Ἐν Βούλᾳ τῇ 3ῃ Ἀπριλίου 2015
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί καί ἀγαπητά μου τέκνα ἐν Κυρίῳ Ἀναστάντι,
Χριστός Ἀνέστη!
«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός,
οὐρανός τε καί γῆ, καί τά καταχθόνια».
Ὅλα εἶναι πλήρη ἀπό φῶς.
Ὁ Θεός, τήν δημιουργία μέ φῶς τήν ἄρχισε.
«Καί εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καί ἐγένετο φῶς».
Τό πρωτογενές συστατικό τῆς κάθε ὕλης εἶναι τό φῶς.
Καί ὁ ἄνθρωπος στήν ὑλική του ὑπόσταση, εἶναι φῶς, κτιστό φῶς,
ἀλλά ἔχει τήν δυνατότητα νά μετέχει
καί σέ ἕνα ἄλλο φῶς, στό ἄκτιστο φῶς,
πού εἶναι ἡ ζωντανή παρουσία καί θέα τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα εἶναι φῶς καί ἡ ζωή μας δημιουργημένη ἀπό κτιστό φῶς
καί καταυγαζόμενη ἀπό ἄκτιστο φῶς,
τῆς συνεχοῦς παρουσίας τῶν ἐνεργειῶν τῆς ἀγάπης Του.
Μέ φῶς ξεκινᾶμε καί τήν χριστιανική μας ζωή:
«Χιτῶνα μοι παράσχου φωτεινόν», λέμε στήν βάπτιση.
«Ὑμεῖς ἐστέ τό φῶς τοῦ κόσμου»,
εἶπε ὁ Χριστός στούς μαθητές Του.
Ἀφοῦ ὅλα εἶναι φῶς,
γιατί ὅλα γύρω μας φαίνονται τόσο ἀπελπιστικά σκοτεινά;
Γιατί τόση ἀπελπισία;
τόση μελαγχολία,
τόση ἀπογοήτευση;
Τό ἀναστάσιμο ὅμως τροπάριο ἀναφέρει:
«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός,
οὐρανός τε καί γῆ, καί τά καταχθόνια».
Τό τροπάριο τονίζει, τήν λέξη «νῦν», τώρα.
Ποῦ νά βρίσκεται ἡ γῆ αὐτοῦ τοῦ τώρα;
Ποῦ νά περπατήσω καί νά ἀναζητήσω τήν γῆ τοῦ φωτός;
Πῶς νά γίνω Κολόμβος, γιά νά ἀνακαλύψω τήν γῆ τοῦ φωτός;
Ποιά γωνιά τῆς γῆς ἔμεινε ἀπρόσβλητη ἀπό τό σκοτάδι;
Ποιά ἀσφαλῆ καράβια νά πάρω, γιά τό ταξίδι αὐτό;
Καί πόσο ἀλάργο καί μακρυνό θά εἶναι τό ταξίδι;
Ἡ πορεία αὐτῶν τῶν σκοτεινῶν διαλογισμῶν σταμάτησε,
ὅταν ἄκουσα τό πασχαλινό τραγούδι:
«Ἆρον κύκλῳ τούς ὀφθαλμούς σου Σιών καί ἴδε,
ἰδού γάρ ἥκασί σοι, θεοφεγγεῖς, ὡς φωστῆρες,
ἐκ δυσμῶν καί βορρᾶ, καί θαλάσσης,
καί ἑῴας τά τέκνα σου ἐν σοί εὐλογοῦντα,
Χριστόν εἰς τούς αἰῶνας».
«Σήκωσε, Σιών, τά μάτια σου τριγύρω καί κοίταξε,
γιατί, νά ἦρθαν ἀπό τή δύση καί τόν βορρᾶ,
τόν νότο καί τήν ἀνατολή τά παιδιά σου;
πού λάμπουν μέ θεϊκό φῶς, σάν τά ἄστρα,
δοξολογῶντας αἰώνια μέσα στούς κόλπους σου τόν Χριστό»;
Τότε κατάλαβα, πώς ὁ Χριστός, μέ τήν Ἀνάστασή Του,
ἔκανε τό φῶς κοντινό, τόσο κοντινό, ὅσο τό νά
«Σηκώσεις τά μάτια σου τριγύρω καί νά κοιτάξεις»,
καί στόλισε τά παιδιά Του,
κάθε δηλαδή ἄνθρωπο,
νά γίνεται «θεοφεγγής, ὡς φωστήρας».
Μήπως, ὅμως αὐτό εἶναι μία ἰδέα ἤ μία θεωρία;
Ποιός εἶναι ὁ τρόπος καί ὁ δρόμος;
Τόν τρόπο τόν δείχνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος:
«Ἄν εἶσαι Σίμων Κυρηναῖος,
σήκωσε τόν Σταυρό καί ἀκολούθησέ Τον.
Ἄν σταυρωθεῖς μαζί Του, ὡς ληστής,
γνώρισε τόν Θεό, σάν εὐγνώμων δοῦλος.
Ἄν κι Ἐκεῖνος λογιάσθηκε μέ τούς ἀνόμους,
γιά χάρη σου καί τήν ἁμαρτία σου,
γίνε καί σύ ἔννομος, γιά χάρη Ἐκείνου.
Προσκύνησε Αὐτόν, πού κρεμάσθηκε στό Σταυρό, γιά σένα,
ἔστω κι ἄν κρέμεσαι κι ἐσύ.
Κι ἄν εἶσαι Ἰωσήφ, ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας,
ζήτησε τό σῶμα ἀπ΄ τόν σταυρωτή.
Κι ἄν εἶσαι ὁ Νικόδημος, ὁ νυκτερινός Θεοσεβής,
ἐνταφίασέ Τον μέ μύρα.
Κι ἄν εἶσαι κάποια Μαρία,
ἤ ἡ ἄλλη Μαρία ἤ ἡ Σαλώμη ἤ ἡ Ἰωάννα,
δάκρυσε πρωΐ – πρωΐ.
Δές πρῶτος τήν πέτρα σηκωμένη,
ἴσως δέ καί τούς ἀγγέλους,
κι αὐτόν τόν Ἴδιο, τόν Ἰησοῦ.
Ἄν ἀκούσεις «Μή μ᾽ ἀγγίζεις»,
στάσου μακριά, σεβάσου τόν Λόγο.
Γίνε Πέτρος ἤ Ἰωάννης.
Σπεῦσε στόν τάφο, τρέχοντας μαζί ἤ προπορευόμενος,
συναγωνιζόμενος τόν καλό συναγωνισμό.
Κι ἄν σέ προλάβει στήν ταχύτητα,
νίκησε μέ τόν ζῆλό σου.
Κι ἄν σάν Θωμᾶς χωρισθείς, ἀπ᾽ τούς συγκεντρωμένους μαθητές,
στούς ὁποίους ἐμφανίζεται ὁ Χριστός,
ὅταν Τόν δεῖς, μήν ἀπιστήσεις.
Κι ἄν ἀπιστήσεις, πίστεψε σ᾽ Αὐτούς πού στό λένε.
Κι ἄν οὔτε καί σ᾽ αὐτούς πιστέψεις,
δεῖξε ἐμπιστοσύνη στά σημάδια τῶν καρφιῶν.
Ἄν κατεβαίνει στόν Ἅδη, κατέβα μαζί Του.
Γνώρισε καί τά ἐκεῖ μυστήρια τοῦ Χριστοῦ,
ποιό εἶναι τό σχέδιο τῆς διπλῆς καταβάσεως,
ποιός ὁ λόγος της:
ἁπλῶς σώζει, κι ἐκεῖ ἀκόμα αὐτούς, πού τόν πιστεύουν.
«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός,
οὐρανός τε καί γῆ, καί τά καταχθόνια».
Τήν πρακτική ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ ἀναστάσιμου φωτός,
τήν περιγράφει ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος,
ὅπως τήν ἔζησε προσωπικά,
ἀλλά γιά λόγους ταπεινώσεως
τήν μεταφέρει, ὡς ἐμπειρία ἑνός νέου,
γράφοντας σέ τρίτο πρόσωπο:
«Κάποια νύχτα λοιπόν, πού ἔλεγε τό:
«Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἀμαρτωλῷ»,
μέ τόν νοῦ μᾶλλον, παρά μέ τά χείλη,
φάνηκε ξαφνικά, ἀπό ψηλά πλούσια θεία ἔλλαμψη
καί γέμισε ὅλος ὁ τόπος.
Μόλις ἔγινε αὐτό,
ὁ νέος δέν καταλάβαινε πιά, ἄν βρισκόταν
μέσα σέ σπίτι καί κάτω ἀπό στέγη.
Φῶς μόνο ἔβλεπε παντοῦ,
καί δέν αἰσθανόταν κἄν, ἄν πατοῦσε στή γῆ,
ἀλλ᾽ οὔτε φοβόταν, μήπως πέσει.
Δέν σκεπτόταν καθόλου τόν κόσμο,
οὔτε τοῦ ἄγγιζε τόν λογισμό τίποτε,
ἀπ᾽ ὅσα πειράζουν τούς ἀνθρώπους.
Ἦταν ὅλος μέσα σ᾽ ἕνα ἄϋλο φῶς
καί νόμιζε, πώς ἔγινε κι ὁ ἴδιος φῶς.
Λησμόνησε ὅλο τόν κόσμο,
ἐνῷ πλημμύρισε ἀπό δάκρυα,
ἀνέκφραστης χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως.
Ἔπειτα ὁ νοῦς του ἀνέβηκε στόν οὐρανό
καί εἶδε ἄλλο φῶς, λαμπρότερο ἀπ᾽ τό πρῶτο.
Ὅταν πέρασε ἡ θεωρία καί ἦρθε πάλιν στόν ἑαυτό του,
τόν συνεῖχε χαρά καί ἔκπληξη
καί δάκρυα ἀνέβλυζαν, ἀπό τήν καρδιά του, γεμάτα γλυκύτητα.
Μετά ἀπό λίγο, οἱ Ἐκκλησίες σήμαναν τόν Ὄρθρο.
Κι αὐτός σηκώθηκε, νά ψάλλει κατά τήν συνήθειά του,
χωρίς νά ἔχει οὔτε κἄν τήν ἔννοια, γιά ὕπνο ἐκείνη τή νύχτα.
Αὐτά ἔγιναν μέ τήν θέληση καί τήν ἀπόλυτη κρίση τοῦ Θεοῦ,
χωρίς ὁ νέος νά κάνει τίποτα περισσότερο,
παρά μόνο ὅσα ἀκούσατε,
μέ ὀρθή πίστη καί ἀδίστακτη ἐλπίδα.
Πῶς ὅμως ὅλα αὐτά μποροῦν νά γίνουν,
ἐμπειρία τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς;
«Καθαρθῶμεν τάς αἰσθήσεις καί ὀψόμεθα,
τῷ ἀπροσίτῳ φωτί τῆς Ἀναστάσεως,
Χριστόν ἐξαστράπτοντα καί χαίρετε φάσκοντα, τρανῶς ἀκουσόμεθα».
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης δίνει λεπτομερεῖς ὁδηγίες:
«Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι σύνθετος ἐκ ψυχῆς καί σώματος,
ἔχει διπλές τίς αἰσθήσεις».
Παραγγέλλει λοιπόν εἰς ἡμᾶς ὁ Ἱερός Μελῳδός, νά φυλάττουμε καθαρές τίς
νοερές αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς, ἀπό κακές ἐπιθυμίες καί θυμούς, ἀπό
λογισμούς βλάσφημους, πονηρούς καί αἰσχρούς, καί ἁπλῶς εἰπεῖν, ἀπό ὅλα
τά πάθη, τά καλούμενα ψυχικά.
Ὁμοίως νά φυλάττουμε καθαρές καί τίς αἰσθήσεις τοῦ σώματος μας ἀπό
τά βλαπτικά ἀντικείμενα, ἐπειδή ἀπό τίς αἰσθήσεις ἀναβαίνει ὁ τῆς ψυχῆς
θάνατος, κατά τό γεγραμμένον. «Ἀνέβη ὁ θάνατος διά τῶν θυρίδων» (Ἱερ. θ᾽ 21).
Ἐάν λοιπόν καθαρθῶμεν κατά τίς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς καί τοῦ
σώματος, μάλιστα δέ κατά τόν νοῦν καί τήν ὅραση, βέβαια θά ἀξιωθοῦμε,
νά βλέπουμε, μέ τούς νοερούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς, τόν Δεσπότη Χριστό,
ὁ ὁποῖος ἀνιστάμενος ἀπό τόν τάφο, ἐξαστράπτει ὑπέρ τόν ἥλιον μέ τόσο
πολύ καί ὑπερβολικό φῶς τῆς ἀναστάσεως, ὥστε αὐτό διά τήν ὑπερβολήν
εἶναι ἀπλησίαστον.
Ἀλλά καί ὁ Κύριος ἐβεβαίωσε καί εἶπε· «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ,
ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε΄ 8).
Ὁμοίως, ἐάν καθαρισθοῦμε κατά τήν ἐσωτερική καί νοερά ἀκοή τῆς
ψυχῆς, καί κατά τήν ἐξωτερική ἀκοή τοῦ σώματος, θά ἀκούσουμε καί ἡμεῖς
τρανῶς καί καθαρῶς τόν Ἀναστάντα Χριστόν, νά λέγῃ καί πρός ἡμᾶς τό
«Χαίρετε».
Τί λέγω; ἐάν καθαρισθοῦμε, ὄχι μόνο κατά τίς δύο αὐτές
αἰσθήσεις, τήν ὄραση καί τήν ἀκοή, ἀλλά καί σέ ὅλες μαζί, θά ἀπολαύσουμε
τίς νοητές χάριτες τοῦ ἀναστάντος Κυρίου.
Ἡ νοερά ὄσφρησή μας, κεκαθαρμένη, ἔχει νά ὀσφραίνεται, τήν νοητή
ὀσμή καί εὐῳδία τοῦ μύρου, πού ἀποπνέει ἐκ τοῦ Ἀναστάντος Δεσπότου,
ὅπως εἶναι γραμμένο στή Γραφή.
«Ὀσμή μύρων σου, ὑπέρ πάντα τά ἀρώματα» (Ἇσμ. α΄ 3).
Ὁμοίως καί ἡ νοερά μας γεύση, ἔχει νά γεύεται τή νοητή χρηστότητα τοῦ
ἐκ νεκρῶν Ἐγερθέντος, κατά τό «Γεύσασθε καί ἴδετε, ὅτι χρηστός ὁ Κύριος»
(Ψαλμ. λγ΄ 9).
Ἀλλά καί ἡ νοερά μας ἁφή, θά αἰσθάνεται τόν Ἀναστάντα, κατά τό
γεγραμμένο· «Εὐώνυμος αὐτοῦ, ὑπό τήν κεφαλήν μου, καί ἡ δεξιά αὐτοῦ
περιλήψεταί με» (Ἇσμ. β΄ 6).
Ὁ Σιναΐτης Θεῖος Γρηγόριος εἶπε:
«Ὁ μή ὁρῶν καί ἀκούων καί αἰσθανόμενος πνευματικῶς, νεκρός ἐστί»
(Κεφ. πζ΄).
Ἐάν λοιπόν καθαρισθοῦμε κατά τίς αἰσθήσεις, θά ἀπολαύσουμε
τίς χάριτες τοῦ Ἀναστάντος, ἐάν δέ εἴμαστε ἀκάθαρτοι, οὔτε τόν Χριστόν
θα δοῦμε, οὔτε τή φωνή αὐτοῦ θά ἀκούσουμε· ἐπειδή, κατά τόν
Σολομῶντα, «Εἰς κακότεχνον ψυχήν οὐκ εἰσελεύσεται σοφία, οὐδέ
κατοικήσει ἐν σώματι κατάχρεω ἁμαρτίας» (Σοφ. α΄ 4).
Καί κατά τόν Θεολόγο Γρηγόριο «Διά τοῦτο καθαρτέον πρῶτον
ἑαυτόν, εἶτα τῷ καθαρῷ, προσομιλητέον» (Λόγος α΄ περί Θεολογίας) ὁ
γάρ ἀκάθαρτος ὤν, κατά τάς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, αὐτός
εἶναι ἀκάθαρτος καί κατά τήν καρδίαν· ἀκάθαρτος δέ καρδία μυστήρια
Θεοῦ οὐ παραδέχεται· ὅθεν εἶπεν ὁ Κύριος, ὅτι οὐχί οἱ, ἀκάθαρτον, ἔχοντες,
τήν καρδίαν, ἀλλ΄ οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, τόν Θεόν ὄψονται (Ματθ. ε΄ 8).
Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου τονίζει:
«Σήμερα ἦλθε ἡ σωτηρία σ᾽ αὐτούς, πού βρίσκονται στή γῆ καί σ᾽ αὐτούς,
πού ἀπ΄ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων βρίσκονται κάτω ἀπ᾽τή γῆ.
Σήμερα ἦλθε ἡ σωτηρία στόν ὁρατό καί ἀόρατο κόσμο.
Εἶναι διπλῆ ἡ σωτηρία, διπλῆ ἡ φιλανθρωπία,
διπλῆ ἡ κατάβαση, μαζί καί συγκατάβαση,
διπλῆ ἡ ἐπίσκεψη, πρός τούς ἀνθρώπους.
Κατεβαίνει ὁ Θεός, ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ,
κι᾽ ἀπό τή γῆ στά καταχθόνια.
Ἀνοίγονται οἱ πύλες τοῦ Ἅδη.
Γεμίστε μέ ἀγαλλίαση ἐσεῖς, πού κοιμᾶσθε ἀπ᾽ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων,
ὑποδεχθεῖτε τό μέγα φῶς, ὅσοι κάθεσθε στό σκοτάδι
καί στή σκιά τοῦ θανάτου.
Ἔρχεται ὁ Δεσπότης ἀνάμεσα στούς δούλους.
Ἔρχεται ὁ Θεός ἀνάμεσα στούς νεκρούς.
Ἔρχεται ἡ ζωή ἀνάμεσα στούς νεκρούς.
Ἔρχεται ὁ ἀθῶος ἀνάμεσα στούς ἐνόχους.
Ἔρχεται τό φῶς, πού δέν σβήνει,
ἀνάμεσα σ᾽ αὐτούς, πού βρίσκονται στό σκοτάδι.
Ἔρχεται ὁ ἐλευθερωτής, ἀνάμεσα στούς αἰχμαλώτους».
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί ἐν Κυρίῳ καί ἀγαπητά μου τέκνα,
«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός».
Εὔχομαι ἐκ βαθέων πρός ὅλους σας,
νά προσέλθουμε λαμπαδηφόροι τῷ Χριστῷ,
καί νά συνεορτάσουμε,
μέσα στό ἀπρόσιτο φῶς τῆς Ἀναστάσεως.
|
Ὁ Ἐπίσκοπος καί Ποιμενάρχης Σας.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Γλυφάδας, Ἑλληνικοῦ, Βούλας, Βουλιαγμένης καί Βάρης
ΠΑΥΛΟΣ ὁ Α΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου