«Θὰ
γίνη κάποτε λιμός», εἶπε o προφήτης θρηνώντας τὴν Ἱερουσαλήμ, «ὄχι
πείνα ἄρτου καὶ ὕδατος, ἀλλὰ πείνα γιὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου». Εἶναι δo ὁ
λιμὸς στέρησις καὶ συγχρόνως ὄρεξις τῆς ἀναγκαίας τροφῆς. Ὑπάρχει ὅμως
καὶ κάτι χειρότερο καὶ ἀθλιώτερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν πείνα· ὅταν δηλαδὴ
κάποιος, ἐνῶ στερεῖται τ’ ἀναγκαία γιὰ τὴν σωτηρία, δὲν ἔχει συναίσθησι
τῆς συμφορᾶς, ἐπειδὴ δὲν ἔχει ὄρεξι γιὰ τὴ σωτηρία.
Ὅποιος
πεινᾶ καὶ δὲν διαθέτει τ’ ἀναγκαία, τριγυρίζει ἀναζητώντας ἕνα κομμάτι
ψωμιοῦ ὁπουδήποτε· κι’ ἂν εὕρει μουχλιασμένο ζυμάρι, ἢ τοῦ προσφέρει
κάποιος ἄρτο ἀπὸ κεχρὶ ἢ ἀπὸ πίτουρα ἢ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ εὐτελέστατα εἴδη
τροφῆς, χαίρεται τόσο πολύ, ὅσο ἐπονοῦσε προηγουμένως ποὺ δὲν εὕρισκε.
Ὅποιος
ἐπίσης ἔχει πνευματικὴ πείνα, δηλαδὴ στέρηση καὶ συγχρόνως ὄρεξη γιὰ
πνευματικὲς τροφές, τριγυρίζει ἀναζητώντας αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ
χάρισμα τῆς διδασκαλίας· κι’ ἂν εὕρει, τρέφεται εὐφρόσυνα μὲ τὸν ἄρτο
τῆς ζωῆς τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ μὲ τὸν σωτήριο λόγο, ποὺ ὅποιος τὸν ἀναζητεῖ
ἕως τὸ τέλος δὲν πρόκειται νὰ μὴ τὸν εὕρει· «διότι ὅποιος αἰτεῖ λαμβάνει
καὶ ὅποιος ἀναζητεῖ εὑρίσκει, καὶ στὸν κρούοντα θ’ ἀνοιγεῖ ἡ θύρα»,
εἶπε ὁ Χριστός.
- Υπάρχουν ὅμως μερικοὶ ποὺ μὲ τὴν πολυήμερη ἀτροφία κατὰ νοῦν ἔχασαν καὶ τὴν ὄρεξη τῆς τροφῆς· γι’ αὐτὸ δὲν ἀντιλαμβάνονται τὴ ζημία. Καὶ ἂν ἔχουν τὸν διδάσκαλο, δυσανασχετοῦν ἀκόμη καὶ στὴν ἀκρόαση τῆς διδασκαλίας, ἐνῶ ἂν δὲν ἔχουν, δὲν ζητοῦν τὸν διδάσκαλο, διάγοντας ζωὴ ἁμαρτωλότερη ἀπὸ τὸν ἄσωτο.
Διότι
ἐκεῖνος, ἂν καὶ μὲ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἐστερήθηκε τοῦ κοινοῦ τροφέως
καὶ πατρὸς καὶ κυρίου, περιέπεσε σὲ φοβερὸ λιμὸ καὶ συναισθανόμενος τὴν
στέρηση μετενόησε καὶ ἐπανῆλθε, ἐπεζήτησε καὶ ἐπέτυχε τὴν θεία καὶ
ἀθάνατη τροφή, καὶ τόσο ἀπήλαυσε διὰ τῆς μετανοίας τῶν χαρισμάτων τοῦ
Πνεύματος, ὥστε νὰ προκαλέσει καὶ τὸν φθόνο γιὰ τὸν πλοῦτο του.
- Είναι ὅμως προτιμότερο νὰ πάρωμε τὸ θέμα ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ ἐξηγήσωμε πρὸς τὴν ἀγάπη σᾶς τὴν εὐαγγελικὴ αὐτὴ παραβολὴ τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ καὶ σήμερα εἶναι διατεταγμένο νὰ διαβάζεται στὴν ἐκκλησία.
- «Κάποιος ἄνθρωπος εἶχε δυὸ υἱούς», λέγει. Ὁ Κύριος καλεῖ ἐδῶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄνθρωπο παραβολικῶς, κι’ αὐτὸ δὲν ἔχει τίποτε τὸ παράξενο. Διότι, ἂν ἔγινε πραγματικὰ ἄνθρωπος γιὰ τὴ σωτηρία μας, τί τὸ παράδοξο νὰ προβάλλει τὸν ἑαυτό του ὡς ἕνα ἄνθρωπο γιὰ τὴν ὠφέλειά μας, αὐτὸς ποὺ εἶναι πάντοτε κηδεμὼν καὶ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας, ὡς κύριος καὶ δημιουργὸς καὶ τῶν δύο, αὐτὸς ποὺ εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἔδειξε σὲ μᾶς ἔργα ὑπερβολικῆς ἀγάπης καὶ κηδεμονίας, καὶ πρὶν ἀκόμη ἐμφανισθοῦμε;
- Διότι πρὶν ἀπὸ μᾶς μᾶς ἑτοίμασε αἰώνια κληρονομία βασιλείας, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ χάρη μᾶς ἔπλασε τοὺς ἀγγέλους γιὰ ν’ ἀποστέλλωνται ὡς διάκονοι, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, στοὺς μέλλοντας νὰ κληρονομήσουν τὴ σωτηρία.
Πρὶν
ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ χάρη μᾶς ἅπλωσε τὸν οὐρανὸ σ’ ὅλον τὸν αἰσθητὸ τοῦτον
κόσμο, σὰν νὰ ἔστησε κάποια κοινὴ καὶ ὁμότιμη σκηνὴ σὲ ὅλους ἐμᾶς κατὰ
τὴν παροδικὴ τούτη ζωή, τὸν ἴδιο ἀεικίνητο καὶ πολυκίνητο καὶ ἀκίνητο·
ἀκίνητον, γιὰ νὰ μὴ προκαλεῖ στοὺς ἐνοικούντας φθορὰ μὲ τὶς μεταπτώσεις
του, πολυκίνητον, γιὰ νὰ συγκρατεῖται στὸν χῶρο του μὲ τὶς ἀντίρροπες
κινήσεις του, ἀεικίνητον δὲ καθ’ ἐαυτὸν καὶ περιφέροντα μαζί του
εὐτάκτως τὸ πλῆθος τῶν ἄστρων, ὥστε ἐμεῖς ἀφ’ ἑνὸς μὲν νὰ διδασκώμαστε
τὸ πρόσκαιρό της ζωῆς μας καὶ ν’ ἀπολαύωμε ὅλων των σωμάτων του, ποὺ
φθάνουν ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλή μας, κάθε φορᾶ ἄλλα.
Γιὰ
μᾶς πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς κατασκεύασε τὸν μεγάλο φωστήρα γιὰ νὰ κυριαρχεῖ στὴν
ἡμέρα, καὶ τὸν μικρὸ γιὰ νὰ κυριαρχεῖ τῆς νύκτας. Κι’ ἐτοποθέτησε αὐτοὺς
καὶ τὰ ἄλλα ἄστρα στὸ στερέωμα, γιὰ νὰ κινοῦνται μὲ αὐτό, συνυπάρχοντα
καὶ παραλλάσσοντα πολυειδῶς, γιὰ νὰ εἶναι σημάδια τῶν καιρῶν καὶ τῶν
χρόνων. Ἀπὸ αὐτὰ κανένα δὲν χρειάζεται οὔτε ἡ νοερὰ φύσις, ποὺ εἶναι
ὑπεραι-σθητή, οὔτε ἡ φύσις τῶν ἄλογων ζώων, ποὺ ζεῖ μόνο κατὰ αἴσθηση.
Γιὰ μᾶς λοιπὸν ἔγιναν, ποὺ μὲ τὴν αἴσθησι μὲν ἀπολαύομε καὶ τὶς ἄλλες
δωρεὲς καὶ τὸ κάλλος τῶν βλεπομένων, μὲ τὸν νοῦν δὲ ἀντιλαμβανόμαστε τὰ
σημεῖα αὐτά.
- Για μᾶς πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς ἐθεμελίωσε τὴ γῆ, ἅπλωσε τὴ θάλασσα, ἐξέχυσε ἀφθόνως ἐπάνω ἀπὸ αὐτὰ τὸν ἀέρα, κι’ ἐπάνω ἀπὸ αὐτὸν παραπέρα ἄναψε πανσόφως τὴν φύσι τοῦ πυρός, ὥστε καὶ τὸ ὑπερβολικὸ ψύχος τῶν κάτω νὰ μετριάζει περιγυρίζοντας καὶ νὰ μένει στὸν τόπο τοῦ συγκρατώντας τὰ ἅπλωμά του. Ἂν δὲ καὶ τὰ ἄλογα ζῶα τὰ χρειάζονται αὐτὰ γιὰ τὴ συντήρησή τους, ἀλλὰ κι’ αὐτὰ ἐδημιουργήθηκαν πρὶν ἀπὸ μᾶς γιὰ ὑπηρεσία πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ψάλλει καὶ ὁ προφήτης Δαβίδ.
- Αυτόν λοιπὸν τὸν σύμπαντα κόσμο παρήγαγε ἀπὸ τὸ μηδὲν ὁ πλάστης μᾶς πρὶν ἀπὸ τὴ δική μας πλάση, γιὰ τὴν σύσταση τοῦ σώματός μας. Γιὰ τὴν βελτίωση δὲ τῶν ἠθῶν καὶ τὴν καθοδήγη-σὶ πρὸς τὴν ἀρετὴ τί δὲν ἔκαμε ὁ φιλάγαθος δεσπότης; Τὸν ἴδιον αὐτὸν αἰσθητὸ κόσμο ἐπεξεργάσθηκε σὰν κάτοπτρο τῶν ὑπερκοσμίων, ὥστε διὰ τῆς πνευματικῆς θεωρίας γύρω ἀπὸ αὐτόν, σὰν διὰ μέσου μιᾶς θαυμασίας κλίμακος, νὰ φθάνωμε πρὸς ἐκεῖνα.
Ἐνέβαλε
μέσα μας ἔμφυτο νόμο, σὰν ἀπαρέγκλιτη στάθμη, ἀνεξαπάτητο κριτὴ καὶ
ἀδιάψευστο διδάσκαλο, τὴν ἀτομικὴ στὸν καθένα συνείδηση. Ἔτσι, ἂν
εἴμαστε μὲ τὴν διάνοια συγκεντρωμένοι στὸν ἑαυτό μας, δὲν θὰ χρειασθοῦμε
ἄλλον διδάσκαλο γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ ἀγαθοῦ· ἂν μὲ τὴν αἴσθηση
διαπορθμεύσωμε καλῶς τὸν νοῦ πρὸς τὰ ἔξω, τὰ ἀόρατά του Θεοῦ καθορῶνται
νοούμενα διὰ τῶν ποιημάτων, λέγει ὁ ἀπόστολος.
- Αφού λοιπὸν διὰ τῆς φύσεως καὶ τῆς κτίσεως ἄνοιξε τὸ διδασκαλεῖο τῶν ἀρετῶν, ὁ ἴδιος ἐτοποθέτησε ἀγγέλους ὡς φύλακες, ἀνύψωσε πατέρες καὶ προφῆτες πρὸς καθοδήγηση, ἔδειξε σημεῖα καὶ τέρατα ὁδηγοῦντα πρὸς τὴν πίστη, μᾶς ἔδωσε τὸν γραπτὸ νόμο, βοηθητικὸ στὸ νόμο τῆς λογικῆς μας φύσεως καὶ στὴ διδασκαλία ἀπὸ τὴν κτίση.
Τέλος,
ἐπειδὴ τὰ περιφρονήσαμε ὅλα (ὤ, τί ραθυμία δική μας καὶ τί μακροθυμία
καὶ ἔγνοια τοῦ ὑπερβολικὰ ἀγαπῶντος ἐμᾶς!), μᾶς ἔδωσε τὸν ἑαυτό του γιὰ
χάρη μας, καί, κενώνοντας τὸν πλοῦτο τῆς θεότητος στὸ ἔσχατο κατάντημά
μας ἐπῆρε τὴν φύση μας καί, γενόμενος ἄνθρωπος σὰν ἐμᾶς, διετέλεσε
διδάσκαλός μας.
Αὐτὸς
μας διδάσκει γιὰ τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας του, ἐπιδεικνύοντας τὴν μὲ
ἔργο καὶ λόγο, συγχρόνως δὲ ὁδηγεῖ σὲ μίμηση τῆς συμπαθείας του, ἐνῶ
ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν σκληροκαρδία τοὺς ὀπαδούς του.
- Επειδή δὲ ἡ ἀγάπη γεννᾶται καὶ μέσα στοὺς ἐπιμελητᾶς τῶν πραγμάτων, ὅπως καὶ στοὺς ποιμένες τῶν προβάτων, ἐνυπάρχει δὲ καὶ στοὺς κυρίους τῶν κτημάτων, ὄχι ὅμως τόσο ὅσο στοὺς συνδεόμενους μὲ αἷμα καὶ συγγένεια, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς πάλι περισσότερο στοὺς πατέρες πρὸς τὰ παιδιά τους, ἀπὸ αὐτοὺς προσφέρει ἔνδειξη τῆς φιλανθρωπίας του, λέγοντας τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄνθρωπο καὶ πατέρα ὅλων μας· ἐπειδὴ ἀφ’ ἑνὸς μὲν γιὰ μᾶς ἔγινε πραγματικὰ ἄνθρωπος, ἀφ’ ἑτέρου δὲ μᾶς ἀναγέννησε διὰ τοῦ θείου βαπτίσματος καὶ τῆς σ’ αὐτὸ χάριτος τοῦ θείου Πνεύματος.
- «Κάποιος ἄνθρωπος λοιπόν», λέγει,«εἶχε δυὸ υἱούς». Διότι ἡ διαφορὰ τῆς γνώμης ἐχώρισε σὲ δύο τὴν μία φύση καὶ ἡ διάκρισις μεταξὺ ἀρετῆς καὶ κακίας συνήγαγε τοὺς πολλοὺς σὲ δύο. Κι’ ἐμεῖς ἐξ ἄλλου μερικὲς φορὲς λέγομε διπλὸν τὸν ἕνα κατὰ τὴν ὑπόσταση, ὅταν ἔχει τὴν διπλότητα τοῦ ἤθους, καὶ λέγομε ἐπίσης τοὺς πολλοὺς ἕνα, ὅταν συμφωνοῦν μεταξύ τους. «Προσελθῶν λοιπὸν ὁ νεώτερος υἱὸς εἶπε στὸν πατέρα»»· εὐλόγως παρουσιάζεται νεώτερος· διότι προβάλλει αἴτημα παιδαριῶδες καὶ γεμάτο ἀφροσύνη.
Καὶ
ἡ ἁμαρτία δέ, τὴν ὁποία εἶχε στὸ νοῦ τοῦ σχεδιάζοντας τὴν ἀποστασία,
εἶναι νεωτέρα, ἐφ’ ὅσον εἶναι ὑστερογενὲς εὔρημα τῆς κακῆς προαιρέσεώς
μας· ἡ δὲ ἀρετὴ εἶναι πρωτογενής, ἀφοῦ στὸν Θεὸ μὲν ἦταν ἀϊδίως, στὴν
ψυχή μας δὲ ἐμβλήθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ χάρη.
- Προσήλθε δέ, λέγει, ὁ νεώτερος υἱὸς καὶ εἶπε στὸν πατέρα· «δός μου τὸ ἀνάλογο μέρος τῆς περιουσίας». Ώ, ποιὰ ἀφροσύνη! Δὲν ἐγονάτισε, δὲν ἱκέτευσε, ἀλλ’ ἁπλῶς εἶπε· καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλ’ ἀπαιτεῖ τὸ μερίδιο καὶ ὡς ὀφειλὴ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ δίδει σὲ ὅλους κατὰ χάριν. Δός μου τὸ ἀνάλογο μέρος τῆς περιουσίας, πού μου ἀνήκει κατὰ τὸ νόμο, τὴν μερίδα μου σύμφωνα μὲ τὸ δίκαιο. Καὶ ποιὸς νόμος ὑπάρχει καὶ ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτὸ τὸ δίκαιο, νὰ εἶναι οἱ πατέρες ὀφειλέτες στὰ παιδιά; Τὸ ἀντίθετο μάλιστα συμβαίνει· τὰ παιδιὰ ὀφείλουν στοὺς πατέρες, ὅπως ἡ ἴδια ἡ φύσις δεικνύει, ἀφοῦ ἔλαβαν ἀπὸ ἐκείνους τὴν ὕπαρξη. Ἀλλ’ εἶναι καὶ αὐτὸ δεῖγμα τοῦ νεωτερικοῦ φρονήματος.
- Τι κάμνει λοιπὸν αὐτὸς ποὺ βρέχει σὲ δικαίους καὶ ἀδίκους, ποὺ ἀνατέλλει τὸν ἥλιο σὲ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς; Τοὺς διεμοίρασε τὴν περιουσία, λέγει. Βλέπεις ὅτι αὐτὸς ὁ «ἄνθρωπος» καὶ πατέρας εἶναι ἀνενδεής; Ἀλλιῶς δὲν θὰ ἐμοίραζε τὴν περιουσία στοὺς δυὸ μόνους οὔτε σὲ δυὸ μερίδια μόνο, ἀλλὰ θὰ ἐκρατοῦσε καὶ γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ μιὰ τρίτη μερίδα. Αὐτὸς ὅμως, ὡς Θεός, ὅπως λέγει καὶ ὁ προφήτης Δαβίδ, μὴ ἔχοντας ἀνάγκη τῶν ἀγαθῶν του εἴδους αὐτοῦ, ἐμοίρασε, λέγει στὰ δυὸ αὐτὰ παιδιὰ μόνο τὴν περιουσία, δηλαδὴ τὸν κόσμο ὅλον.
Διότι,
ὅπως διαιρεῖται ἡ μιὰ φύσις λόγω τῆς διαφορετικῆς γνώμης, ἔτσι
διαιρεῖται καὶ ὁ ἕνας κόσμος λόγω τῆς διαφορετικῆς χρήσεως. Πραγματικὰ ὁ
ἕνας λέγει πρὸς τὸν Θεό, «ὅλη τὴν ἡμέρα ἅπλωσα πρὸς σὲ τὰ χέρια μου»,
καὶ «σὲ ὕμνησα ἑπτὰ φορὲς τὴν ἡμέρα», καὶ «τὸ μεσονύκτιο ἐξυπνοῦσα», καὶ
«ἔκραξα πάρωρα», καὶ «ἤλπισα στὰ λόγια σου», καὶ «τὰ πρωινὰ ἐφόνευσα
ὅλους τους ἁμαρτωλούς της γῆς», δηλαδὴ ἀπέκοψα τὶς ὁρμὲς τῆς σαρκὸς ποὺ
κινοῦνται πρὸς ἡδυπάθεια· ὁ ἄλλος περνᾶ τὶς ἡμέρες του στὸ κρασὶ καὶ
κυττάζει ποὺ γίνεται πότος, διέρχεται τὶς νύκτες μὲ ἄσεμνες καὶ ἄθεσμες
πράξεις, καὶ σπεύδει σὲ κρυφὲς δολοπλοκίες ἢ φανερὲς ἐπιβουλές, σὲ
ἁρπαγὲς χρημάτων καὶ πονηρὰ σχέδια.
Ἄρα
δὲν ἐμοίρασαν αὐτοὶ τὴν μιὰ νύκτα καὶ τὸν ἕνα ἥλιο, καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὰ
τὴν ἴδια τὴ φύση, ἀφοῦ τὴν κατεχράσθηκαν χωρὶς συμφωνία μεταξύ τους; Ὁ
δὲ Θεὸς διέθεσε ὅλη τὴν κτίση ἀδιαιρέτως σὲ ὅλους, προθέτοντας τὴν σὲ
χρήση κατὰ τὴν βούληση τοῦ καθενός.
- «Κι ἔπειτα ἀπὸ ὄχι πολλὲς ἡμέρες», λέγει, «ἀφοῦ τὰ συγκέντρωσε ὅλα ὁ νεώτερος υἱός, μετανάστευσε σὲ μακρινὴ χώρα». Πῶς δὲν μετανάστευσε ἀμέσως, ἀλλὰ ἔπειτα ἀπὸ ὄχι πολλές, δηλαδὴ μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες; Ὁ πονηρὸς ὑποβολεὺς Διάβολος δὲν ὑποβάλλει ταυτοχρόνως καὶ τὴν ἰδιορρυθμία καὶ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μὲ πανουργία ὑποκλέπτει βαθμιαίως τὴν διάθεση, λέγοντάς μας ψιθυριστά· καὶ σὺ ζωντας μόνος σου, χωρὶς νὰ παρακολουθεῖς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ οὔτε νὰ προσέχεις τὸν διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας, μπορεῖς ν’ ἀντιληφθεῖς τὸ καθῆκον καὶ μόνος σου καὶ νὰ μὴ ἀπομακρύνεσαι ἀπὸ τὸ ἀγαθό.
Ὅταν
δὲ ἀποσπάσει κάποιον ἀπὸ τὴν ἱερὰ ὑμνωδία καὶ ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ πρὸς τοὺς
ἱεροὺς διδασκάλους, τὸν ἀπομακρύνει καὶ ἀπὸ τὴ θεία ἐπίβλεψη,
παραδίνοντας τὸν στὰ πονηρὰ ἔργα. Διότι ὁ Θεὸς εὑρίσκεται παντοῦ· ἕνα
εἶναι ποὺ εὑρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ κακό, στὸ ὁποῖο φθάνοντας
διὰ τῆς ἁμαρτίας ἀποδημοῦμε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅπως λέγει ὁ Δαβὶδ πρὸς
τὸν Θεό, «δὲν θὰ διαμείνουν παράνομοι ἀπέναντι στοὺς ὀφθαλμούς σου».
- Αφού λοιπόν, λέγει, ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπομακρύνθηκε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ἀπεδήμησε σὲ μακρινὴ χώρα «ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν περιουσία τοῦ ζώντας ἀσώτως». Πῶς ὅμως διεσκόρπισε τὴν περιουσία του; Ὑπεράνω ὅλων οὐσία καὶ περιουσία μᾶς εἶναι ὁ ἔμφυτος νοῦς μας.
Ἕως
ὅτου λοιπὸν ἐμμένομε στοὺς τρόπους τῆς σωτηρίας, τὸν ἔχομε συνηγμένο
στὸν ἑαυτό του καὶ στὸν πρῶτο καὶ ἀνώτατο νοῦ, τὸν Θεό· ὅταν ὅμως
ἀνοίξωμε θύρα στὰ πάθη, ἀμέσως σκορπίζεται, περιπλανώμενος διαρκῶς γύρω
στὰ σαρκικὰ καὶ τὰ γήινα, πρὸς τὶς πολύμορφες ἡδονὲς καὶ τοὺς ἐμπαθεῖς
λογισμοὺς γι’ αὐτές.
Τοῦ
νοῦ πλοῦτος εἶναι ἡ φρόνησις, ποὺ παραμένει σ’ αὐτὸν καὶ διακρίνει τὸ
καλύτερο ἀπὸ τὸ χειρότερο, ὅσον καιρὸ κι αὐτὸς παραμένει πειθαρχικὸς
στὶς ἐντολὲς καὶ συμβουλὲς τοῦ ἀνωτάτου Πατρός· ὅταν ὅμως ἀφηνιάσει
αὐτός, κι ἡ φρόνησις σκορπίζεται σὲ πορνεία καὶ ἀφροσύνη, μοιραζόμενη
τὶς κακίες τῶν δύο μερῶν.
- Θα ἰδεῖς τοῦτο καὶ σὲ ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ δυνάμεις μας, ποὺ εἶναι πραγματικὰ πλοῦτος μας, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἡ κακία εἶναι πολυσχεδής, ὅταν κλίνη πρὸς αὐτήν, σκορπίζεται. Διότι ὁ ἴδιος ὁ νοῦς στρέφει τὴν ἐπιθυμία πρὸς τὸν ἕνα καὶ πραγματικὰ ὄντως Θεό, τὸν μόνον ἀγαθό, τὸν μόνον ἐφετό, τὸν μόνον παρέχοντα τὴν ἡδονὴ ἀπηλλαγμένη ἀπὸ κάθε ὀδύνη.
Ὅταν
ὅμως ὁ νοῦς ἀποχαυνωθεῖ, ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς πρὸς τὴν ὄντως ἀγάπη
ἐκπίπτει ἀπὸ τὸ ὄντως ὀρεκτὸ καί, διασπωμένη πρὸς τὶς ποικίλες ὀρέξεις
τῆς ἡδυπαθείας, σκορπίζεται, ἑλκυσμένη ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος πρὸς τὴν
ἐπιθυμία τροφῶν μὴ ἀναγκαίων, ἀπὸ τὸ ἄλλο πρὸς τὴν ἐπιθυμία πραγμάτων
ἀχρήστων, καὶ ἀπὸ τὸ τρίτο πρὸς τὴν ἐπιθυμία τῆς κενῆς καὶ ἄδοξης
δόξας.
Κι
ἔτσι κατακερματιζόμενος ὁ ἄθλιος ἄνθρωπος καὶ συρόμενος ἀπὸ τὶς
ποικίλες γι’ αὐτὰ φροντίδες, οὔτε τὸν ἥλιο ἀκόμη τὸν ἴδιο οὔτε τὸν ἀέρα,
τὸν κοινὸ σὲ ὅλους πλοῦτο, δὲν μπορεῖ νὰ ἀναπνεύσει καὶ νὰ θεωρήσει
εὐχάριστα.
- Αυτός ὁ ἴδιος ὁ νοῦς μας, ἂν δὲν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, διεγείρει τὸν θυμὸ ποὺ ἔχομε μέσα μας ἐναντίον μόνου του Διαβόλου καὶ χρησιμοποιεῖ τὴν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς κατὰ τῶν πονηρῶν παθῶν, κατὰ τῶν ἀρχόντων τοῦ σκότους, κατὰ τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας.
Ἂν
ὅμως δὲν προσηλωθεῖ στὶς θεῖες ἐντολὲς τοῦ Κυρίου ποὺ τὸν
ἐστρατολόγησε, μάχεται πρὸς τοὺς πλησίον του, μαίνεται κατὰ τῶν
ὁμοφύλων, ἀποθηριώνεται ἐναντίον ἐκείνων ποὺ δὲν συναινοῦν στὶς
παράλογες ὀρέξεις του καὶ γίνεται, φεῦ, ἀνθρωποκτόνος ἄνθρωπος,
(ὁμοιωμένος ὄχι μόνο μὲ τὰ κτήνη τὰ ἄλογα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἑρπετὰ καὶ μὲ
τὰ ἰοβόλα ζῶα, γινόμενος σκορπιός, ὄφις, γέννημα ἐχιδνῶν, αὐτὸς ποὺ
ὠρίσθηκε νὰ εἶναι στὴν τάξη τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ.
Εἶδες
πῶς διεσκόρπισε κι ἔχασε τὴν περιουσία του; «Ἀφοῦ τὰ ἐδαπάνησε ὅλα ὁ
νεώτερος υἱός, ἄρχισε νὰ στερεῖται καὶ ἔπεσε σὲ πείνα». Ἀλλὰ δὲν
ἐσκεπτόταν ἀκόμη νὰ ἐπιστρέψει, διότι ἦταν ἄσωτος. Γι’ αὐτό, «ἐπῆγε καὶ
προσκολλήθηκε σ’ ἕνα ἀπὸ τοὺς πολίτες τῆς χώρας ἐκείνης καὶ ἐκεῖνος τὸν
ἔστειλε στὸ ἀγρόκτημα νὰ βόσκει χοίρους».
- Ποιοι δὲ εἶναι οἱ πολίτες καὶ πολιτάρχες τῆς χώρας ποῦ εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό; Φυσικὰ οἱ δαίμονες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ υἱὸς τοῦ οὐρανίου Πατρὸς κατέστη πορνοβοσκὸς καὶ ἀρχιτελώνης καὶ ἀρχιληστὴς καὶ στασιάρχης. Διότι ὁ χοιρώδης βίος λόγω τῆς ἄκρας ἀκαθαρσίας τοῦ ὑπονοεῖ κάθε πάθος, χοῖροι δὲ εἶναι ὅσοι κυλίονται στὸν βόρβορο τῶν παθῶν τούτων. Ὅταν ἐκεῖνος ἔγινε προϊστάμενος τούτων, ὡς πρῶτος ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς στὴν ἡδυπάθεια, δὲν μποροῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, δηλαδὴ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ λάβει κορεσμὸ τῆς ἐπιθυμίας του.
- Πώς ὅμως δὲν ἀρκεῖ ἡ φύσις τοῦ σώματος νὰ ἐξυπηρετήσει τὶς ὁρμὲς τοῦ ἀκολάστου; Ὁ χρυσὸς ἢ ὁ ἄργυρος, ὅταν περιέλθη στὸν φιλοχρυσὸ καὶ φιλάργυρο, αὐξάνει τὴν στέρηση καὶ ὅσο περισσότερος εἰσρεύσει, τόσο μεγαλύτερη ἐπιθυμία προκαλεῖ· μόλις θ’ ἀρκέσει σ’ ἕναν πλεονέκτη καὶ φίλαρχο ὅλος ὁ κόσμος, ἴσως δὲ οὔτε αὐτός.
Ἐπειδὴ
λοιπὸν αὐτοὶ μὲν εἶναι πολλοί, ὁ κόσμος δὲ ἕνας, πῶς τότε θὰ μπορέσει
κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς νὰ εὕρει κόρο τῆς ἐπιθυμίας του; Ἔτσι λοιπὸν καὶ
ἐκεῖνος ὁ ἀποστάτης ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν μποροῦσε νὰ χορτασθεῖ. Διότι
ἄλλωστε, λέγει, δὲν τοῦ προσέφερε κανεὶς τὸν κόρο. Ποιὸς θὰ τοῦ τὸν
προσέφερε; Ὁ Θεὸς ἀπουσίαζε, μὲ τοῦ ὁποίου καὶ τὴ θέα μόνο προκαλεῖται
ἀβάρετος κόρος στὸν βλέποντα, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνον ποὺ εἶπε, «θὰ χορτάσω
μόλις θεαθεῖ ἀπὸ ἐμένα ἡ δόξα σου».
Ὁ
Διάβολος δὲν θέλει νὰ προσφέρει κόρο τῶν αἰσχρῶν ἐπιθυμιῶν, ἐπειδὴ ἐκ
φύσεως ὁ κόρος στὰ τρεπτὰ πράγματα προκαλεῖ μεταβολὴ τῆς σχέσεως πρὸς
αὐτά. Εὐλόγως λοιπὸν κανένας δὲν τοῦ ἔδιδε τὸν κόρο.
- Μόλις πάντως κάποτε ἐκεῖνος ὁ ἀποστάτης ἀπὸ τὸν πατέρα ἦλθε στὰ λογικά του καὶ ἀντιλήφθηκε σὲ ποιὸ κατάντημα ἔφθασε, ἔκλαυσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ λέγοντας· «πόσοι μισθωτοί του πατρός μου ἔχουν ἀφθονία ἄρτων, ἐνῶ ἐγὼ χάνομαι ἀπὸ τὴν πείνα!». Ποιοὶ εἶναι οἱ μισθωτοί; Ἐκεῖνοι ποὺ διὰ τῶν ἱδρώτων τῆς μετανοίας καὶ τῆς ταπεινώσεως παίρνουν σὰν μισθὸ τὴ σωτηρία. Υἱοὶ δὲ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ λόγω τῆς ἀγάπης πρὸς αὐτὸν ὑποτάσσονται στὶς ἐντολές του, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Κύριος, «ὅποιος μὲ ἀγαπᾶ, θὰ τηρήσει τὶς ἐντολές μου».
- Έτσι λοιπὸν ὁ νεώτερος υἱὸς ἀφοῦ ἀπέπεσε ἀπὸ τὴν υἱοθεσία καὶ ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν ἱερὰ πατρίδα καὶ περιέπεσε σὲ πείνα, ἀντιλαμβάνεται τὴ θλιβερὴ κατάστασή του καὶ ταπεινώνεται καὶ μετανοεῖ λέγοντας «θὰ σηκωθῶ νὰ ὑπάγω καὶ νὰ γονατίσω στὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ εἰπῶ, πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ σὲ σένα».
Καλῶς
λοιπὸν στὴν ἀρχὴ ἐλέγαμε ὅτι αὐτὸς ὁ πατέρας εἶναι ὁ Θεός· διότι πῶς θὰ
ἁμάρτανε στὸν οὐρανὸ ὁ νέος ποῦ ἀπεστάτησε ἀπὸ τὸν πατέρα, ἂν ὁ πατέρας
δὲν ἦταν οὐράνιος; «Ἁμάρτησα λοιπόν», λέγει, «στὸν οὐρανό», δηλαδὴ
στοὺς ἁγίους ποὺ εὑρίσκονται στὸν οὐρανὸ καὶ εἶναι πολίτες τοῦ οὐρανοῦ,
«καὶ σὲ σένα», ποὺ κατοικεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους σου στοὺς οὐρανούς.
«Καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζωμαι υἱός σου· κάμε μὲ σὰν ἕνα ἀπὸ
τοὺς μισθωτούς σου».
Καλῶς
λέγει, σωφρονισμένος ἀπὸ τὴν τωρινή του ταπείνωση, «κάμε μέ»· διότι δὲν
λαμβάνει κανεὶς ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τοῦ τοὺς βαθμοὺς τῆς ἀρετῆς, ἂν καὶ
ἐπίσης δὲν τοὺς λαμβάνει χωρὶς τὴν προαίρεσή του. «Ἀφοῦ λοιπὸν
ἐσηκώθηκε, ἦλθε στὸν πατέρα του. Ἐνῶ δὲ ἀπεῖχε ἀκόμη πολύ».
Πῶς
καὶ ἦλθε καὶ συγχρόνως ἀπεῖχε πολύ, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πατέρας τοῦ τὸν
εὐσπλαγχνίσθηκε καὶ ἐξῆλθε πρὸς συνάντησή του; Ὁ ἄνθρωπος ποὺ μετανοεῖ
μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ διὰ μὲν τῆς ἀγαθῆς προθέσεως καὶ τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὴν
ἁμαρτία φθάνει πρὸς τὸν Θεό· ἀπὸ τὴν κακὴ ὅμως συνήθεια καὶ τὶς
προλήψεις τυραννούμενος νοερῶς, ἀπέχει ἀκόμη πολὺ ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἂν
πρόκειται νὰ σωθεῖ, χρειάζεται μεγάλη ἀπὸ ἄνω εὐσπλαγχνία καὶ βοήθεια.
============
- Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πατέρας τῶν οἰκτιρμῶν συγκαταβαίνοντας τὸν προϋπάντησε, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν κατεφίλησε, παρήγγειλε δὲ στοὺς δούλους του, δηλαδὴ στοὺς ἱερεῖς, νὰ τὸν ἐνδύσουν τὴν πρώτη στολή, δηλαδὴ τὴν υἱοθεσία, τὴν ὁποία καὶ πρωτύτερα εἶχε φορέσει διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, καὶ νὰ τοῦ βάλουν δακτυλίδι στὸ χέρι του, δηλαδὴ στὸ πρακτικὸ μέρος τῆς ψυχῆς ποὺ δηλώνεται μὲ τὸ χέρι, νὰ τοποθετήσουν σφραγίδα θεωρητικῆς ἀρετῆς, ὡς ἀρραβώνα τῆς μελλοντικῆς κληρονομιᾶς, ἀλλὰ καὶ ὑποδήματα στὰ πόδια, θεία δηλαδὴ φρουρὰ καὶ ἀσφάλεια ποὺ θὰ τὸν ἐνδυναμώνει νὰ πατεῖ ἐπάνω σε ὄφεις καὶ σκορπιοὺς κι ἐπάνω σε ὅλη τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ.
Ἔπειτα
παραγγέλλει νὰ φέρουν καὶ σφάξουν ἕνα σιτευτὸ μόσχο καὶ νὰ τὸν
παραθέσουν σὲ τραπέζι. Ὁ δὲ μόσχος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος
ἐξέρχεται μὲν ἀπὸ τὰ κρύφια της θεότητος καὶ ἀπὸ τὸν θρόνο ποὺ
εὑρίσκεται ὑπεράνω του παντὸς καὶ ὅταν ἐφάνηκε σὰν ἄνθρωπος ἐπάνω στὴ γῆ
θυσιάζεται ὡς μόσχος γιὰ χάρη ἠμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὡς σιτευτός,
δηλαδὴ ὡς ἄρτος, παρατίθεται σὲ μᾶς πρὸς βρῶσιν.
- Κάμνει δὲ κοινὴ τὴν μ’ αὐτὴ τὴν εὐκαιρία εὐφροσύνη καὶ εὐωχία ὁ Θεὸς μὲ τοὺς ἁγίους του, ἀναλαμβάνοντας ἀπὸ ἄκρα φιλανθρωπία τὶς συνήθειές μας καὶ λέγοντας· «ἔλθετε νὰ φάγωμε κι εὐφρανθοῦμε». Ἀλλὰ ὁ πρεσβύτερος υἱὸς ὀργίζεται. Πρέπει νὰ ὑπονοεῖς, παρακαλῶ, πάλι τοὺς Ἰουδαίους ποὺ ὀργίζονται γι’ αὐτὴν τὴν πρόσκλησι, τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους ποὺ σκανδαλίζονται, διότι ὁ Κύριος ὑποδέχεται ἁμαρτωλοὺς καὶ συνεσθίει μὲ αὐτούς.
Ἐὰν
δὲ θέλεις νὰ ἐννοήσεις τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν δικαίων, τί παράδοξο εἶναι, ἂν
καὶ ὁ δίκαιος ἀγνοεῖ τὸν ἀνώτερο κάθε συλλήψεως πλοῦτο τῆς χρηστότητος
τοῦ Θεοῦ; Γι’ αὐτὸ καὶ παρηγορεῖται ἀπὸ τὸν κοινὸ πατέρα καὶ διδάσκεται
τὰ κατάλληλα ἀπὸ αὐτὸν μὲ τὰ λόγια, «ἐσὺ εἶσαι πάντοτε μαζί μου»,
μετέχοντας στὴν ἀναλλοίωτη εὐφροσύνη· «ἔπρεπε λοιπὸν νὰ εὐχαριστηθεῖς
καὶ νὰ χαρεῖς διότι αὐτὸς ὁ ἀδελφός σου ἦταν νεκρὸς καὶ ἀνέζησε, ἦταν
χαμένος καὶ εὑρέθηκε».
Ἦταν
νεκρὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀνέζησε μὲ τὴν μετάνοια, ἦταν δὲ καὶ
χαμένος, ἀφοῦ δὲν ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Θεό. Ἀφοῦ λοιπὸν εὑρέθηκε, γεμίζει
τὸν οὐρανὸ μὲ χαρά, ὅπως ἔχει γραφεῖ, «χαρὰ γίνεται στὸν οὐρανὸ γιὰ ἕναν
ἁμαρτωλὸ ποὺ μετανοεῖ».
- Τι δὲ εἶναι αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο λυπεῖται ὁ πρεσβύτερος υἱός; «Ὅτι ἐμένα», λέγει, «δὲν μοῦ ἔδωσες ποτὲ ἕνα κατσίκι, γιὰ νὰ διασκεδάσω μὲ τοὺς φίλους μου, ὅταν δὲ ἦλθε αὐτὸς ὁ υἱός σου, ποὺ κατέφαγε τὴν περιουσία σου μὲ τὶς πόρνες, τοῦ ἔσφαξες τὸν μόσχο τὸν σιτευτό». Τόσο ἐξαίρετα εἶναι τα πρὸς ἐμᾶς χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, ὥστε καὶ οἱ ἄγγελοι ἐπεθύμησαν νὰ κυττάξουν τὰ χαρισθέντα σ’ ἐμᾶς διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς του, ὅπως λέγει ὁ κορυφαῖος των ἀποστόλων Πέτρος.
Ἀλλὰ
καὶ οἱ δίκαιοι ἐπεθύμησαν νὰ ἔλθει γι’ αὐτὰ ὁ Χριστὸς καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν
ὥρα τοῦ ἀκόμη, ὅπως καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἐπεθύμησε νὰ ἰδεῖ τὴν ἡμέρα του. Αὐτὸς
βέβαια τότε δὲν ἦλθε, καὶ ὅταν ἦλθε, δὲν ἦλθε νὰ καλέσει δικαίους ἀλλὰ
ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια, καὶ κυρίως ὑπὲρ αὐτῶν σταυρώνεται αὐτὸς ποὺ
ἀπαλείφει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου· διότι ὑπερεπερίσσευσε ἡ χάρις, ὅπου
ἐπλεόνασε ἡ ἁμαρτία.
- Ότι δὲ δὲν δίδει οὔτε ἕνα κατσίκι στοὺς δικαίους, ὅταν ζητοῦν, δηλαδὴ οὔτε ἕνα ἁμαρτωλό, γίνεται σ’ ἐμᾶς σαφὲς καὶ ἀπὸ ἄλλα πολλὰ καὶ ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὴν ὀπτασία τοῦ ἱεροῦ καὶ μακαρίου Κάρπου. Διότι αὐτὸς ὄχι μόνο δὲν εἰσακούσθηκε ὅταν καταράσθηκε μερικοὺς πονηροὺς ἄνδρες καὶ ἔλεγε ὅτι δὲν εἶναι δίκαιο νὰ ζοῦν ἄνδρες ἄθεοι ποὺ διαστρέφουν τοὺς εὐθεῖς δρόμους τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἐδοκίμασε καὶ τὴν θεία ἀγανάκτησι καὶ ἄκουσε φρικώδεις λόγους ποὺ ὠδηγοῦσαν στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀρρήτου καὶ ὑπὲρ νοῦν θείας ἀνοχῆς καὶ ἔπειθαν ὄχι μόνο νὰ μὴ καταρᾶται, ἀλλὰ καὶ νὰ εὔχεται ὑπὲρ αὐτῶν ποὺ ζοῦν στὴν πονηρία, διότι ὁ Θεὸς παρέχει σ’ ἐκείνους ἀκόμη προθεσμία μετανοίας. Γιὰ νὰ δείξει λοιπὸν τοῦτο ὁ Θεὸς τῶν μετανοούντων, ὁ εὔσπλαγχνος πατήρ, καὶ γιὰ νὰ παραστήσει ἐπὶ πλέον ὅτι δίδει μεγάλα καὶ ἐπιφθονα δῶρα στοὺς ἐπιστρέφοντας μὲ μετάνοια, συνέθεσε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν παραβολή.
- Ας ἐπιληφθοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, τῆς μετανοίας μὲ ἔργα, ἃς ἐγκαταλείψωμε τὸν πονηρὸ καὶ τὰ βοσκήματά του· ἃς μείνωμε μακριὰ ἀπὸ τοὺς χοίρους καὶ ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ τοὺς τρέφουν, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ βδελυρὰ πάθη καὶ τοὺς προσκολλημένους σ’ αὐτά· ἃς σταθοῦμε μακριὰ ἀπὸ τὴν πονηρὰ νομή, δηλαδὴ τὴν κακὴ συνήθεια ἃς ἀποφύγωμε τὴν χώρα τῶν παθῶν, δηλαδὴ τὴν ἀπιστία καὶ ἀπληστία καὶ ἀκρασία, ὅπου συμβαίνει φοβερὸς λιμὸς ἀγαθῶν καὶ ἐπέρχονται πάθη χειρότερα ἀπὸ τὸν λιμό· ἃς τρέξωμε πρὸς τὸν Πατέρα τῆς ἀφθαρσίας, τὸν δότη τῆς ζωῆς, βαδίζοντας τὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς διὰ τῶν ἀρετῶν.
Ἐκεῖ
θὰ τὸν εὔρωμε νὰ ἔχει ἐξέλθει ἀπὸ φιλανθρωπία γιὰ προϋπάντηση καὶ νὰ
μᾶς χαρίζει τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν μας, τὸ σύμβολο τῆς ἀφθαρσίας, τὸν
ἀρραβώνα τῆς μελλοντικῆς κληρονομίας. Καὶ ὁ ἄσωτος υἱὸς ἄλλωστε, ὅπως
ἐδιδαχθήκαμε ἀπὸ τὸν Σωτήρα, ὅσον καιρὸ εὑρισκόταν στὴ χώρα τῶν παθῶν,
ἂν καὶ ἐσκεπτόταν καὶ ἔλεγε τὰ λόγια τῆς μετανοίας, δὲν ἐπέτυχε τίποτε
τὸ καλό, ἕως ὅτου ἀφήνοντας ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας ἦλθε
τρέχοντας πρὸς τὸν πατέρα κι ἀφοῦ ἐπέτυχε τὰ ἀνέλπιστα, ἔμεινε
ὁπωσδήποτε στὸ ἑξῆς πλησίον του μὲ ταπείνωση, σωφρονώντας,
δικαιοπραγώντας καὶ διατηρώντας ἀκέραια τὴν ἀνανεωμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ χάρη.
- Αυτήν τὴ χάρη εἴθε νὰ τὴν ἐπιτύχωμε ὅλοι μας καὶ νὰ τὴν διατηρήσωμε ἀμείωτη, ὥστε καὶ στὸν μέλλοντα αἰώνα νὰ συνευφρανθοῦμε μὲ τὸν σεσωσμένο ἄσωτο στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τὴν μητέρα τῶν ζώντων, τὴν Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, ἐν Χριστῷ τῷ Κυρίω ἠμῶν, στὸν ὁποῖο πρέπει δόξα στοὺς αἰῶνες. Γένοιτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου