε στην γαλήνη της αιωνιότητας «εις προϋπάντησιν του Σωτήρος», που τόσο επιθυμούσε.
πηγή: Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου