Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Μαξίμου του Ομολογητού: Γιατί ο Θεός επιτρέπει την εξουσία ανθρώπου επί άνθρωπο

 



Μαξίμου του Ομολογητού: Γιατί ο Θεός επιτρέπει την εξουσία ανθρώπου επί άνθρωπο
Μαξίμου του Ομολογητού
Στην παρακάτω επιστολή που απευθύνει ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής προς τον κουβικουλάριο Ιωάννη, εξηγεί θεολογικά το γιατί ο Θεός επιτρέπει την εξουσία ανθρώπου επί άνθρωπο. Παρατίθεται εδώ επειδή αποτελεί την ορθόδοξη οπτική του θέματος και δίνει την ορθόδοξη απάντηση στις θεωρίες  του Wyclif για το dominium,  που εξετάστηκαν αλλού. Να σημειωθεί ότι ο λόγος του αγίου Μαξίμου είναι θεολογικός και σε καμιά περίπτωση δεν εισάγει πολιτική θεωρία.
Ι’. ΠΡΟΣ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΟΥΒΙΚΟΥΛΑΡΙΟΝ[i]
Επειδή μου παραγγείλατε να σας γράψω τον λόγο για τον οποίο ο Θεός έκρινε δίκαιο ν’ αποφασίσει να ορίσει οι άνθρωποι να εξουσιάζονται από άλλους ανθρώπους, ενώ όλοι έχουν την ίδια φύση, και αποδεικνύει αυτή όλους, όσοι τη μετέχουν σύμφωνα με το απλό νόημά της, ομότιμους, θα πω σύμφωνα με τη δύναμή μου, χωρίς να κρύψω τίποτε, όσα έμαθα από σοφούς και μακαρίους άνδρες, περικόπτοντας για συντομία τα πολλά, όσα είναι ενδεχόμενο να λεχθούν για το θέμα. Λόγος αληθινός, όπως λένε, υπαγορεύει μυστικά, ότι ο άνθρωπος, που του έλαχε κατά χάρη του Δημιουργού του Θεού, η κυριαρχία όλου του ορατού κόσμου, εξαιτίας της κακής χρήσης των έμφυτων δυνάμεων της νοερής ουσίας που έχει, τρέποντας τις κινήσεις του προς τα παρά φύση, εισήγαγε για τον εαυτό του και όλον αυτόν τον κόσμο την αλλοίωση και τη φθορά σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση του Θεού, για να μην φυλαχθεί αθάνατη για πάντα στις κινήσεις του η δύναμη της ψυχής, πράγμα βέβαια που είναι όχι μόνο το έσχατο σκαλί της κακίας και η ολοφάνερη έκπτωση της αληθινής οντότητας του ίδιου του ανθρώπου, αλλά και σαφής άρνηση της θείας αγαθότητας.
Γι’ αυτό και ο πολύμοχθος και πολυστένακτος αυτός βίος των ανθρώπων με τον πολύ παραλογισμό και την πολλή αταξία της ύλης που είναι η τροφός του, που φέρει και φέρεται πότε έτσι και πότε αλλιώς, και για να μιλήσω ακριβέστερα, φέρνοντας μαζί του στην κάθε φορά του όλους τους ανθρώπους, τους κάνει όλους μετόχους των ίδιων των δεινών του, και δεν αφήνει κανέναν απολύτως ελεύθερο από την ταραχή του. Και αυτό το πράγμα διατυπώθηκε σύμφωνα με τον τρόπο που πρέπει στη σοφία του Θεού, ώστε μαθαίνοντας κάποτε, έστω και αργά, τον παρόντα βίο, που τον ποθούμε και τον αγαπούμε παράλογα, με τις κατά περίπτωση ταλαιπωρίες που μας προκαλεί, και πόσο μας βλάπτει η φιλία προς αυτόν, να κατανοήσομε ότι πολύ πιο χρήσιμος από την αγάπη προς αυτόν είναι ο χωρισμός μας από αυτόν, και να κατακυρώσομε δίκαια το μίσος μας εναντίον του, και, αφού ξεφύγομε από την ανάμιξη και την ταραχή των ορατών, να μεταθέσομε με σωφροσύνη τόν πόθο μας στην ακλόνητη ταυτότητα των νοητών.
Αλλά επειδή με όλα τα κτυπήματα και τα μύρια δεινά που υποφέρομε, δεν ανεχόμαστε να διαλύσομε το δεσμό φιλίας μαζί του, διατύπωσε προνοητικά ο Θεός, σαν σοφός και αγαθός, το νόμο της βασιλείας για τους ανθρώπους, αναστέλλοντας έτσι από πολύ ενωρίς τη πολλή λύσσα της κακίας που είχε προβλεφθεί ότι θα συνέβαινε στη ζωή εξαιτίας της άνεσης, για να μη γίνουν οι άνθρωποι, σύμφωνα με το νόμο των ψαριών της θάλασσας, τροφή ο ένας του άλλου, αφού δεν θα υπήρχε κανένας επικεφαλής να εμποδίζει την άδικη επίθεση του δυνατότερου εναντίον του ασθενέστερου. Γι’ αυτό ίσχυσε για κάποιο διάστημα, όπως ήταν φυσικό, αναγκαστικά στο γένος των ανθρώπων η βασιλεία, λαμβάνοντας από τον Θεό σοφία κι εξουσία, και επιτράπηκε να χωριστεί η ισότιμη φύση σε άρχουσα και αρχόμενη, ώστε με τη μία να δέχεται όσους πείθονται νόμιμα στους θεσμούς της φύσης, και με την άλλη να τιμωρεί δίκαια όσους από αυθάδεια δεν θέλουν να υπακούσουν σ’ αυτούς, και βάσει αυτού χαρίζει τη δικαιοσύνη σε όλους ως επιβράβευση του πόθου και του φόβου, με την οποία εξαφανίζεται η ανωμαλία και η διαφορά της γνώμης του καθενός και αναδεικνύεται περίλαμπρα γαλήνια και ήμερη η ισότητα της φύσης όλων. Αυτό δεν θα γινόταν ποτέ, αν ο φόβος δεν τιμωρούσε την αλόγιστη ορμή των πολλών προς την αταξία και δεν οδηγούσε με την βία προς την ημερότητα των φρονίμων. Γιατί αυτό που ο λόγος έχει να πείθει τους φρονίμους να τον αποδέχονται θέλοντας, αυτό ο φόβος συνήθως αναγκάζει τους ανόητους να το υπομένουν μη θέλοντας.
Γι’ αυτή την αιτία εγώ διδάχθηκα ότι έχει επιτραπεί να εισέλθει στο βίο των ανθρώπων ο θεσμός της βασιλείας και δέχομαι την εξήγηση ως αληθινή και δάσκαλο της αιτίας. Αν όμως είναι κι άλλος λόγος αίτιος της κατά τη θεία Γραφή, αυτόν μπορούν να τον αντιληφθούν όσοι έχουν καθαρή διάνοια. Όμως κι αυτός που ανέφερα δεν απάδει εντελώς στο σκοπό της θείας Γραφής. Γιατί κι εκείνη, σ’ ανθρώπους που αρνούνται τη βασιλεία του Θεού, διηγείται ότι ο Θεός επιτρέπει να έχουν βασιλιάδες έστω κι από αυτούς τους ίδιιους, μη τυχόν η αταξία της αναρχίας προκαλέσει πολυαρχία και εξαιτίας της δημιουργηθεί στάση καταστρεπτική σ’ ολόκληρο το γένος των ανθρώπων, μη έχοντας εμπιστευθεί σε κανέναν από αυτούς με απόφασή του την επιμέλειά τους, και έτσι με το λόγο οδηγεί στην ημερότητα όσους πείθονται στο λόγο, ενώ με τον φόβο της δύναμης τιμωρεί όσους μηχανεύονται την πονηρία και καταστρέφουν το έμφυτο αγαθό της γνώσης μέσα τους μ’ ελεύθερη γνώμη τους και με τους παρά φύση τρόπους τους.
Όποιος λοιπόν από τους βασιλείς ενδιαφέρθηκε να φυλάξει μ’ αυτόν τον τρόπο το νόμο της βασιλείας, αποδείχθηκε πάνω στη γη αληθινά δεύτερος θεός, επειδή έγινε πιστότατος υπηρέτης του θείου θελήματος, και δεχόμενος ως βασιλιά του τον Θεό, του έλαχε δίκαια ο κλήρος να γίνει βασιλιάς των ανθρώπων. Όποιος όμως απέκρουσε αυτόν τον θεσμό, και αποφάσισε οπωσδήποτε να είναι βασιλιάς για χάρη του εαυτού του και όχι για χάρη του Θεού, είναι φυσικό να κάνει τα αντίθετα από αυτούς˙ ν’ απομακρύνει δηλαδή με βία τυραννική από κοντά του τους αγαθούς και να τους θέτει μακριά από κάθε βουλή και αρχή, και να προσπαθεί να τραβήξει με δύναμη κοντά του τους πονηρούς και να τους κάνει κύριους όλης της εξουσίας του, πράγμα που είναι το τελευταίο βάραθρο απώλειας και εκείνων που εξουσιάζουν και εκείνων που εξουσιάζονται. Σ’ εμάς όμως είθε να δώσει ο Θεός να είναι αυτός βασιλιάς μας με τη θέλησή μας, με την εκπλήρωση των ζωοποιών του εντολών, και να τιμούμε επάξια όσους βασιλεύουν στη γη με το θέλημά του, επειδή είναι φύλακες των θείων διαταγμάτων του.
(Μετ. Ιγνάτιο Σακαλής, Μαξίμου του Ομολογητού Επιστολές, στην Σειρά Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, των εκδόσεων ΕΠΕ, τομ. 15Β σσ. 139-143)


[i]  Κουβικουλάριος (cibicularius) ήταν ο θαλαμηπόλος ή κοιτωνίτης. Αυτός ήταν ευνούχος αυλικός και είχε ως προϊσταμένη αρχή τον Πριμικήριον του Ιερού Κουβουκλ(ε)ίου. Ο Πριμικήριος υπαγόταν στον Πραιπόσιτο του Ιερού Κουβουκλ(ε)ίου (Praepositus Sacri Cubiculi), αξίωμα που αντικατέστησε το παλαιότερο ρωμαϊκό «a cubiculo» (επί του κοιτώνος). Η αντικατάσταση έγινε τον Δ’ α. και ενώ αρχικά ο Πραιπόσιτος ήταν κατώτατο οφφίκιο υπαγόμενο στον Castrensis Sacri Palatii, στην συνέχεια ανέβηκε ιεραρχικά και ο Πραιπόοσιτος γίνεται ο ισχυρότερος άνδρας της αυλής. Την εποχή του αγίου Μαξίμου η δύναμη του Πραιποσίτου έχει ατονήσει και έχει αντικατασταθεί από τον Πριμικήριο, αξίωμα το οποίο περί τον Η’ αι. εξελίσσεται σε αυτό του Παρακοιμώμενου. Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι η κλάση των κουβικουλάριων ήταν πολλά υποσχόμενη για πολιτική σταδιοδρομία. (Κ. Πλακογιαννάκης, Τιμητικοί τίτλοι και ενεργά αξιώματα στο Βυζάντιο, Θεσ/νικη 2001, σ. 65-67).

Από την Πατερική σοφία περί αμαρτίας και μετανοίας

 


Από την Πατερική σοφία περί αμαρτίας και μετανοίας
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ
Οι διάφοροι πειρασμοί μάς παραχωρούνται για να ταπεινωθούμε, και αφού συγχωρεθούν οι αμαρτίες μας με την εξομολόγηση να αποκτήσουμε χαριτωμένη όψη.  (Ισαάκ ο Σύρος)

Μετάνοια είναι να μην ξαναπέφτουμε στα ίδια λάθη.  (Ιωάννης ο Χρυσόστομος)

Είδα άνθρωπο που φανερά αμάρτησε, αλλά μυστικά μετανόησε. Και αυτόν που εγώ τον κατέκρινα ως ανήθικο, ο Θεός τον θεωρούσε αγνό, διότι με την μετάνοιά του Τον είχε εξευμενήσει πλήρως.  (Ιωάννης της Κλίμακος)

Κανένας δεν πρέπει να απογοητεύεται για την σωτηρία του… Αμάρτησες; Μετανόησε. Χιλιάδες φορές αμάρτησες; Χιλιάδες φορές μετανόησε. (Ιωάννης ο Χρυσόστομος)

Η μετάνοια είναι το πλοίο. Ο θείος φόβος οι κωπηλάτες. Και η αγάπη είναι το θεϊκό λιμάνι. (Ισαάκ ο Σύρος)

Προτιμώ άνθρωπο που αμάρτησε, αλλά γνωρίζει ότι αμάρτησε και μετανοεί, περισσότερο από άνθρωπο που δεν αμάρτησε και θεωρεί τον εαυτό του ως δίκαιο. (Αββάς Σαρματάς)

Αν βλέπεις τον αδελφό σου στον δρόμο της αμαρτίας, ρίξε στους ώμους του τον μανδύα της αγάπης σου. (Ιωάννης ο Χρυσόστομος)

Το να πέσει κανείς στην αμαρτία είναι ανθρώπινο. Το να επιμένει όμως να παραμένει κάτω από την εξουσία της αμαρτίας, δεν είναι ανθρώπινο αλλά σατανικό. (Ιωάννης της Κλίμακος)
Αρχιμανδρίτου Ελπιδίου Βαγιαννάκη
Ιστορίες Μετανοίας
Εκδόσεις "ΦΩΣ ΧΡΙΣΤΟΥ"

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Η μονολόγιστη ευχή ως δρόμος προς την αληθινή θεολογία ή θεογνωσία +Ιερομονάχου Ευσεβίου Βίττη


 
 
Δεν είναι βέβαια δυνατόν να δούμε εν πλάτει όλα όσα θαυμάσια μας λένε, στον περιορισμένο χώρο αυτής της σύντομης παρουσιάσεως αυτού του μεγάλου θέματος. Στο παρόν κείμενο θα χρειαστεί να επικεντρώσουμε τη προσοχή μας σε θέμα, το οποίο είναι, πιστεύουμε, σημαντικό ως εισαγωγική πρόσβαση στο χώρο της θεολογίας, όπου κατά τη πατερική διδαχή θεολογία είναι η ανάβαση του ανθρώπου προς το Θεό. Και ως οδός, αλλά και ως «χώρος» της αληθινής θεολογίας ορίζεται η προσευχή, η οποία αποτελεί «ανάβασιν νου προς Θεόν» (Νείλος ο Ασκητής, Λόγος περί προσευχής) . Και η προσευχή αυτή είναι η λεγόμενη μονολόγιστη προσευχή.
Στον περίφημο Περί προσευχής λόγο του Νείλου του Ασκητού, που περιλαμβάνεται στη γνωστή μας Φιλοκαλία (οι ειδικοί τον αποδίδουν στον Ευάγριο τον Ποντικό, ασκητικό συγγραφέα) σημειώνεται η σημαντικότατη για το θέμα μας φράση:
«Eι θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς? και ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει». Με άλλα λόγια: «Αν είσαι θεολόγος, θα προσευχηθείς. Και αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος».
Και σε άλλο σημείο λέει:  «Αν προσεύχεσαι, αληθινά και σωστά, θα βρεις πολλή εσωτερική πληροφορία. Και θα έρθουν μαζί σου άγγελοι, όπως και στον Δανιήλ, και θα σε φωτίσουν για να κατανόησης τους λόγους των πραγμάτων».
Με τους λόγους αυτούς και μόνο υπογραμμίζεται ιδιαίτερα η σημασία της προσευχής ως σημαντικότατου μέσου για την είσοδό μας στο χώρο της θεολογίας. Μερικά ουσιώδη στοιχεία της θα επιχειρήσουμε να δούμε στη συνέχεια.
* * *
Η μονολόγιστη προσευχή, που οφείλει το όνομα της στη χαρακτηριστική συντομία της, λέγεται: προσευχή του Ιησού, νοερά προσευχή, καρδιακή προσευχή, καθαρά προσευχή κλπ. Η προσευχή αυτή ταιριάζει προ πάντων στο σημερινό πολυάσχολο άνθρωπο, όποια κι αν είναι η κύρια απασχόλησή του και τυχόν άλλες δευτερεύουσες. Είναι η προσευχή, που μπορεί να πραγματοποιείται πάντοτε από το καθένα μας και να προσαρμόζεται σε κάθε τόπο και τρόπο.
Όλες οι θείες ενέργειες αποτελούν τη ρίζα και τη πηγή των όντων και πραγμάτων. Για τον άνθρωπο όμως υπάρχει κάτι βαθύτερο και καταπληκτικότερο. Πρέπει ο άνθρωπος να γίνει μέχρι και αυτή τη δομή και το ρυθμό του σώματός του, μέχρι την τελευταία του ίνα, ναός του Παναγίου Πνεύματος. «Ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος έστιν, ου έχετε από Θεού και ουκ έστε εαυτών; Δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, ατινά έστι του Θεού»(Α Κορ. ς' 19, 20).
Για το θέμα μας έχουν βασική σημασία ο ρυθμός της αναπνοής μας και η καρδιά μας. Και καλούνται να παίξουν σημαντικότατο ρόλο για τη διάχυση της χάριτος σε όλη μας την ύπαρξη.
Υπάρχει μια πραγματική αντιστοιχία ανάμεσα στην αναπνοή μας καιστην πνοή του Θεού.
Η ανθρώπινη αναπνοή αποτελεί σύμβολο και όχημα της θείας πνοής.
Η ίδια αντιστοιχία υπάρχει ανάμεσα στη καρδιά μας και τον Ιησού Χριστό.
Η καρδιά αποτελεί το κέντρο της υπάρξεώς μας. Και λέγοντας καρδιά δεν πρέπει να εννοούμε μόνο τη σωματική καρδιά, αλλά και την πνευματική, που είναι έδρα και κέντρο του πνεύματός μας. Η καρδιά μας φωτίζει όλη την ύπαρξη και χάρις σ' αυτήν λειτουργεί και σωματικά και πνευματικά.
Αντίστοιχα ο Ιησούς Χριστός είναι το κέντρο του πνευματικού του Σώματος που λέγεται Εκκλησία. Από αυτό το κέντρο αναβλύζουν ως από αενάως ακένωτη πηγή το φως και η χάρη στην Εκκλησία, αλλά και σε ολόκληρο το σύμπαν, αφού «πάντα δι' αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονε» (Ιω. α' 3).
Με την καρδιά συνάπτεται το αίμα. Και το αίμα αντιστοιχεί προς τοαρχέγονον ύδωρ, που διαποτίζεται από το πυρ του Αγίου Πνεύματος. «Και Πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος» (Γεν. α' 2). Επίσης το αίμα είναι κόκκινο σαν τη φωτιά και θερμό. Και, όπως είναι γνωστό, στην Εκκλησία μας κοινωνούμε το θερμό αίμα του Κυρίου. Γι' αυτό μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων προστίθεται στο άγιο Ποτήριο το ζέον ύδωρ, που συμβολίζει τη «ζέσιν Πνεύματος Αγίου».
Έτσι βλέπουμε να καθορίζεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα η σχέση πνοής - καρδιάς και Πνεύματος Αγίου.
Δεν χρειάζεται όμως να ζητούμε στα ζητήματα αυτά μια επεξήγηση ή κατανόηση σύμφωνα με την οριζόντια ανθρώπινη επιστήμη, που ασχολείται με αίτια και αιτιατά. Τα θέματα αυτά αποτελούν αντικείμενο γνώσεως άλλου επιπέδου και άλλης κατευθύνσεως. Αυτά τα κατανοεί κανένας στο βαθμό, που μπορεί να τα χωρέσει η περιορισμένη ανθρώπινη φύση μας κατά γνώση πνευματική, κάθετο και υπερφυή, που έχει τους δικούς της νόμους και τη δική της λογική. Και αυτό οπωσδήποτε με τη βοήθεια του θείου φωτός εν Πνεύματι Αγίω.
Με την καρδιά συνάπτεται ο νους και η διάνοια μας. Κατά την πατερική αντίληψη έδρα του νου είναι η καρδιά, και ο νους δεν είναι μόνο η λογική ενέργεια, αλλά και η βουλητική και συναισθηματική με έδρα πάντα την καρδιά.
Ο νους ενεργεί προς τα έξω, διαχέεται και διασκορπίζεται. Στη φυσική του δε κατάσταση θα βρίσκεται μόνο με την επιστροφή του στο κέντρο του, στην καρδιά του, οπότε μεταπηδά από το παρά φύσιν, στο οποίο τώρα βρίσκεται, στο κατά φύσιν του.
Όταν ο νους επιστρέψει πίσω στην καρδιά και ενωθεί μαζί της, τότε και η καρδιά γίνεται το κατάλληλο όργανο για ολοκληρωμένη υπαρξιακή γνώση, γνώση ολοτελή και παμμερή. Γι' αυτό και δεν είναι γνώση ξερή, διανοητική, ξένη ως προς το γινωσκόμενο, αλλά γνώση αγαπητική. Γιατί μόνον η αγάπη αποτελεί την αποκλειστική γνωστική δύναμη, την ενοποιό και συνδέουσα γνωστικό υποκείμενο και γινωσκόμενο αντι(ή υπο-)κείμενο. Και αυτό σημαίνει μεταφορά του όλου ανθρώπου μέσα στο φως της θεϊκής γνώσεως εν Πνεύματι Αγίω.
Ο Θεός με τη θεία του πνοή, δηλαδή το Άγιο Πνεύμα, έδωσε ζωή στο άψυχο ανθρώπινο σώμα του ανθρώπου. Το ίδιο επαναλαμβάνεται πνευματικά και τώρα. Όταν αφυπνισθεί ο άνθρωπος και αντιληφθεί «πόθεν έρχεται και πού υπάγει», αισθάνεται, ότι μόνο με τη ζωοποιό χάρη του Αγίου Πνεύματος μπορεί να μεταμορφωθεί το «ψυχικόν σώμα» του σε «πνευματικόν σώμα» (Α' Κορ. ιε',44) ήδη από τη παρούσα ζωή.
Αφετηριακή ενέργεια του Θεού ως προς τον άνθρωπο στο σημείο αυτό είναι το ότι πλάσθηκε «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» του Θεού. Με την πτώση του όμως «αχρειώθη» το «κατ' εικόνα» στον άνθρωπο. Αυτή δε η εικόνα αποκαταστάθηκε διά του Ιησού Χριστού. Η σπουδαιότητα και η μοναδικότητά της έγκειται στο γεγονός της συνειδητοποιήσεως εκ μέρους μας της ενσωματώσεως μας σ' Αυτόν, που ξανανοίγει για μας την θεανδρική οδό του αγιασμού και της τελειώσεώς μας. Και η επίκληση είναι: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέ ησον με τον αμαρτωλόν». Καιρός να επιχειρήσουμε μια πολύ σύντομη θεολογική ανάλυσή της.
Σε όλες τις θρησκείες η επίκληση του ονόματος του Θεού παρουσιάζεται να έχει ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα και σημασία, γιατί το όνομα είναι φορέας μιας ζωντανής και δρώσης παρουσίας. Λίγο διαφορετικότερα έχουν τα πράγματα στο χώρο της Παλαιάς Διαθήκης (Π.Δ.). Η Π.Δ. αποκαλύπτει τον ζώντα Θεό στην καταναλίσκουσα απροσιτότητα και υπερβατικότητά του. Αποτελεί φοβερότατο μυστήριο το όνομά του. Στην Π.Δ. δεν έχουμε οικειοποίηση του Ονομαζόμενου, αλλά καθιέρωση του ονομάζοντος και επικαλουμένου. Οι Εβραίοι δεν έχουν δικαίωμα να προφέρουν το όνομα του Θεού. Μόνον ο μέγας Αρχιερέας, και αυτός μόνο μια φορά το χρόνο, μπορούσε να προφέρει το φοβερό όνομα του Θεού κατά την εορτή του Εξιλασμού. Γι' αυτό και είχε αντικατασταθεί το όνομα του Θεού με το όνομα Αδωναΐ, Κύριος. Και για τους Εβραίους ο αγιασμός του ονόματος του Θεού σήμαινε το μαρτύριο.
Ο πέρα από κάθε όνομα Κύριος, που είναι ο Ων, έγινε από άπειρη αγάπη για το πλάσμα του άνθρωπος. Και ως άνθρωπος ονομάσθηκε Ιησούς, που σημαίνει πως ο αιώνιος σώζει, ελευθερώνει, τοποθετεί εν ευρυχώρω τον μέχρι χθες συνθλιβόμενο άνθρωπο.
Η επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού είναι υπόμνηση της ζωοποιού παρουσίας του και προσφέρεται στην Εκκλησία του ως μυστήριο του Αναστάντος. «Και ιδού εγώ μεθ' ημών είμι πάσας τας ημέρας, έως της συ ντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη', 20). Η επίκληση του ονόματος του Κυρίου Ιησού Χρίστου ως προσευχή πια καρδιακή, «ως προσευχή του Ιησού», διαμορφώθηκε τελικά κατά τον 13ο αιώνα στον Άθω και έχει
α) δοξολογικό χαρακτήρα και
β) χαρακτήρα επικλήσεως εν μετάνοια.
α. Ο δοξολογικός χαρακτήρας της καρδιακής προσευχής
 «Κύριε». Η λέξη «Κύριος» υπογραμμίζει τη Θεότητα του Ιησού Χριστού και την αναγνωρίζει ως κυρίαρχο ολόκληρης της κτίσεως. «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. κη' 18). Με την δοξολογική αυτή επίκληση εξορκίζεται κάθε δύναμη στον κόσμο αυτόν και σχετικοποιείται.
«Ιησού Χριστέ». Ο τίτλος του Ιησού είναι «Χριστός», δηλαδή Μεσσίας. «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ειμή εν Πνεύματι Αγίω». (Α' Κορ. ιβ' 3). Η αναγνώριση της κυριότητος του Ιησού, το ότι είναι Μεσσίας, δεν είναι καρπός της γνωστικής δυνάμεως του ανθρώπου, άλλα αποκαλύψεως Αγιοπνευματικής.
Έτσι στην Επίκληση αυτή έχουμε την παρουσία όλης της Αγίας Τριάδος και βίωση του μυστηρίου της Χριστολογικά και σωτηριολογικά. Τέλος η φράση:
«Υιέ του Θεού». Οι λέξεις αυτές της επικλήσεως μας παραπέμπουν στον ουράνιο Πατέρα, που είναι η πηγή και η ρίζα της Θεότητος.
β. «Ελέησόν με τον (την) αμαρτωλόν (-ην)».
Η ικεσία αυτή συνάπτεται με τη μετάνοια του προσευχομένου, που ζητάει το έλεος του Κυρίου και την αποκατάσταση της διαταραγμένης από κάθε προσβολή αγάπης του Κυρίου με τον όλο του βίο.
Σύμφωνα με όσα μας λένε οι μεγάλοι δάσκαλοι της προσευχής αυτής, παλιοί και νέοι, μπορεί η προσευχή αυτή να συντομευθεί στην επίκληση μόνο του ονόματος του Ιησού υπονοώντας όλα τα άλλα. Τότε ακριβώς είναι ουσιαστικά «μονολόγιστη» προσευχή, αφού αποτελείται από μια και μόνο λέξη. Το πολύ μπορεί να γίνει η μορφή της «Ιησού μου», με δυό μόνο λέξεις.
* * *
Η ευχή έχει σκοπό να ενεργοποιήσει μέσα μας τη βαπτισματική χάρη.
Η αιώνιος ζωή αρχίζει από τη στιγμή, που ο άνθρωπος δέχεται τη «δεύτερη γέννηση», την «παλιγγενεσίαν», την «μικράν ανάστασιν», δηλαδή το Άγιο Βάπτισμα.
Όταν βαπτιζόμαστε καταδυόμαστε στο αγιασμένο νερό και έτσι κατεβαίνουμε ως άμορφη και ακατέργαστη ύλη και αναδυόμαστε αποκτώντας μορφή όλη ωραιότητα, έκπαγλη και υπερφυσική. Ανασταινόμαστε και αφυπνιζόμαστε ύστερα από θάνατο.
Όμως ο φωτισμός και ο αγιασμός και η εξανάσταση αυτή κατακρύπτεται στα βάθη του ασυνειδήτου, που παύει πια να είναι ό,τι ήταν, γιατί κρύβει μέσα του την παρουσία του Θεού, η οποία ανορθώνει και ενοποιεί το πρόσωπο. Και όπως παρατηρεί ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής, πριν από το Βάπτισμα κρύβεται στα βάθη της καρδιάς του ανθρώπου ο σατανάς, ενώ έξω από αυτήν παραμένει ο Θεός. Με το Βάπτισμα διώχνεται από την καρδιά ο διάβολος και εγκαθίσταται σ' αυτήν ο Θεός. (Διαδόχου Φωτικής, Λόγος ασκητικός).
Ο αγιασμός όμως αυτός απαιτεί πάντοτε μια όλο και πιό συνειδητή μετοχή στο θάνατο και στην ανάσταση του Ιησού Χριστού, γιατί και στα δυο αυτά στοιχεία βα πτισθήκαμε ως μέτοχοι τους «ίνα, ώσπερ ηγέρθη Χρι στός εκ νεκρών διά της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν. Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα» (Ρωμ. ς', 4-5).
Η αγιότητα δεν είναι ψηλή νοητική συνειδητότητα, αλλά ανάσταση και μεταμόρφωση εν Χριστώ Ιησού αναστάντι. Και χριστιανική ζωή σημαίνει τελικά πρόσκτηση Πνεύματος Αγίου. Γι' αυτό το άγιο Βάπτισμα είναι αχώριστα συνδεδεμένο με το Μυστήριο του Χρίσματος. Χριόμενος ο βαπτιζόμενος σε διάφορα σημεία του σώματός του καθίσταται καταγώγιο και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος ενεργοποιούμενος με τη χάρη του και μεταμορφωνόμενος εις Χριστόν Ιησούν.
Όλα όμως συμπληρώνονται με τη μετοχή μας και στη Θεία Ευχαριστία. Με το μυστήριο αυτό, που ανανεώνει στα βάθη της υπάρξεώς μας το σπόρο της θεώσεώς μας, γιατί μας ενσωματώνει στον Ιησού Χριστό κάνο ντας μας ένα μαζί του, ζούμε μια αιώνια Πεντηκοστή ...; «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον ...;» ψάλλουμε μετά τη θεία Κοινωνία στη θ. Λειτουργία. Και η θ. Κοινωνία έγινε «εις Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν».
Η προσευχή λοιπόν του Ιησού αποτελεί μια βιωματική αναθεώρηση και αναβίωση κάθε φορά του όλου μυστηρίου της σωτηρίας μας. Γι' αυτό και οι καρποί της είναι πολλαπλοί. Όταν η προσευχή αυτή ασκείται, όπως πρέπει, και γίνει ένα με τη ψυχή, τότε ανακαλύπτει ο προσευχόμενος
-«Τον κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον» (Α' Πέτ. γ'4).
 -Την «εν Πνεύματι και αληθεία» προσκύνηση και λατρεία του Θεού» (Ίω. δ' 23).
-Την «εντός ημών βασιλείαν του Θεού» (Λουκά ιζ'21).
-Τη συναντίληψη του Άγ. Πνεύματος? «το Πνεύμα συναντιλαμβάνεται ταις ασθενείαις ημών? το γαρ τι προσευξόμεθα ουκ οίδαμεν, αλλ' αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. η'26). -Την (παρα)μονήν του Ιησού στην καρδιά μας κατά τη διαβεβαίωση του? «μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν (Ιω. ιε'4).
-Την παράδοση της καρδιάς στο Θεό? «υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν» (Παροιμ. κγ'26).
-Το «ενδύσασθαι τον Χριστόν» (Ρωμ. ιγ' 14).
«Η προσευχή του Ιησού» ή η «καρδιακή προσευχή» βιωνόμενη οδηγεί τη ψυχή σε «κατάστασιν εξ Ιησού συνεστώσαν», όπως τονίζουν με έμφαση και από προσωπική πείρα οι Νηπτικοί Πατέρες.
«Από την αδιάκοπη μνήμη και επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δημιουργείται μία σταθερή κατάσταση στο νου μας, αν δεν παραμελούμε την ακατάπαυστη νοερή δέηση, τη συχνή νήψη και το έργο της προσοχής. Όμως ας έχουμε ως συνεχές έργο μας την επίκληση του Κυρίου μας Ιησού κάνοντας την με καρδιά, που πυρωμένη κράζει, ώστε κυριολεκτικά να μεταλάβει το όνομα Ιησούς» (Ησυχίου προς Θεόδουλον).
Και άλλου προσθέτει:
«Είναι πραγματικά μακάριος όποιος έχει κολλήσει έτσι με τη διάνοιά του στην ευχή του Ιησού και του μι λάει αδιάκοπα με δυνατή φωνή στη καρδιά του, όπως έχει ενωθεί ο αέρας με τα σώματά μας ή όπως είναι ενωμένη η φλόγα με το κερί. Ο υλικός ήλιος περνώντας πάνω από τη γη κάνει να γίνεται ημέρα. Το άγιο και σεβάσμιο όνομα του Κυρίου λάμποντας συνεχώς στη διάνοια γεννά αναρίθμητα σαν τον ήλιο φωτεινά νοήματα».
 «Όταν σκορπίσουν τα σύννεφα, φαίνεται καθαρή η ατμόσφαιρα. Και όταν σκορπίσει τις φαντασίες και τις παραστάσεις των παθών ο ήλιος της δικαιοσύνης Ιησούς Χριστός, είναι φυσικό να γεννιούνται πάντα στην καρδιά ολόφωτα και αστερόμορφα νοήματα, γιατί η ατμόσφαιρα της φωτίσθηκε διά μέσου του Ιησού».
«Με αδιάκοπη ευχή καθαρίζει η ατμόσφαιρα της διάνοιας από σκοτεινά νέφη, από ανέμους των πονηρών πνευμάτων. Όταν δε καθαρίζει η ατμόσφαιρα της καρδιάς, είναι αδύνατο να μη λάμπει σ' αυτήν το θεϊκό φως του Ιησού».
 
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι η τρομακτική επίδραση, που ασκεί το κοινωνικό περιβάλλον στο καθένα μας. Γνωστά τα μέσα αυτής της επιδράσεως. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη μνεία τους. Μας ενδιαφέρει το γεγονός, ότι αυτή η επίδραση εξασκείται και στο πιστό της εποχής μας με ιδιαίτερες επιπτώσεις στη πνευματικότητά του και στον όλο του βίο. Και δεν είναι περίεργο γι' αυτό το ότι διαπιστώνουμε μια έντονη πνευματική σύγχυση, μια ληθαργώδη κατάσταση, που προκαλεί σοβαρότατη ανησυχία σε όποιο πνευματικό άνθρωπο πονά από ό,τι διαπιστώνει.
Δεν είναι όμως η εξωτερική επίδραση, που αναφέρουμε πιό πάνω, η μόνη αιτία της φθαρτικής αλλοιώσεως και του εκφυλισμού του εσωτερικού φρονήματος των πιστών μας σήμερα. Έχουμε και εσωτερικά αίτιά της. Και αυτά προ πάντων συντελούν σε μια αναβίωση του παλαιού μέσα μας ανθρώπου, ο οποίος ζητάει με βιαιότητα και πάθος ασυγκράτητο χαμένα «δικαιώματα».
Πόσοι, αλήθεια, από μας δε θρηνούμε την εσωτερική έκπτωση, που διαπιστώνουμε στον εαυτό μας και δεν νοσταλγούμε ημέρες αρχαίες, γεμάτες ιερό ζήλο και άγιες αποφάσεις, που για την εκπλήρωσή τους θα δίναμε τότε χωρίς καθόλου να διστάσουμε και την ίδια τη ζωή μας με το χειρότερο ακόμη μαρτύριο! Και τώρα; Τώρα φυτοζωούμε, για να μην πω πως γίναμε -ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός, που τον εφαρμόζω πρώτα στον εαυτό μου- βοσκηματώδεις, χοιρώδεις, γεώδεις και ζωώδεις, «παρασυμβεβλημένοι τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ομοιωθέντες αυτοίς» ετσι ή αλλιώς! (πρβλ. Ψαλμ. 48, 13).
Αυστηρή η διαπίστωση αυτή ή οι σκληροί αυτοί χαρακτηρισμοί; Ας μου συγχωρηθεί η τόλμη αυτή, που δεν είναι προσωπική, αλλά γενική για τους πιό πολλούς δυστυχώς από εμάς. Όποιος βρίσκει πως του ταιριάζει, αυτός ας βγάλει τις συνέπειες από τη διαπίστωση αυτή για τον εαυτό του. Γιατί κάποιες συνέπειες προκύπτουν από αυτή την αυτοαναγνώριση. Και μια συνέπεια, που θα μπορούσε να προκύψει είναι κι ετούτη:
Πώς θα μπορούσαμε να αντιδράσουμε διαπιστώνοντας αυτή τη φθορά στον μέσα μας ή και στον έξω μας άνθρωπο;
Ποιά άλλη αντίδραση θα ήταν πιό ενδεδειγμένη από το τίναγμα από πάνω μας αυτού του πνευματικού λήθαργου, από τη βίαιη εξανάσταση εναντίον του και από την ενεργό προσπάθεια εγρηγόρσεως; Και η αντίδραση αυτή στην αγιογραφική και πατερική πνευματική γλώσσα λέγεται νήψη, η οποία κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο χαρακτηρίζεται ως «γρηγόρσεως επίτασις», δηλαδή πολύ έντονη και εντατική εγρήγορση και άγρυπνη προσοχή.
Πολλές και έντονες παραγγελίες μας απευθύνει η Θεία Γραφή για το θέμα αυτό καθώς και η Εκκλησία μας, που τις μετουσιώνει σε θερμή ικεσία και προσευχή. Εδώ θα αρκεστούμε σε μια εύγλωττη διαπίστωση-προτροπή του αγίου αποστόλου Παύλου:
«Εσείς, αδελφοί μου, λέει ο άγιος Απόστολος, δεν βρισκόσαστε στο σκοτάδι για να σας καταλάβει ξαφνικά η ημέρα της παρουσίας του Κυρίου. Όλοι σας είστε παιδιά του φωτός και της ημέρας. Δεν βρισκόμαστε και δεν ανήκουμε στη νύχτα ούτε στο σκοτάδι. Συνεπώς, ας μη κοιμόμαστε τον ύπνο της αμέλειας και ραθυμίας, όπως εκείνοι που, μακριά από το Χριστό, ζουν σ' αυτή τη κατάσταση. Αντίθετα, ας είμαστε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Αυτοί, που κοιμούνται, κοιμούνται τη νύχτα και όσοι μεθούν, τη νύχτα μεθούν. Εμείς όμως, που είμαστε παιδιά της ημέρας, ας είμαστε άγρυπνα προσεκτικοί».
Τη ζωτικότατη σημασία της νήψεως τονίζει πολυτρόπως και η λειτουργική προσευχή. Αρκεί, για να το διαπιστώσει κανένας, να φυλλομετρήσει απλώς το λειτουργικό βιβλίο που λέγεται Παρακλητική. Ακριβώς δε μετά το καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων η Εκκλησία ανάμεσα στα άλλα βασικά και απαραίτητα πνευματικά στοιχεία, που ζητάει για τη ζωή των μετόχων του Ποτηρίου της Ζωής παρακαλεί να αποβεί γι' αυτούς η θεία Κοινωνία «εις νήψιν ψυχής».
Επειδή το περί νήψεως θέμα είναι ένα από τα κεφαλαιοδέστερα της ορθόδοξης πνευματικότητος, είναι πολύ επίκαιρο πάντα και ιδιαίτερα για το καθένα από μας, που διαπιστώνουμε την έλλειψη του στην πνευματική μας ζωή, να βλέπαμε το θέμα αυτό με όση προσοχή χρειάζεται. Βέβαια δεν είναι δυνατή η, σε ανάλογη με τη σημασία του θέματος αυτού έκταση, παρουσίαση του στα περιορισμένα όρια του σύντομου αυτού κειμένου. Μερικές επόψεις του μόνο θα αναφερθούν εδώ και επομένως όχι ολοκληρωμένα. Ελπίζουμε όμως να το παρουσιάσουμε εν καιρώ, αν ο Κύριος ευδοκήσει, με μια πολύ ευρύτερη και λεπτομερέστερη ανάλυσή του, που σχεδιάζουμε.
Για τη θεώρηση του θέματος αυτού νομίσαμε πως καταλληλότατος χειραγωγός μας για τη κατανόησή του είναι μια οσιακή πατερική μορφή, ο Όσιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος ο Ιεροσολυμίτης, που στη γνωστή μας Φιλοκαλία, περιλαμβάνεται μια δική του θαυμάσια διαπραγμάτευση του θέματος αυτού. Αυτής της διαπραγματεύσεως απόψεις θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε στη συνέχεια.
 
1. Τί είναι η νήψη;
Πρέπει να τονίσουμε ευθύς εξ αρχής πως δεν είναι εύκολος ο ορισμός της λεκτικά, αφοί είναι κυρίως ζωή. Και η ζωή, το ξέρουμε, δεν ορίζεται με λόγο ούτε στο σύνολο της ούτε στα επί μέρους της. Αυτό φυσικά το γνωρίζει ο Όσιος Ησύχιος, γι' αυτό και προσπαθεί να μας παρουσιάσει τη νήψη από διάφορες πλευρές της, ώστε κάπως να τη κατανοήσουμε. Όμως, ας το ξέρουμε, δεν πρόκειται ποτέ να κατανοήσουμε σωστά και σε έκταση και σε βάθος, «το γε εφ' ημίν», όσο δηλαδή μπορούμε, αν η νήψη, όπως βέβαια και κάθε άλλο πνευματικό θέμα, δεν αποτελέσει αντικείμενο ζωτικού και πρακτικού πνευματικού ενδιαφέροντος μας, δηλαδή, αν δεν επιδιώξουμε να τη γευτούμε και εμπειρικά, στην πράξη με άλλα λόγια. Αυτό είναι κανόνας απαράβατος για όλα τα θέματα της πνευματικότητος εν Χριστώ.
Να, λοιπόν, τι μας λέει ο όσιος Ησύχιος για τη νήψη: «Η Νήψη είναι μέθοδος πνευματική». Αυτή είναι ή γενικότατη θεώρησή της. Καθορίζοντας περισσότερο συγκεκριμένα το περιεχόμενο της λέει: «Η νήψη είναι κυρίως η καθαρότητα της καρδιάς, που εξαιτίας του μεγαλείου της και της πνευματικής ομορφιάς της ή, για να μιλήσω κυριολεκτικά, λόγω της αμέλειάς μας σήμερα είναι σπάνια».
Φαντασθείτε, τί θα έλεγε σήμερα για μας ο Όσιος! Και συνεχίζει: «Η νήψη είναι δρόμος για την απόκτηση κάθε αρετής και εντολής του Θεού. Η νήψη λέγεται και καρδιακή ησυχία».
Καθορίζοντας το νόημα της καρδιακής ησυχίας ο Όσιος συνεχίζει:
«Η καρδιακή ησυχία λέγεται και προσοχή. Και αρνητικά μεν σημαίνει διαρκή και αδιάκοπη ηρεμία και έλλειψη ενοχλήσεως της καρδίας από λογισμούς κάθε είδους. Θετικά δε είναι μόνιμη κατάσταση της ψυχής, που τη χαρακτηρίζει η ένωση με τον Ιησού. Στη κατάσταση αυτή η ψυχή πάντα και χωρίς καμιά διακοπή μόνον Αυτόν αναπνέει, Αυτόν επικαλείται, Αυτόν περιπτύσσεται πνευματικά συνεχώς με μυστική στα βάθη της καρδιάς επίκληση του Ονόματός του, γιατί Αυτός γνωρίζει τις καρδιές ως τα κατάβαθα τους».
Αλλά και αυτά τα στοιχεία είναι λίγα. Γι' αυτό και συνεχίζει ο Όσιος: «Νήψη είναι επίσης μόνιμη και σταθερή κατάσταση του λογισμού και στάση του στη πύλη της καρδίας, ένα είδος δηλαδή φρουράς σ' αυτήν, για να γίνεται έλεγχος των λογισμών εκείνων, που έρχονται με σκοπό να κλέψουν ό,τι πολύτιμο μέσα της και για να εξακριβώνει με ποιό τρόπο χαράζουν οι πνευματικοί εχθροί παραστάσεις στη φαντασία μας».
Το ίδιο διατυπώνει με μια λιτή φράση: «Νήψη είναι η τέλεια φύλαξη του νου».
Η πρόσκληση σε νήψη δεν είναι αυθαίρετη, όπως αναφέραμε ήδη. Αποτελεί ρητή αγιογραφική εντολή. Ο Όσιος μας τη στηρίζει σε ειδική εντολή της Παλαιάς Διαθήκης: «Πρόσεχε σεαυτώ, μήποτε γένηται ρήμα κρυπτόν εν τη καρδία σου ανόμημα» (Δευτ. ιε' 9).
«Επειδή η λέξη ρήμα σημαίνει εδώ επίμονη παράσταση στο νου κάποιου κακού πράγματος, το όποιο αποστρέφεται και δεν θέλει με κανένα τρόπο ο Θεός και το οποίο προσβάλλει τη καρδιά υπό μορφή κακών λογισμών και τήν οδηγεί σε μολυσμένο πνευματικά διάλογο, η εντολή σημαίνει: Πρόσεχε μέσα σου, μήπως κάποια επίμονη παράσταση μέσα σου κακού πράγματος μεταβληθεί σε αμαρτία».
Η νήψη σύμφωνα με αυτά έχει δυό γενικά χαρακτηριστικά στοιχεία, ένα στατικό και ένα κινητικό - δυναμικό σε μια αέναη εναλλαγή τους.
 
2. Επί μέρους χαρακτηριστικά της νήψεως, που εξαίρουν τη σημασία και σπουδαιότητά της
Η νήψη κατά τον Όσιο μας είναι άμεμπτος (αψεγάδιαστη), καθαρά, περιεκτική (τέτοια που περιλαμβάνει μέσα της και άλλες αρετές), υψοποιός (ικανή να ανεβάζει στα ύψη αυτόν που την ασκεί), αγαθή, τερπνή (ευχάριστη),νοητή ηδύτης (πνευματική ευχαρίστηση),καρδιακή γλυκεία ησυχία (γλυκεία ησυχία της καρδιάς),ωραία και πάγκαλος αρετή (πανέμορφη αρετή) θαυμαστή εργασία (αξιοθαύμαστη πνευματική εργασία),αγλαοφανής (λαμπρή), φωτοτόκος (φωτογεννήτρα),αστραπητόκος(αστραπογεννήτρα),φωτοβόλος(τέτοια, που σκορπάει γύρω της φως),πυρφόρος (όλη φωτιά και θέρμη πνευματική),αφάνταστος(ελεύθερη από παραστάσεις και εικόνες της φαντασίας κακές), μακαρία της ψυχής κατάστασις, και όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, για να μιλήσουμε σύμφωνα με τη πραγματικότητα γι' αυτήν, την κάνουν να ξεπερνά αναρίθμητες αρετές, που έχουν σωματικό χαρακτήρα, αλλά και πολλές άλλες πειραματικότερου χαρακτήρα αρετές.

3. Η αναγκαιότητα της νήψεως
Πολλές φορές, και με ιδιαίτερη έμφαση κάθε φορά, τονίζει ο άγιος Πατήρ, την αναγκαιότητα της νήψεως για μια σωστή και αληθινή πνευματικότητα. Τονίζει γι' αυτό, ότι
α. Η νήψη είναι τόσο αναγκαία για την πνευματική μας ζωή, όσο αναγκαία είναι για τη σωματική μας ζωή η τροφή και το νερό. «Όπως είναι αδύνατο να ζει κανένας στο κόσμο αυτό χωρίς να φάει και να πιει, έτσι είναι αδύνατο να ζήσει κανένας πνευματικά χωρίς τη φύλαξη του νου και τη καθαρότητα της καρδιάς, με άλλα λόγια χωρίς τη νήψη. Χωρίς αυτή την αρετή δεν μπορεί να πραγματοποιήσει η ψυχή ό,τι πνευματικό και αρεστό στο Θεό ή να ελευθερωθεί από την αμαρτία, που γίνεται με τη σκέψη στο νου, έστω κι αν ασκεί κανένας βία πάνω στον εαυτό του, για να μην αμαρτήσει, από φόβο να μην πάει στη κόλαση».
β. Η νήψη αποτελεί εσωτερική αφετηρία για την ολοτελή και πλήρη εφαρμογή του θείου θελήματος.
«Εβουλήθην το θέλημα σου και τον νόμον σου ποιήσαι εν μέσω της κοιλίας μου», λέει ο προφητάναξ Δαβίδ. (Ψαλμ. 39, 2). Και επεξηγεί ο άγιος:
« Εάν ο άνθρωπος δεν τηρήσει το θέλημα του Θεού και τον Νόμο του μέσα στην καρδιά του, ούτε πρακτικά μπορεί να τον εφαρμόσει» και· «Δεν βγαίνει το υποζύγιο από τον κύκλο του δεμένο στη μυλόπετρα για άλεσμα. Το ίδιο και ο νους. Δεν προχωρεί σε αρετή, που τελειοποιεί, αν δεν διόρθωσει το εσωτερικό του. Και αυτό, γιατί έχει πάντα τυφλά τα εσωτερικά του μάτια. Γι' αυτό και δεν μπορεί να βλέπει την αρετή και τον Ιησού, που αστράφτει από φως».
 
4. Απόκτηση νήψεως
Η νήψη, όπως και κάθε άλλη αρετή, δεν είναι ούτε πρέπει να αποτελεί αντικείμενο θεωρητικής απασχολήσεως μας. Είναι, παρά το απροσδιόριστο πνευματικό της βάθος, πρακτική αρετή με κατεύθυνση και προς τα μέσα και προς τα έξω. Είναι ανάγκη γι' αυτό να ιδούμε πως θα μπορούσε να γίνει και δικό μας χαρακτηριστικό. Βέβαια δεν πρέπει να αγνοήσουμε την ιδιοτυπία της μοναχικής ζωής, που προσφέρεται για ένα τέτοιον αγώνα. Όμως η νήψη, όπως και κάθε άλλο αντίστοιχο πνευματικό επίτευγμα, δεν αποτελεί και δεν πρέπει να αποτελεί κατόρθωμα μόνο των μοναχών, γιατί ένα είναι το θέλημα του Θεού για όλους μας και μια η πνευματική καρποφορία, που ζητιέται από όλους μας. Ας ιδούμε ποιούς τρόπους, άμεσους και έμμεσους, για την απόκτηση της νήψεως μας συνιστά ο όσιος Ησύχιος.
α. «Πρέπει να γίνεται συχνός έλεγχος και παρακολούθηση της φαντασίας. Και αυτό σημαίνει παρακολούθηση της προσβολής, δηλαδή της εμφανίσεως μιας εικόνας στη φαντασία, γιατί ο σατανάς δεν μπορεί να δημιουργήσει λογισμούς χωρίς τη χρησιμοποίηση της φαντασίας. Με το τρόπο αυτό δείχνει στο νου τέτοιες εικόνες για να εξαπατήσει το νου. Με τον πυκνό όμως έλεγχο βλέπει ο πνευματικός αγωνιστής με διεισδυτικό και έντονο βλέμμα, ώστε να κατανοεί την ποιότητα αυτών, που μπαίνουν στο νου του. Προσπάθησε να ασκείς συνεχώς την αρετή της προσοχής όσο γίνεται πιο πολύ. Αυτή η προσπάθεια είναι αυτό, που λέμε φύλαξη του νου, δηλαδή τήρηση και τελειοποίηση του νου, και επομένως και της γλυκείας ησυχίας και ηρεμίας της καρδιάς».
β. «Σιωπή των σωματικών και πνευματικών χειλέων. Και αυτό σημαίνει να έχει κανένας συνεχώς πολύ σιωπηλή την καρδιά, ήρεμη και ελεύθερη από κάθε λογισμό».
γ. «Να έχει εσωτερικά αδιάλειπτη μνήμη θανάτου». Η μνήμη του θανάτου βοηθάει όχι μόνο στη συναίσθηση της ευτέλειας και παροδικότητάς μας, άλλα και στον αγώνα κατά του εχθρού, γιατί ενισχύει το ταπεινό φρόνημα. «Καλός και χρήσιμος παιδαγωγός και του σώματος και της ψυχής είναι η συνεχής και διαρκής στο νου μνήμη του θανάτου, Με τη μνήμη του θανάτου πετυχαίνει κανένας να βάζει στην άκρη τις φροντίδες και όλες τις ματαιότητες, οπότε γεννιέται μέσα μας η φύλαξη του νου. Η μνήμη του θανάτου περιλαμβάνει μέσα της πολλές αρετές, είναι βρύση συνεχούς ετοιμότητας του πνεύματος στον αγώνα μαζί με διάκριση και νήψη».
δ. «Στο νου μας πραγματοποιείται μια θεϊκή κατάσταση από τη συνεχή μνήμη και επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ας έχουμε λοιπόν το έργο αυτό της επικλήσεως κράζοντας με πυρωμένη και ολόθερμη την καρδιά, ώστε να «μεταλαβαίνουμε» κυριολεκτικά το άγιο όνομα του Ιησού».
Όλα αυτά πρέπει να χαρακτηρίζουν μεταξύ των άλλων και τα εξής γνωρίσματα:
1. Η προθυμία, η θερμή προθυμία, η πρόθυμος όδευσις.
2. Η επιστημοσύνη.
3. Η φρόνηση.
4. Η πάση δυνάμει προσπάθεια.
5. Η πολλή ένταση.
6. Η αποφασιστικότητα. « Μόλις καταλάβεις πως μπήκαν στη σκέψη σου κακοί λογισμοί, χωρίς να χάσεις καιρό, αμέσως να προβάλεις τις αντιρρήσεις σου και την αντίθεσή σου σ' αυτούς, να τσακίσεις το κεφάλι του φιδιού».
7. Το ανύστακτο. «Δεν είναι δυνατόν, αδελφοί, να το ρίχνει στον ύπνο, όποιος θέλει να μένει για πάντα απλήγωτος».
8. Η ταπείνωση. «Ας φροντίζουμε να βλέπουμε τις αμαρτίες μας και την προηγούμενη ζωή μας, ώστε να νιώθουμε συντριβή καθώς θα θυμόμαστε τις αμαρτίες μας. Και ταπεινωνόμενοι με το τρόπο αυτό θα έχουμε τη βοήθεια του Ιησού Χριστού σε πόλεμο, που είναι αόρατος.
9. Η συνέχεια. Η νήψη πρέπει να είναι «χρονίζουσα», διαρκής και ακατάπαυστη, χωρίς διακοπές. «Πρέπει να μένουμε διαρκώς με οπλισμένο το νου, γιατί ο εχθρός μας στέκει πάντα έτοιμος για πόλεμο με την παράταξή του. Η συνέχεια δε στη προσοχή και νήψη καταλήγει σε μόνιμη συνήθεια. Έτσι αποκτιέται μια φυσική πυκνότητα νήψεως, γιατί η νήψη είναι αποκρυστάλλωση του λογισμού και στάση του φρουρητική στη πύλη της καρδιάς».
10. Η με επιμέλεια επιδίωξη της νήψεως με τη καλλιέργεια στη ψυχή του θεϊκού έρωτα. «Τότε δεν θα βαδίζουμε πρόθυμα για κάτι άλλο με την καρδιακή ησυχία, παρά από τη γλυκεία ευχαρίστηση και τέρψη της ψυχής και από την απέραντη αγάπη της και για τον εγκάρδιο θείο έρωτά της προς το πρόσωπό Του».
 
5. Καρποί της νήψεως
Η αξία και η σπουδαιότητα της νήψεως φαίνεται προ πάντων από τους καρπούς και τα επιτεύγματα, που πραγματοποιούνται με την πιστή βίωση της σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά της εργασίας για την απόκτησή της, που αναφέρθηκαν πιό πάνω. Πιό συγκεκριμένα ανάμεσα στους άλλους καρπούς της νήψεως θα μπορούσαν να αναφερθούν κάποιοι από αυτούς.
1. Η νήψη γίνεται οδηγός ορθού και θεάρεστου βίου.
«Η νήψη βοηθάει στην εφαρμογή κάθε εντολής του Θεού, που υπάρχει στη Παλαιά και στη Καινή Διαθήκη. Αυτή παρέχει στον άνθρωπο, που θα την αποκτήσει, και κάθε αγαθό της μέλλουσας ζωής. Η νήψη θα σε διδάξει με τη βοήθεια του Θεού αυτά, που δεν ήξερες, και θα σε βοηθήσει να μάθεις, θα σε φωτίσει και θα σε κάνει ικανό να αποκτήσεις πνεύμα μαθητείας για να βάλεις στο νου σου αυτά, που προηγουμένως αδυνατούσες να ξέρεις, επειδή ζούσες και πορευόσουν στο σκοτάδι των παθών και των σκοτεινών έργων, καθώς σε σκέπαζε η άβυσσος της λήθης και της συγχύσεως». «Η νήψη απαλλάσσει με τη βοήθεια του Θεού τελείως από νοήματα των διαφόρων παθών και από πονηρά έργα, γιατί αποτρέπει και απομακρύνει από μας κάθε κακό, π.χ. την πολυλογία, την υβριστική συμπεριφορά και κακολογία, την κατάκριση καθώς και όλο το πλήθος των αισθητών κακών, γιατί ο νους δεν ανέχεται ούτε για λίγο να στερηθεί εξαιτίας τους τη γλυκύτητα, που νιώθει. Προ πάντων όμως, γιατί όποιος φροντίζει με επιμέλεια να τηρεί την καθαρότητα της καρδιάς, θα έχει δάσκαλο του τον νομοθέτη της Χριστό, ο οποίος του μιλεί και του λέει μυστικά το θέλημα του Θεού».
2. Η νήψη ισορροπεί τη ψυχή
«Η νήψη μας διδάσκει να κινούμε ισόρροπα τα τρία μέρη της ψυχής και επίσης να κινούμε σωστά και με κάθε ασφάλεια και τις τέσσερες γενικές αρετές, δηλαδή τη φρόνηση, που αναφέρεται στο θυμικό της ψυχής, τη σοφία, που αναφέρεται στο νοητικό ή νοητικό της ψυχής, τη δικαιοσύνη, που αναφέρεται στο επιθυμητικό της ψυχής και την ανδρεία, που αναφέρεται στις σωματικές αισθήσεις. Τις αρετές αυτές τις αυξάνει κάθε μέρα, εφόσον την έχουμε κάνει κτήμα μας».
Ειδικότερα βοηθά η νήψη:
α. Το θυμικό της ψυχής, «για τη διεξαγωγή μέσω αυτού της εσωτερικής μάχης και για αυτοέλεγχο και αυτομεμψία».
β. Το λογιστικό της ψυχής «για να αποκτήσει το λογικό μέρος της ψυχής τη νήψη και την πνευματική Θεωρία».
γ. Το επιθυμητικό, να κατευθύνει τη βούληση προς την αρετή και το Θεό.
δ. Τις πέντε αισθήσεις. «Η νήψη βοηθάει τις αισθήσεις να κυβερνούνται, για να μη μολύνεται δια μέσου τους ο εσωτερικός άνθρωπος, δηλαδή η καρδιά, και ο εξωτερικός άνθρωπος, δηλαδή το σώμα».
«Ο νους, που δεν αμελεί την κρυφή εσωτερική εργασία και τα υπόλοιπα πνευματικά αγαθά, τα οποία θα επιτύχει με την αδιάκοπη εργασία της προσοχής, θα πετύχει να έχει και τις πέντε αισθήσεις σε κατάσταση τέτοια, που να μην ενεργούν τα εξωτερικά κακά. Έχοντας δηλαδή στραμμένη τη προσοχή του στην αρετή και θέλοντας να εντρυφά και να απολαμβάνει τα καλά νοήματα, δεν ανέχεται να ξεκλέβεται και να παρασύρεται από τους υλικούς και μάταιους λογισμούς δια των αισθήσεων. Αντίθετα, ξέροντας πόσο απατηλοί είναι, τις συγκρατεί συνήθως μέσα του».
Γενικότερα πλεονεκτήματα από τη νήψη.
1. «Οι διάφορες θάλασσες έχουν πολύ νερό. Και η έκταση και το δυνάμωμα της νήψεως και της καταστάσεως του ανθρώπου, που τη βιώνει, και η βαθειά ησυχία, είναι άβυσσος πνευματικών θεωριών εξαίρετων και ανείπωτων, ταπεινώσεως με πλήρη αυτεπίγνωση ευθύτητας και αγάπης».
2. «Η νήψη απλώνει τα κλήματα της μέχρι την άβυσσο των ιερών θεωριών και μέχρι τους ποταμούς τερπνών και θείων μυστηρίων τις παραφυάδες της και ποτίζει δροσίζοντας τον νου, πού επί πολύ χρόνο έχει υποστεί την αρνητική επίδραση πνευματικού καύσωνα».
3. «Όποιος ζει συνεχώς την εσωτερική ζωή και ασχολείται με τα θέματα του εσωτερικού του, ζει με σωφροσύνη, και όχι μόνο, αλλά βιώνει και πνευματικές θεωρίες και ασχολείται με τα θεία, προσεύχεται και νιώθει ευχαρίστηση θεϊκή και πνευματικά και σωματικά. Ακόμη τον γλυκαίνει με το βαθύ αίσθημα κάποιας γλυκύτητας και μακάριας αγαλλιάσεως. Ο άνθρωπος φωτίζεται για να κατανοεί βαθιά πνευματικά μυστήρια από τον ίδιο το Χριστό, στον οποίο είναι κρυμμένοι οι θησαυροί της σοφίας. Και αυτό, γιατί θα νιώσει από την ενέργεια αυτή του Ιησού, ότι το Άγιο Πνεύμα ήρθε στη ψυχή του. Το Άγιο Πνεύμα φωτίζει το νου του ανθρώπου φανερά. Και τον πλουτίζει με θεία γνώση και τον φωτίζει το μακάριο φως της Θεότητος, όταν απαλλαγεί από όλα και ελεύθερος από αυτά μένει ασχημάτιστος και ανεικόνιστος. Και πορεύεται από τη μια βαθμίδα πρακτικής φιλοσοφίας - καθόσον αρνείται τον εαυτό του, σε ανώτερη βαθμίδα, και τον ικανώνει να βιώνει άρρητες πνευματικές αρετές. Ο νους αυτός δεχόμενος μέσα του βάθος πνευματικών εννοιών του απείρου, θα έχει την ευλογία να του φανερωθεί ο Ύψιστος Θεός στο βαθμό, που ο ίδιος αντέχει. Κατάπληκτος ο νους από τέτοιες ευλογίες δοξάζει αγαπητικιά το Θεό, ο οποίος βλέπεται και βλέπει και προσφέρει τη σωτηρία σ' αυτόν που τον βλέπει με αυτό το τρόπο.
Αυτοί, που πετυχαίνουν τη βίωση της νήψεως, αφού αποκτήσουν το δώρο των θείων θεωριών, πλέουν στο καθαρότατο αυτό φώς, το αγγίζουν άρρητα και απερίγραπτα και μαζί με το φώς αυτό ζουν σε κατάσταση μόνιμη, με αυτό ζουν και πολιτεύονται. Γιατί προκόβοντας σε νήψη θα βρουν σ' αυτή την ίδια την επουράνια Ιερουσαλήμ και θα δουν νοερά και καθαρά το Βασιλέα των πνευματικών δυνάμεων του αληθινού Ισραήλ, με άλλα λόγια το Χριστό, μαζί με τον ομοούσιο Γεννήτορα του, τον Ουράνιο Πατέρα, και το προσκυνητό Πανάγιο Πνεύμα».

Γέρων Εφραίμ Φιλοθεΐτης: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»

 

Γέρων Εφραίμ Φιλοθεΐτης: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»
Περί προσευχής
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»
  • α' Σκοπός της ευχής είναι να ενώση τον Θεό με τον άνθρωπο· να φέρει τον Χριστό εις την καρδιά του ανθρώπου.
  • β'  Όπου η ενέργεια της ευχής, εκεί ο Χριστός συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, η ομοούσιος και αδιαίρετος Αγία Τριάς.
  • γ' Όπου ο Χριστός, το Φως του κόσμου, εκεί φως αΐδιο του άλλου κόσμου· εκεί ειρήνη και χαρά· εκεί οι Άγγελοι και οι Άγιοι· εκεί η φαιδρότης της Βασιλείας.
  • δ' Μακάριοι, εκείνοι όπου ενδύθηκαν το Φως του κόσμου, τον Χριστό εις την παρούσα ζωή· διότι αυτοί εφόρεσαν ήδη το ένδυμα της αφθαρσίας.
  • ε' Και όταν ακούης Χριστό, λέγει ο Θεολόγος Συμεών, μη προσέχης εις την σμικρότητα της λέξεως, αλλά στοχάσου την δόξα της Θεότητος Αυτού, όπου υπερβαίνει κάθε νου και διάνοια. Στοχάσου την ωραιότητα την ανεκλάλητη, τον πλούτο τον ακατάληπτο όπου δίδει εις τους αγαπώντας Αυτόν. Διότι εκείνος όπου ηξιώθη να ιδή τον Χριστό, δεν επεθύμησε ύστερα κανένα άλλο πράγμα του κόσμου τούτου, και εκείνος όπου εχόρτασε από την αγάπη του Θεού, δεν ηθέλησε πλέον να αγαπήση άλλο τίποτες εδώ εις την γην. Επειδή εις εκείνον όπου άφησε τα πάντα διά τον Χριστόν, Αυτός ο Χριστός θέλει γένει εις αυτόν όλα τα πάντα, αντί διά όλα εκείνα όπου χάριν Αυτού κατεφρόνησε.
  • ς' Λοιπόν σκοπό έχει η νοερά προσευχή να φέρη τον Χριστό εις την καρδιά του ανθρώπου, εξορίζοντας εκείθεν τον διάβολο και χαλώντας όλο το έργο του όπου είχε καμωμένο εκεί διά της αμαρτίας. Διότι «εις τούτο εφανερώθη ο Υιός του Θεού, ίνα λύση τα έργα του διαβόλου», λέγει ο ηγαπημένος Μαθητής. Όθεν μόνον ο διάβολος γνωρίζει την ανέκφραστη δύναμη αυτών των πέντε λέξεων και διά τούτο με λυσσώδη μανία, αντιστρατεύεται, πολεμεί την ευχή.
  • ζ'  Άπειρες φορές οι δαίμονες διά στόματος δαιμονιζομένων ωμολόγησαν ότι καίονται από την ενέργεια της ευχής.
  • η'  Ήταν ένας μοναχός και είχε πέσει εις αμέλεια πολλή, τόσον ότι και τον κανόνα του άφησε και εστρέφετο προς τον κόσμο. Επήγε εις την πατρίδα του Κεφαλληνία όπου ως γνωστόν προστρέχουν οι δαιμονιζόμενοι χάριν θεραπείας εις τον Άγιο Γεράσιμο. Και λοιπόν, πηγαίνοντας και αυτός να προσκυνήση τον Άγιο, αφού ευρέθη εις την πατρίδα του, τον συναντά μία δαιμονισμένη εις τον δρόμο και του λέγει·
    -Ξέρεις τι κρατάς στο χέρι σου; Αχ, να ήξερες ταλαίπωρε, τι κρατάς στο χέρι σου! Να ήξερες πόσο με καίει εμένα αυτό το κομποσχοίνι σου· και συ το κρατάς έτσι από συνήθεια, για τον τύπο! Εμβρόντητος έμεινεν ο μοναχός. Από Θεού ήταν να ομιλήση έτσι το δαιμόνιο. Συνήλθε. Τον εφώτισε ο Θεός και λέγει εις τον εαυτό του: -Για ιδές τι κάνω ο ανόητος! Κρατώ στο χέρι μου το δυνατώτερο όπλο και δεν ημπορώ να χτυπήσω ένα διάβολο. Και όχι μόνο να τον χτυπήσω δεν ημπορώ, αλλά με σύρει και αιχμάλωτο όπου θέλει. Ήμαρτον, Θεέ μου! Και την ιδία εκείνη στιγμή αναχωρεί μετανοημένος διά το Μοναστήρι του. Και ερχόμενος έβαλε πάλι καλή αρχή. Και τόσον επρόκοψε εις την ευχή και την άλλη μοναχική πολιτεία, όπου έγινεν υπόδειγμα ωφελείας εις πολλούς. Τον επρόλαβε και η ταπεινότης μου αυτόν τον Γέροντα. Δεν άκουγες από το στόμα του άλλο παρά το· Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Ακατάπαυστα. Του έλεγες κάτι, σου έλεγε δύο λέξεις και η γλώσσα του εγύριζεν ευθύς εις την ευχή. Τόσο την είχε συνηθίσει. Τόσο τον είχε αλλοιώσει. Και να σκεφθή κανείς ότι την αξία της ευχής και του κομποσχοινίου του την απεκάλυψε -χωρίς βέβαια να θέλη- ο διάβολος, κατά τα κρίματα και τις ανεξιχνίαστες βουλές του Υψίστου.
  • θ' Άκουσε και άλλη διήγησι παρόμοια. Όταν είμεθα εις την Νέα Σκήτη, ζώντος του Γέροντος μου Ιωσήφ, μας ήλθε ένας νεαρός δαιμονισμένος. Ο Γέροντας από εύσπλαγχνία τους εδέχετο αυτούς τους δυστυχείς. Έμεναν όσον ήθελαν και κατόπιν έφευγαν μόνοι τους. Αυτοί δεν ημπορούν να μείνουν επί πολύ εις ένα τόπο. Όλοι όσοι δεν έχουν από Θεού παράκληση μέσα τους την αναζητούν αλλάσσοντας τόπους και ανθρώπους. Ο νέος αυτός είχε δαιμόνιον γυναικός του δρόμου. Όταν τον έπιανε άλλαζε η φωνή του ως φωνή «κοινής» γυναικός και έλεγε περί ων «αισχρόν έστι και λέγειν» κατά τον Απόστολο. Ήταν την τέχνη βαρελοποιός. Αφήνομε το όνομα του. Έμεινε λοιπόν εις την Συνοδεία μας αρκετό καιρό και τις ώρες εργασίας ήρχετο εις το εργόχειρο να βοηθή ό,τι ημπορούσε. Την τρίτη ημέρα μού λέγει: -Πάτερ, δεν με μαθαίνεις και εμένα να κάμω σφραγίδια; Αυτά τα βαρέλια που κάνω είναι βαρειά δουλειά. Και έχω και αυτόν εδώ μέσα μου, συνεχώς με καταρρακώνει. -Να σε μάθω, αδελφέ μου, νάναι ευλογημένο! -Να, έτσι και έτσι θα κάνης. Τα εργαλεία είναι εδώ· τα ξύλα εκεί· τα δείγματα μπροστά σου· σ' αυτόν τον πάγκο θα εργάζεσαι. Μόνον που, καθώς βλέπεις εδώ στην Συνοδεία όλοι οι πατέρες δεν ομιλούν, λέγουν πάντοτε την «ευχή». Λέγοντας αυτά ήθελα να αποφύγω όσον το δυνατόν την αργολογία και τον μετεωρισμό μου εις την προσευχή. Αλλά και κάτι άλλο μου εγεννήθηκε εκείνη την στιγμή: Άραγε, συλλογίσθηκα, οι δαιμονιζόμενοι ημπορούν να λέγουν την «ευχήν»; Λοιπόν επιάσαμε το εργόχειρο και την ευχή. Δεν επέρασαν λίγα λεπτά και άναψε ο δαίμονας μέσα του. Άλλαξε την λαλιά του και άρχισε να φωνάζει, να αισχρολογεί, να απειλεί, να υβρίζει. -Σκάσε κασίδη! Έλεγε από μέσα. Σκάσε! Παύσε αυτό το μουρμουρητό! Τι λες και λες τα ίδια λόγια συνέχεια. Παράτα αυτές τις λέξεις. Με ζάλισες. Καλά είμαι μέσα σου. Τι θέλεις και με αναστατώνεις;

    Είπε κάμποσα έτσι. Τον επαίδευσε. Τον άφησε. -Είδες τι μου κάνει; μου λέγει ο κακόμοιρος. Να, αυτά τραβώ συνέχεια. -Υπομονή, αδελφέ μου, του λέγω· υπομονή! Μην του δίνεις σημασία. Δεν είναι ιδικά σου αυτά, να στεναχωρήσαι. Εσύ φρόντισε την ευχή.

    Σχολάσαμε το εργόχειρο και πηγαίναμε προς τον Γέροντα. Και πηγαίνοντας μου λέγει· -Πάτερ, να κάμω καμιά ευχή και γι' αυτόν που έχω εδώ μέσα μου, να τον ελεήσει και αυτόν ο Θεός; Ε, τι ήταν να το πει αυτό ο ταλαίπωρος! Παρευθύς τον πιάνει το δαιμόνιο, τον σηκώνει επάνω, και τον βροντάει κάτω· εταράχθηκε ο τόπος. Αλλάσσει την γλώσσα του και τον αρχίζει: -Σκάσε κασίδηηηη! Σκάσε, σου είπα. Τι είναι αυτά που λες; Τι έλεος; Όχι έλεος! Δεν θέλω έλεος! Οχι! Τι έκανα να ζητώ έλεος; Είναι άδικος ο Θεός! Για μια μικρή αμαρτία, για μια υπερηφάνεια, με εξώρισε από την δόξα μου. Δεν φταίμε εμείς. Αυτός φταίει! Αυτός να μετανοήσει! Όχι εμείς! Μακρυά από έλεος!

    Τον επαίδευσε πολύ· τον άφησε ράκος. Εγώ έφριξα εις τα λεγόμενα του δαίμονος. Και εκατάλαβα διά πείρας εις ολίγα λεπτά, όσα θα ήταν αδύνατον να καταλάβω, διαβάζοντας περί δαιμόνων μύρια βιβλία. Συνεχίσαμε τον δρόμο μας προς τον Γέροντα. Ο Γέροντας τον εδέχετο και τον ωμιλούσε πάντοτε με πολλή αγάπη. Και ήταν πάντα ήρεμος μαζί του. Προσηύχετο πολύ δι' αυτούς, γνωρίζοντας τι μαρτύριο έπερνούσαν με τους δαίμονας. Και μας έλεγεν· -Εάν εμείς, που τους έχωμε απ’ έξω, τόσον μας παιδεύουν με τους λογισμούς και τα πάθη, τι μαρτύριο υποφέρουν αυτοί οι δυστυχείς που τους έχουν μερόνυχτα μέσα τους! Και κουνώντας το κεφάλι του λυπηρά συμπλήρωνε: Ίσως αυτοί περνούν την κόλασή τους εδώ. Όμως αλλοίμονο εις εκείνους, που δεν θα μετανοήσουν διά να τους παιδεύσει εύσπλαχνα ο Θεός, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εις την παρούσα ζωή. Και ανέφερε τον λόγον ενός Αγίου όπου λέγει: Εάν βλέπεις άνθρωπο να αμαρτάνει φανερά και να μη μετανοεί, και να μην του συμβαίνει κανένα λυπηρό εις την παρούσα ζωή έως την ώρα του θανάτου του, να γνωρίζεις ότι η εξέτασις του ανθρώπου αυτού θα είναι χωρίς έλεος κατά την ώρα της Κρίσεως. Και λέγοντας αυτά του Γέροντος, εμείς εβλέπαμε όλο και συμπαθέστερα τον πειραζόμενο αδελφό.


    Εις τις Ακολουθίες αυτός δεν επήγαινε μέσα με τους πατέρας, παρά εγύριζε έξω με το κομποσχοίνι εις τα βράχια· και εφώναζε συνεχώς την ευχή: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Αντιβοούσε ο τόπος. Είχε λάβει πείρα πόσον η ευχή καίει τον δαίμονα. Και εκεί που τριγυρίζοντας τα βράχια έλεγε ασταμάτητα την ευχή, αίφνης άλλαζε η φωνή του και άρχιζε ο δαίμων -Σκάσε, σου είπα, σκάσε! Μ' έσκασες! Τι κάθεσαι εδώ έξω και γυρίζεις τα βράχια και μουρμουρίζεις; Πήγαινε μέσα με τους άλλους και άφησε αυτό το μουρμουρητό. Τι λες και ξαναλές τα ίδια και τα ίδια μέρα - νύχτα, και δεν μ' αφήνεις στιγμή να ησυχάσω; Με ζάλισες, με ζεμάτισες, με καις· δεν το καταλαβαίνεις; Και όταν επερνούσε η ώρα του πειρασμού εκείνος πάλι την ευχή με το κομποσχοίνι: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Είχε καταλάβει πολύ καλά αυτό που ο διάβολος ενόμιζε ότι δεν ημπορούσε να καταλάβη. Και ήταν ένας πόνος ψυχής και μία ελπίδα να τον βλέπης να υποφέρη, να αγωνίζεται, να υπομένη. Τέλος έμεινε καιρό μαζί μας και αρκετά βελτιωμένος έφυγε. Και δεν τον ξαναείδαμε. Ο Θεός γνωρίζει τι απέγινε.
  • ι' Είδες την δύναμι της ευχής και το αμετανόητο των δαιμόνων; Κατακαίονται και φωνάζουν όχι έλεος! Και κατακρίνουν ακατάπαυστα τον Θεό. Ω της εωσφορικής υπερηφανίας! Και συ θαυμάζεσαι, πώς δεν ημπορείς να συνεννοηθείς με κάποιους ανθρώπους· να τους εννοήσεις. Αλλά συλλογίσου κατά τι διαφέρει ένας εγωιστής, ένας αμετανόητος έως τέλους άνθρωπος από ένα δαίμονα; Ένας όπου δεν καταδέχεται να ομολογήση τον Χριστό Θεό και άνθρωπο, και να ζητήσει, ενόσω ζη, το έλεος και την ευσπλαχνία Του;
  • ια'  Κατανοείς τώρα το βαθύτερο νόημα της ευχής; πώς φανερώνει τους ανθρώπους, πόσον είναι ο κάθε εις πλησίον ή μακράν του Χριστού;
  • ιβ' Αν, ίσως, ο Χριστός είναι το Φως του κόσμου, εκείνοι όπου δεν τον βλέπουν, όπου δεν τον πιστεύουν, όλοι βεβαιότατα, είναι τυφλοί. Καθώς το εναντίον πορεύονται εις το φως όλοι εκείνοι όπου αγωνίζονται να κάμουν τις εντολές του Χριστού· αυτοί τον Χριστό ομολογούν και ως Θεό προσκυνούν και λατρεύουν. Και εκείνος όπου ομολογεί και έχει τον Χριστό Κύριο και Θεό του, ενδυναμώνεται με την δύναμι της επικλήσεως του ονόματος Του, εις το να κάμνη και το θέλημα Του. Ει δε και δεν δυναμώνεται, φανερό είναι ότι ομολογεί τον Χριστό με μόνον το στόμα, και με την καρδιά του είναι μακράν από Αυτόν.
  • ιγ' Λοιπόν η ευχή, όσον μας ενώνει με τον Χριστό, τόσον μας ξεχωρίζει από τον διάβολο. Και όχι μόνον από τον διάβολο, αλλά και από το φρόνημα του κόσμου όπου γεννά και συντηρεί τα πάθη.
  • ιδ' Ο σατανάς της ευχής είναι η ακηδία· ο σατανάς του σατανά είναι ο πόθος της ευχής, η ζέσις της καρδιάς. «Τω πνεύματι ζέοντες», λέγει ο Απόστολος, «τω Κυρίω δουλεύοντες». Αυτή η ζέσις τραβά και κρατεί την χάρι εις τον ευχόμενο· και γίνεται εις αυτόν φως και χαρά και παραμυθία ανεκδιήγητος, εις δε τους δαίμονας πυρ και πικρία, και φεύγουν. Αυτή η χάρις, όταν έλθη, περιμαζεύει τον νου από όλους τους πονηρούς και ακάθαρτους λογισμούς.ιε' Εις τα χείλη η ευχή; Εκεί και η χάρις. Πλήν από τα χείλη πρέπει να περάση εις τον νου, να κατεβή εις την καρδιά. Και τούτο θέλει κόπο και χρόνο πολύ.

    Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου
    ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΕΣ ΔΙΔΑΧΕΣ
    ΜΕ ΠΑΤΡΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ
    ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Πασχάλιον Μήνυμα 2015 του Ποιμενάρχου μας Μητροπολίτου Γλυφάδας Ε. Β. Β. και Β. κ. Παύλου

 


 
Ἐν Βούλᾳ τῇ 3ῃ Ἀπριλίου 2015


Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί καί ἀγαπητά μου τέκνα ἐν Κυρίῳ Ἀναστάντι,

Χριστός Ἀνέστη!

«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός,
οὐρανός τε καί γῆ, καί τά καταχθόνια».
Ὅλα εἶναι πλήρη ἀπό φῶς.
Ὁ Θεός, τήν δημιουργία μέ φῶς τήν ἄρχισε.
«Καί εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καί ἐγένετο φῶς».
Τό πρωτογενές συστατικό τῆς κάθε ὕλης εἶναι τό φῶς.
Καί ὁ ἄνθρωπος στήν ὑλική του ὑπόσταση, εἶναι φῶς, κτιστό φῶς,
ἀλλά ἔχει τήν δυνατότητα νά μετέχει
καί σέ ἕνα ἄλλο φῶς, στό ἄκτιστο φῶς,
πού εἶναι ἡ ζωντανή παρουσία καί θέα τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα εἶναι φῶς καί ἡ ζωή μας δημιουργημένη ἀπό κτιστό φῶς
καί καταυγαζόμενη ἀπό ἄκτιστο φῶς,
τῆς συνεχοῦς παρουσίας τῶν ἐνεργειῶν τῆς ἀγάπης Του.
Μέ φῶς ξεκινᾶμε καί τήν χριστιανική μας ζωή:
«Χιτῶνα μοι παράσχου φωτεινόν», λέμε στήν βάπτιση.
«Ὑμεῖς ἐστέ τό φῶς τοῦ κόσμου»,
εἶπε ὁ Χριστός στούς μαθητές Του.
Ἀφοῦ ὅλα εἶναι φῶς,
γιατί ὅλα γύρω μας φαίνονται τόσο ἀπελπιστικά σκοτεινά;
Γιατί τόση ἀπελπισία;
τόση μελαγχολία,
τόση ἀπογοήτευση;
Τό ἀναστάσιμο ὅμως τροπάριο ἀναφέρει:
«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός,
οὐρανός τε καί γῆ, καί τά καταχθόνια».
Τό τροπάριο τονίζει, τήν λέξη «νῦν», τώρα.
Ποῦ νά βρίσκεται ἡ γῆ αὐτοῦ τοῦ τώρα;
Ποῦ νά περπατήσω καί νά ἀναζητήσω τήν γῆ τοῦ φωτός;
Πῶς νά γίνω Κολόμβος, γιά νά ἀνακαλύψω τήν γῆ τοῦ φωτός;
Ποιά γωνιά τῆς γῆς ἔμεινε ἀπρόσβλητη ἀπό τό σκοτάδι;
Ποιά ἀσφαλῆ καράβια νά πάρω, γιά τό ταξίδι αὐτό;
Καί πόσο ἀλάργο καί μακρυνό θά εἶναι τό ταξίδι;
Ἡ πορεία αὐτῶν τῶν σκοτεινῶν διαλογισμῶν σταμάτησε,
ὅταν ἄκουσα τό πασχαλινό τραγούδι:
«Ἆρον κύκλῳ τούς ὀφθαλμούς σου Σιών καί ἴδε,
ἰδού γάρ ἥκασί σοι, θεοφεγγεῖς, ὡς φωστῆρες,
ἐκ δυσμῶν καί βορρᾶ, καί θαλάσσης,
καί ἑῴας τά τέκνα σου ἐν σοί εὐλογοῦντα,
Χριστόν εἰς τούς αἰῶνας».
«Σήκωσε, Σιών, τά μάτια σου τριγύρω καί κοίταξε,
γιατί, νά ἦρθαν ἀπό τή δύση καί τόν βορρᾶ,
τόν νότο καί τήν ἀνατολή τά παιδιά σου;
πού λάμπουν μέ θεϊκό φῶς, σάν τά ἄστρα,
δοξολογῶντας αἰώνια μέσα στούς κόλπους σου τόν Χριστό»;
Τότε κατάλαβα, πώς ὁ Χριστός, μέ τήν Ἀνάστασή Του,
ἔκανε τό φῶς κοντινό, τόσο κοντινό, ὅσο τό νά
«Σηκώσεις τά μάτια σου τριγύρω καί νά κοιτάξεις»,
καί στόλισε τά παιδιά Του,
κάθε δηλαδή ἄνθρωπο,
νά γίνεται «θεοφεγγής, ὡς φωστήρας».
Μήπως, ὅμως αὐτό εἶναι μία ἰδέα ἤ μία θεωρία;
Ποιός εἶναι ὁ τρόπος καί ὁ δρόμος;
Τόν τρόπο τόν δείχνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος:
«Ἄν εἶσαι Σίμων Κυρηναῖος,
σήκωσε τόν Σταυρό καί ἀκολούθησέ Τον.
Ἄν σταυρωθεῖς μαζί Του, ὡς ληστής,
γνώρισε τόν Θεό, σάν εὐγνώμων δοῦλος.
Ἄν κι Ἐκεῖνος λογιάσθηκε μέ τούς ἀνόμους,
γιά χάρη σου καί τήν ἁμαρτία σου,
γίνε καί σύ ἔννομος, γιά χάρη Ἐκείνου.
Προσκύνησε Αὐτόν, πού κρεμάσθηκε στό Σταυρό, γιά σένα,
ἔστω κι ἄν κρέμεσαι κι ἐσύ.
Κι ἄν εἶσαι Ἰωσήφ, ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας,
ζήτησε τό σῶμα ἀπ΄ τόν σταυρωτή.
Κι ἄν εἶσαι ὁ Νικόδημος, ὁ νυκτερινός Θεοσεβής,
ἐνταφίασέ Τον μέ μύρα.
Κι ἄν εἶσαι κάποια Μαρία,
ἤ ἡ ἄλλη Μαρία ἤ ἡ Σαλώμη ἤ ἡ Ἰωάννα,
δάκρυσε πρωΐ – πρωΐ.
Δές πρῶτος τήν πέτρα σηκωμένη,
ἴσως δέ καί τούς ἀγγέλους,
κι αὐτόν τόν Ἴδιο, τόν Ἰησοῦ.
Ἄν ἀκούσεις «Μή μ᾽ ἀγγίζεις»,
στάσου μακριά, σεβάσου τόν Λόγο.
Γίνε Πέτρος ἤ Ἰωάννης.
Σπεῦσε στόν τάφο, τρέχοντας μαζί ἤ προπορευόμενος,
συναγωνιζόμενος τόν καλό συναγωνισμό.
Κι ἄν σέ προλάβει στήν ταχύτητα,
νίκησε μέ τόν ζῆλό σου.
Κι ἄν σάν Θωμᾶς χωρισθείς, ἀπ᾽ τούς συγκεντρωμένους μαθητές,
στούς ὁποίους ἐμφανίζεται ὁ Χριστός,
ὅταν Τόν δεῖς, μήν ἀπιστήσεις.
Κι ἄν ἀπιστήσεις, πίστεψε σ᾽ Αὐτούς πού στό λένε.
Κι ἄν οὔτε καί σ᾽ αὐτούς πιστέψεις,
δεῖξε ἐμπιστοσύνη στά σημάδια τῶν καρφιῶν.
Ἄν κατεβαίνει στόν Ἅδη, κατέβα μαζί Του.
Γνώρισε καί τά ἐκεῖ μυστήρια τοῦ Χριστοῦ,
ποιό εἶναι τό σχέδιο τῆς διπλῆς καταβάσεως,
ποιός ὁ λόγος της:
ἁπλῶς σώζει, κι ἐκεῖ ἀκόμα αὐτούς, πού τόν πιστεύουν.
«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός,
οὐρανός τε καί γῆ, καί τά καταχθόνια».
Τήν πρακτική ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ ἀναστάσιμου φωτός,
τήν περιγράφει ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος,
ὅπως τήν ἔζησε προσωπικά,
ἀλλά γιά λόγους ταπεινώσεως
τήν μεταφέρει, ὡς ἐμπειρία ἑνός νέου,
γράφοντας σέ τρίτο πρόσωπο:
«Κάποια νύχτα λοιπόν, πού ἔλεγε τό:
«Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἀμαρτωλῷ»,
μέ τόν νοῦ μᾶλλον, παρά μέ τά χείλη,
φάνηκε ξαφνικά, ἀπό ψηλά πλούσια θεία ἔλλαμψη
καί γέμισε ὅλος ὁ τόπος.
Μόλις ἔγινε αὐτό,
ὁ νέος δέν καταλάβαινε πιά, ἄν βρισκόταν
μέσα σέ σπίτι καί κάτω ἀπό στέγη.
Φῶς μόνο ἔβλεπε παντοῦ,
καί δέν αἰσθανόταν κἄν, ἄν πατοῦσε στή γῆ,
ἀλλ᾽ οὔτε φοβόταν, μήπως πέσει.
Δέν σκεπτόταν καθόλου τόν κόσμο,
οὔτε τοῦ ἄγγιζε τόν λογισμό τίποτε,
ἀπ᾽ ὅσα πειράζουν τούς ἀνθρώπους.
Ἦταν ὅλος μέσα σ᾽ ἕνα ἄϋλο φῶς
καί νόμιζε, πώς ἔγινε κι ὁ ἴδιος φῶς.
Λησμόνησε ὅλο τόν κόσμο,
ἐνῷ πλημμύρισε ἀπό δάκρυα,
ἀνέκφραστης χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως.
Ἔπειτα ὁ νοῦς του ἀνέβηκε στόν οὐρανό
καί εἶδε ἄλλο φῶς, λαμπρότερο ἀπ᾽ τό πρῶτο.
Ὅταν πέρασε ἡ θεωρία καί ἦρθε πάλιν στόν ἑαυτό του,
τόν συνεῖχε χαρά καί ἔκπληξη
καί δάκρυα ἀνέβλυζαν, ἀπό τήν καρδιά του, γεμάτα γλυκύτητα.
Μετά ἀπό λίγο, οἱ Ἐκκλησίες σήμαναν τόν Ὄρθρο.
Κι αὐτός σηκώθηκε, νά ψάλλει κατά τήν συνήθειά του,
χωρίς νά ἔχει οὔτε κἄν τήν ἔννοια, γιά ὕπνο ἐκείνη τή νύχτα.
Αὐτά ἔγιναν μέ τήν θέληση καί τήν ἀπόλυτη κρίση τοῦ Θεοῦ,
χωρίς ὁ νέος νά κάνει τίποτα περισσότερο,
παρά μόνο ὅσα ἀκούσατε,
μέ ὀρθή πίστη καί ἀδίστακτη ἐλπίδα.

Πῶς ὅμως ὅλα αὐτά μποροῦν νά γίνουν,
ἐμπειρία τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς;
«Καθαρθῶμεν τάς αἰσθήσεις καί ὀψόμεθα,
τῷ ἀπροσίτῳ φωτί τῆς Ἀναστάσεως,
Χριστόν ἐξαστράπτοντα καί χαίρετε φάσκοντα, τρανῶς ἀκουσόμεθα».
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης δίνει λεπτομερεῖς ὁδηγίες:
«Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι σύνθετος ἐκ ψυχῆς καί σώματος,
ἔχει διπλές τίς αἰσθήσεις».

Παραγγέλλει λοιπόν εἰς ἡμᾶς ὁ Ἱερός Μελῳδός, νά φυλάττουμε καθαρές τίς
νοερές αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς, ἀπό κακές ἐπιθυμίες καί θυμούς, ἀπό
λογισμούς βλάσφημους, πονηρούς καί αἰσχρούς, καί ἁπλῶς εἰπεῖν, ἀπό ὅλα
τά πάθη, τά καλούμενα ψυχικά.

Ὁμοίως νά φυλάττουμε καθαρές καί τίς αἰσθήσεις τοῦ σώματος μας ἀπό
τά βλαπτικά ἀντικείμενα, ἐπειδή ἀπό τίς αἰσθήσεις ἀναβαίνει ὁ τῆς ψυχῆς
θάνατος, κατά τό γεγραμμένον. «Ἀνέβη ὁ θάνατος διά τῶν θυρίδων» (Ἱερ. θ᾽ 21).

Ἐάν λοιπόν καθαρθῶμεν κατά τίς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς καί τοῦ
σώματος, μάλιστα δέ κατά τόν νοῦν καί τήν ὅραση, βέβαια θά ἀξιωθοῦμε,
νά βλέπουμε, μέ τούς νοερούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς, τόν Δεσπότη Χριστό,
ὁ ὁποῖος ἀνιστάμενος ἀπό τόν τάφο, ἐξαστράπτει ὑπέρ τόν ἥλιον μέ τόσο
πολύ καί ὑπερβολικό φῶς τῆς ἀναστάσεως, ὥστε αὐτό διά τήν ὑπερβολήν
εἶναι ἀπλησίαστον.

Ἀλλά καί ὁ Κύριος ἐβεβαίωσε καί εἶπε· «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ,
ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε΄ 8).

Ὁμοίως, ἐάν καθαρισθοῦμε κατά τήν ἐσωτερική καί νοερά ἀκοή τῆς
ψυχῆς, καί κατά τήν ἐξωτερική ἀκοή τοῦ σώματος, θά ἀκούσουμε καί ἡμεῖς
τρανῶς καί καθαρῶς τόν Ἀναστάντα Χριστόν, νά λέγῃ καί πρός ἡμᾶς τό
«Χαίρετε».
Τί λέγω; ἐάν καθαρισθοῦμε, ὄχι μόνο κατά τίς δύο αὐτές
αἰσθήσεις, τήν ὄραση καί τήν ἀκοή, ἀλλά καί σέ ὅλες μαζί, θά ἀπολαύσουμε
τίς νοητές χάριτες τοῦ ἀναστάντος Κυρίου.
Ἡ νοερά ὄσφρησή μας, κεκαθαρμένη, ἔχει νά ὀσφραίνεται, τήν νοητή
ὀσμή καί εὐῳδία τοῦ μύρου, πού ἀποπνέει ἐκ τοῦ Ἀναστάντος Δεσπότου,
ὅπως εἶναι γραμμένο στή Γραφή.

«Ὀσμή μύρων σου, ὑπέρ πάντα τά ἀρώματα» (Ἇσμ. α΄ 3).

Ὁμοίως καί ἡ νοερά μας γεύση, ἔχει νά γεύεται τή νοητή χρηστότητα τοῦ
ἐκ νεκρῶν Ἐγερθέντος, κατά τό «Γεύσασθε καί ἴδετε, ὅτι χρηστός ὁ Κύριος»
(Ψαλμ. λγ΄ 9).

Ἀλλά καί ἡ νοερά μας ἁφή, θά αἰσθάνεται τόν Ἀναστάντα, κατά τό
γεγραμμένο· «Εὐώνυμος αὐτοῦ, ὑπό τήν κεφαλήν μου, καί ἡ δεξιά αὐτοῦ
περιλήψεταί με» (Ἇσμ. β΄ 6).

Ὁ Σιναΐτης Θεῖος Γρηγόριος εἶπε:

«Ὁ μή ὁρῶν καί ἀκούων καί αἰσθανόμενος πνευματικῶς, νεκρός ἐστί»
(Κεφ. πζ΄).

Ἐάν λοιπόν καθαρισθοῦμε κατά τίς αἰσθήσεις, θά ἀπολαύσουμε
τίς χάριτες τοῦ Ἀναστάντος, ἐάν δέ εἴμαστε ἀκάθαρτοι, οὔτε τόν Χριστόν
θα δοῦμε, οὔτε τή φωνή αὐτοῦ θά ἀκούσουμε· ἐπειδή, κατά τόν
Σολομῶντα, «Εἰς κακότεχνον ψυχήν οὐκ εἰσελεύσεται σοφία, οὐδέ
κατοικήσει ἐν σώματι κατάχρεω ἁμαρτίας» (Σοφ. α΄ 4).

Καί κατά τόν Θεολόγο Γρηγόριο «Διά τοῦτο καθαρτέον πρῶτον
ἑαυτόν, εἶτα τῷ καθαρῷ, προσομιλητέον» (Λόγος α΄ περί Θεολογίας) ὁ
γάρ ἀκάθαρτος ὤν, κατά τάς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, αὐτός
εἶναι ἀκάθαρτος καί κατά τήν καρδίαν· ἀκάθαρτος δέ καρδία μυστήρια
Θεοῦ οὐ παραδέχεται· ὅθεν εἶπεν ὁ Κύριος, ὅτι οὐχί οἱ, ἀκάθαρτον, ἔχοντες,
τήν καρδίαν, ἀλλ΄ οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, τόν Θεόν ὄψονται (Ματθ. ε΄ 8).

Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου τονίζει:

«Σήμερα ἦλθε ἡ σωτηρία σ᾽ αὐτούς, πού βρίσκονται στή γῆ καί σ᾽ αὐτούς,
πού ἀπ΄ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων βρίσκονται κάτω ἀπ᾽τή γῆ.

Σήμερα ἦλθε ἡ σωτηρία στόν ὁρατό καί ἀόρατο κόσμο.

Εἶναι διπλῆ ἡ σωτηρία, διπλῆ ἡ φιλανθρωπία,
διπλῆ ἡ κατάβαση, μαζί καί συγκατάβαση,
διπλῆ ἡ ἐπίσκεψη, πρός τούς ἀνθρώπους.

Κατεβαίνει ὁ Θεός, ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ,
κι᾽ ἀπό τή γῆ στά καταχθόνια.

Ἀνοίγονται οἱ πύλες τοῦ Ἅδη.

Γεμίστε μέ ἀγαλλίαση ἐσεῖς, πού κοιμᾶσθε ἀπ᾽ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων,
ὑποδεχθεῖτε τό μέγα φῶς, ὅσοι κάθεσθε στό σκοτάδι
καί στή σκιά τοῦ θανάτου.

Ἔρχεται ὁ Δεσπότης ἀνάμεσα στούς δούλους.

Ἔρχεται ὁ Θεός ἀνάμεσα στούς νεκρούς.

Ἔρχεται ἡ ζωή ἀνάμεσα στούς νεκρούς.

Ἔρχεται ὁ ἀθῶος ἀνάμεσα στούς ἐνόχους.

Ἔρχεται τό φῶς, πού δέν σβήνει,
ἀνάμεσα σ᾽ αὐτούς, πού βρίσκονται στό σκοτάδι.

Ἔρχεται ὁ ἐλευθερωτής, ἀνάμεσα στούς αἰχμαλώτους».

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί ἐν Κυρίῳ καί ἀγαπητά μου τέκνα,
«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός».

Εὔχομαι ἐκ βαθέων πρός ὅλους σας,
νά προσέλθουμε λαμπαδηφόροι τῷ Χριστῷ,
καί νά συνεορτάσουμε,
μέσα στό ἀπρόσιτο φῶς τῆς Ἀναστάσεως.
 


Ὁ Ἐπίσκοπος καί Ποιμενάρχης Σας.

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

† Ὁ Γλυφάδας, Ἑλληνικοῦ, Βούλας, Βουλιαγμένης καί Βάρης
ΠΑΥΛΟΣ ὁ Α΄