Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020

Πως μετατρέπονται οι κακοί λογισμοί σε αγαθοί;

 


Πως μετατρέπονται οι κακοί λογισμοί σε αγαθοί;

Πως μετατρέπονται οι κακοί λογισμοί σε αγαθοί;

Όλοι, οφείλουν να μάθουν τον πόλεμο με τους λογισμούς, και να μάθουν να μετατρέπουν τους κακούς λογισμούς σε αγαθούς. Αυτό είναι σημάδι πεπειραμένης ψυχής.


Ρωτάς πώς γίνεται αυτό; Να! Όπως ο ζωντανός άνθρωπος αισθάνεται πότε κρύο και πότε ζέστη, το ίδιο και όποιος γνώρισε εκ πείρας το Άγιο Πνεύμα, ακούει πότε υπάρχει στην ψυχή του η Χάρη και πότε έρχονται τα πονηρά πνεύματα. Ο Κύριος δίνει στην ψυχή τη σύνεση να αναγνωρίζει την έλευσή Του και να Τον αγαπά και να κάνει το θέλημά Του. Επίσης η ψυχή αναγνωρίζει τους λογισμούς του εχθρού όχι από την εξωτερική τους μορφή, αλλά από την επενέργειά τους στην ψυχή. Οι εχθροί εύκολα εξαπατούν εκείνον που δεν έχει την πείρα αυτή.

Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης

Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός: Η αμέλεια είναι η κύρια αιτία της αποτυχίας

 


Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός: Η αμέλεια είναι η κύρια αιτία της αποτυχίας

Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός: Η αμέλεια είναι η κύρια αιτία της αποτυχίας

Σε σχετικές ερωτήσεις μας, απαντούσε ότι η αμέλεια είναι η κύρια αιτία της αποτυχίας του ανθρώπου στον πνευματικό σκοπό του. Τον ρώτησα κάποτε, πώς οι Πατέρες προβάλλουν ως αφορμή την κενοδοξία;


Και απάντησε ναι και αυτή μας επιβουλεύεται, αλλά όχι όλους παρά μόνο όσους ξεγελάσει και πάλι λίγους, γιατί η κενοδοξία φθείρει τους συγκεντρωμένους θησαυρούς, ενώ η αμέλεια δεν αφήνει να τους συνάξεις. Η αμέλεια μοιάζει με ανομβρία, που δεν αφήνει να φυτρώσει τίποτε.

Η κενοδοξία βλάπτει όσους έχουν καρπό, όσους έχουν προχωρήσει, ενώ η αμέλεια ζημιώνει όλους. Εμποδίζει αυτούς που θέλουν να ξεκινήσουν και σταματά αυτούς που προχώρησαν.

Δεν επιτρέπει την μάθηση σε αυτούς που αγνοούν και εμποδίζει την επιστροφή σε αυτούς που πλανήθηκαν. Δεν αφήνει να σηκωθούν όσοι έπεσαν και γενικά είναι όλεθρος για όσους αιχμαλωτίζονται από αυτήν.

Με πρόφαση τις φυσικές ανάγκες και τον κόπο που προέρχεται από τον αγώνα, γίνεται η απατηλή πιστευτή και ως καλός αγωγός -η ακηδία- μας μεταφέρει και μας παραδίνει στην φιλαυτία, τον γενικότερο εχθρό.

Μόνο η ανδρεία ψυχή, με βάση την πίστη και την ελπίδα προς τον Θεό, ανατρέπει αυτήν την επιβουλή. διαφορετικά, γλυτώνει δύσκολα όποιος έχει άγνοια από αυτά τα δίχτυα.

Ταλαιπωρεί πολύ αυτούς που μένουν μόνοι και όσους αποφεύγουν την προγραμματισμένη ζωή, ενώ αδυνατεί να βλάψει τους υποτακτικούς και αυτούς που διακονούν.

Η αμέλεια, ο ακοίμητος κίνδυνος του πιστού.

Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

SKIATHOSLIFE | Αποσπάσματα του "Πόλεως Αλώσις" του Α. Μωραϊτίδη παρουσία...

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων»



O Πολίτης εντάσσει τον Παπαδιαμάντη μαζί με τον Καρκαβίτσα στους σημαντικότερους συνεχιστές του ηθογραφικού διηγήματος που εισήγαγε ο Γ. Βιζυηνός. Ωστόσο αναδεικνύει επίσης τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Παπαδιαμάντη:

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είχε παρουσιαστεί από νωρίς (1879) με μυθιστορήματα  ιστορικά και περιπετειώδη, περνά κι αυτός όμως στο ηθογραφικό διήγημα, που το καλλιεργεί πια σχεδόν αποκλειστικά για μια ολόκληρη 25ετία. Τα διηγήματά του ξεπερνούν τα 200, δεν έχουν όμως όλα την ίδια αξία. Τα επιτυχημένα όμως είναι πολλά και σημαντικά.

Ζωγραφίζουν σχεδόν όλα, περιστατικά και ανθρώπινους τύπους του πατρικού του νησιού, της Σκιάθου, που παίρνουν ζωή και κίνηση από τη νοσταλγία του συγγραφέα. Η νοσταλγία είναι το βασικό και το μόνιμο στοιχείο στον Παπαδιαμάντη, είναι η δύναμη και η αδυναμία του.

Το έργο του, από την εποχή που ζούσε ακόμη ως τις μέρες μας, έγινε πολλές φορές στόχος της κριτικής, που έφτασε άλλοτε ως το υπερβολικό εγκώμιο και τον θαυμασμό και άλλοτε ως την υποτίμηση και την άρνηση. Η αρνητική κριτική επεσήμανε τη χαλαρή σύνθεση των διηγημάτων του, την απουσία ενός σχεδίου, την έλλειψη βούλησης καλλιτεχνικής. Όμως, όπως στα σκίτσα πολλών ζωγράφων, η δύναμη του Παπαδιαμάντη υπάρχει σε αυτό ακριβώς το ελεύθερο σκιτσάρισμα.

Πέρα από το «ηθογραφικό» υπόβαθρο, ο Παπαδιαμάντης έχει συλλάβει μερικά βασικά και όχι τόσο ευκολοσύλληπτα χαρακτηριστικά του νεοελληνικού χαρακτήρα, έχει δεσμεύσει μέσα στα διηγήματά του κάτι από αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε νεοελληνική λαϊκή μυθολογία.
Στη γλώσσα,  δεν έκανε το αποφασιστικό βήμα από την καθαρεύουσα προς τη δημοτική όπως πολλοί άλλοι της γενιά τους. Η καθαρεύουσά του όμως είναι εντελώς προσωπική και ιδιότυπη, ακόμα και ανόμοια.
Κατά τον Λίνο Πολίτη, στη γλώσσα του Παπαδιαμάντη υπάρχουν τρεις αναβαθμοί:1) Στους διαλόγους χρησιμοποιεί σχεδόν φωτογραφικά αποτυπωμένη την ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα, πολλές φορές και με τους σκιαθίτικους ιδωματισμούς. 2) Υπάρχει και μια άλλη γλώσσα για την αφήγηση, με  βάση βέβαια την καθαρεύουσα, αλλά με πρόσμειξη πολλών στοιχείων της δημοτικής, και αυτό αποτελεί ίσως το πιο προσωπικό του ύφος. 3) Και τέλος μια προσεγμένη και αυστηρή καθαρεύουσα, η παραδομένη από την παλαιότερη γενιά γλώσσα της πεζογραφίας, που ο Παπαδιαμάντης την επιφυλάσσει στις περιγραφές καθώς και στις λυρικές του παρεκβάσεις.
Από την πληθωρική παραγωγή του Παπαδιαμάντη, ο Λίνος Πολίτης ξεχωρίσει για πριν το 1900:  Η νοσταλγία,  το Ολόγυρα στη λίμνη, το εκτεταμένο και πλατύ αφήγημα Βαρδιάνος στα σπόρκα και το Έρωτας στα χιόνια με τη λυρική του μελαγχολία.
Μετά το 1900 ο λυρικός τόνος κυριαρχεί περισσότερο: Όνειρο στο Κύμα, Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου και το εκτενέστερο, σαν λυρική εξομολόγηση Ρόδινα ακρογιάλια.
Το πιο δυνατό έργο της τελευταίας δεκαετίας του Παπαδιαμάντη είναι Η Φόνισσα (1903). Κεντρική μορφή στο μεγάλο αυτό αφήγημα είναι η Φραγκογιαννού ( η φόνισσα). Εξήντα χρονών πια, καθώς αναλογίζεται τα περασμένα της, διαπιστώνει πως η γυναίκα είναι πάντα σκλάβα: των γονιών της ανύπαντρη, του άντρα της παντρεμένη,  ύστερα των παιδιών και στο τέλος των παιδιών των παιδιών της.
Έτσι συλλαμβάνει την ιδέα να σκοτώνει τα μικρά κορίτσια, για να τα σώσει από τα βάσανα. Και με την έμμονη αυτή ιδέα, θα διαπράξει μια σειρά από φόνους και κυνηγημένη από την αστυνομία θα πνιγεί την ώρα που ζητά καταφύγιο σε μια εκκλησία κοντά στη θάλασσα, «εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης».
—————————————————-
Πηγή: Πολίτης, Λίνος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, 11η ανατύπωση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2002, σ. 203-206.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ



redline  Για τη Ζωή και το Έργο του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη
 
Μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, ποιητής, δημοσιογράφος, αρθρογράφος, μελετητής, μεταφραστής, θεωρείται ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ως ο μεγαλύτερος νεοέλληνας διηγηματογράφος. Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 στη Σκιάθο. Από μικρός, αντιμετώπισε μεγάλες βιοτικές δυσκολίες γιατί ανήκε σε φτωχή και πολυμελή οικογένεια, αποτελούμενη από δυο αγόρια και τέσσερα κορίτσια — τ' αδέλφια του. Με κόπο τέλειωσε τις εγκύκλιες σπουδές στη Σκιάθο. Πιστός της Ορθοδοξίας, στα 1872 ακολουθώντας τον φίλο του μοναχό Νήφωνα, πήγε στο Αγιο Όρος για να καλογερέψει, μα ύστερ' από λίγους μήνες το εγκατέλειψε γιατί έκρινε πως δεν του ταίριαζε το μοναχικό σχήμα. Εγγράφεται μετά στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, μα δεν παίρνει το δίπλωμά του. Για να ζήσει, δίνει μαθήματα σε νέους, μαθαίνει μόνος του τέλεια την αγγλική και τη γαλλική, γνωρίζεται με τους λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους, χάρη στις σχέσεις που είχε μ' αυτούς ο εξάδελφος του Αλ. Μωραϊτίδης και αρχίζει να δημοσιεύει έργα του στα περιοδικά «Ραμπαγάς», «Νεολόγος Κων/πόλεως», «Μη Χάνεσαι» και στις εφημερίδες «Ακρόπολις» και «Εφημερίς». Αναγνωρίζεται αμέσως το δυνατό του ταλέντο και η συνεργασία του γίνεται περιζήτητη. Ωστόσο, για να εξασφαλίσει διαρκέστερους πόρους, αναγκάζεται να δημοσιογραφήσει και να επιδοθεί σε μεταφράσεις. Πρώτος ο Παπαδιαμάντης μετέφρασε ελληνικά το αριστούργημα του Ντοστογιέφσκυ, «Έγκλημα και Τιμωρία». Ωστόσο, εκείνο που απασχολεί περισσότερο τον εσωτερικό του κόσμο, είναι η μεγάλη του νοσταλγία για την πατρίδα του, τη Σκιάθο, η οποία και χρησίμεψε για λυρικό και ηθογραφικό πλαίσιο του καλύτερου και του μεγαλύτερου μέρους του έργου του. Κάθε τόσο, αφήνει την Αθήνα και γυρίζει στο νησί του, αποφεύγοντας την κοινωνική ζωή, και κάνοντας συντροφιά τους απλούς νησιώτες, ψαράδες, γεωργούς, μαραγκούς, παπάδες, γριούλες. Ξαναγυρίζει στην Αθήνα, μα δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας. Δοσμένος από μικρός στη λατρεία της Εκκλησίας, γίνεται δεξιός ψάλτης στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, στο Μοναστηράκι, έχοντας αριστερό ψάλτη τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Είναι φανατικός τηρητής της βυζαντινής μουσικής. Αλλά αγαπά και τη ζωή, στις πιο απλές λαϊκές της εκδοχές και μορφές. Έτσι, τα βράδια τα περνάει στις ταβέρνες, με συντροφιά τους απλούς ανθρώπους του λαού. Είναι ντυμένος πάντα φτωχικά, αποφεύγει τον κόσμο. Περήφανος και αξιοπρεπής, υποφέρει τη φτώχεια του και βρίσκει παρηγοριά στο ψάλσιμο, στη νοσταλγία της Σκιάθου, στη συγγραφή πλήθους διηγημάτων και στο οινόπνευμα. Με τα χρόνια, παθαίνει ρευματισμούς στα χέρια του, κι αυτό, τον δυσκολεύει στη συγγραφική του απασχόληση. Πάντα φτωχός και υποφέροντας, αναγκάζεται στα 1911 να γυρίσει στην πατρίδα του. Εκεί, στο αγαπημένο του νησί, θα τον βρει ο θάνατος, στις 3 Ιανουαρίου 1911.
Το διάσπαρτο εδώ κι εκεί έργο του Παπαδιαμάντη, άρχισε να εκδίδεται συστηματικά, συγκεντρωμένο σε τόμους, μόλις έκλεισαν πενήντα χρόνια από το θάνατό του. Από τότε, γνώρισε πολλές εκδόσεις, με τη μορφή των «Απάντων».
Αντρέας Καραντώνης, Νεοελληνική Λογοτεχνία: Φυσιογνωμίες, τ. 1., Αθ.: εκδ. Παπαδήμα,31977,
σσ. 411-412.

Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4 Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχ. [ολείον] εις τα 1863, αλλά μόνον το 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α' και την Β' τάξιν. Την Γ' εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου, κι έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 επήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τῳ 1873 ήλθα εις Αθήνας κι εφοίτησα εις την Δ' του Βαρβακείου. Τῳ 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ' εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ' ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας.
Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, κι εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τῳ 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη η «Μετανάστις», έργον μου, εις τον Νεολόγον Κωνσταντινουπόλεως. Τω 1881 εν θρησκευτικόν ποιημάτιον εις το περιοδικόν Σωτήρα. Τῳ 1882 εδημοσιεύθη[σαν] «Οι Έμποροι των Εθνών» εις το Μη Χάνεσαι. Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας.
Α.Π.[απαδιαμάντης], Αυτοβιογραφικό Σημείωμα

Τι κείμενα αρχαία και τι κείμενα ξένα, τι κείμενα βυζαντινά, εκκλησιαστικά συναξάρια, τροπάρια, ψαλμούς δεν ξέρει αυτός ο άνθρωπος! Τι «χωρία» της Γραφής, της Παλαιάς και της Νέας! Αλλ' οι άμεσες γνώσεις του απ' τη ζωή, οι ζωντανές, κ' εκείνες μήπως ολιγότερες είναι; Ξέρει γαλλικά, αγγλικά, τούρκικα, αρβανίτικα, ρουμελιώτικα... Ο ψαράς, ο καϊκτσής, ο βοσκός, ο γεωργός τού έχουν μάθει ό,τι έμαθαν κ' εκείνοι. Ξέρει έθιμα και συνήθειες, την Ιερά παράδοση και τα μάγια, τα ξόρκια και τις δεισιδαιμονίες, τις προλήψεις... Ξέρει ανέκδοτα κ' ιστορίες, παραμύθια του νησιού κ' οικογενειακά — για να τα διηγείται ατέλειωτα μέσα στις πληχτικές ώρες του «καφενέ» του αθηναϊκού... Μα αν ο συνομιλητής του βαρεθεί και του ζητήσει να παίξουν έν' από τα πολλά τ' αλγεβρικά παιχνίδια του καφενέ, με τα χαρτιά, με τα ζάρια, ή με τα πιόνια, είναι πρόθυμος, γιατί τα ξέρει κ' εκείνα.
Ποιος απ' όσους έγραψαν έκτοτε πεζογραφία ξέρει τα μισά απ' όσα στη ζωή του είχε μάθει ο Παπαδιαμάντης!
Τέλλος Άγρας, «Πώς βλέπομε σήμερα τον Παπαδιαμάντη» [1936]: Κριτικά, επιμ. Κώστας
Στεργιόπουλος, τ. 3. Ερμής, 1984, σσ. 11-74: 45-46.

Συγκεντρωτικές Εκδόσεις του Έργου του

 
Τα Άπαντα, επιμ. Γ. Βαλέτας, 5+1 ττ., Αθ.: εκδ. Δ. Δημητράκου / εκδ. «Βίβλος», 1954-1956.
Άπαντα τα μέχρι του Θανάτου του Δημοσιευθέντα, πρόλ. Στράτης Μυριβήλης, επιμ. Ένη Βέη-Σεφερλή, 3 ττ., Αθ.: εκδ. «Σεφερλής», 1962.
Άπαντα, Κριτική Έκδοση, επιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, 5 τόμοι, Αθ.: Δόμος, 1981-1988· αυτοτελώς η Αλληλογραφία, Αθ.: Δόμος, 1992.

redline  Το Έργο του Παπαδιαμάντη: Γενική Θεώρηση
 
Οι Δυο Κύριες Περίοδοι της Δημιουργίας του

 
Η θητεία του Παπαδιαμάντη στο ιστορικό μυθιστόρημα ήταν σύντομη. Αφού έδωσε τα μυθιστορήματα Η μετανάστις (1879-80), Οι έμποροι των Εθνών (1882-83) και η Γυφτοπούλα (1884), στα οποία είναι φανερές οι υπερβολές και οι αδυναμίες του ρομαντισμού, στρέφεται σε σύγχρονα ελληνικά θέματα. Μεταβατικό έργο από το ιστορικό μυθιστόρημα στο ηθογραφικό διήγημα είναι η νουβέλα του Χρήστος Μηλιόνης, που δημοσιεύτηκε στην Εστία το 1885. Εδώ προσπάθησε να δώσει το κλίμα του ηρωισμού της κλέφτικης ζωής και να περιγράψει τα ήθη και τις συνήθειες των κλεφτών εμπνευσμένος από το δημοτικό τραγούδι. Επιχείρησε να συνδυάσει την ιστορία με την ηθογραφία σύμφωνα με τις τάσεις που επικράτησαν.
Κατόπιν θα αφοσιωθεί αποκλειστικά στο ηθογραφικό διήγημα που του έδωσε την πρώτη και μοναδική θέση στα γράμματά μας. Το διηγηματογραφικό έργο του Παπαδιαμάντη είναι μεγάλο. Εκτός από τα τρία μυθιστορήματα, έγραψε πέντε νουβέλες και 170 διηγήματα. Σε λίγα χρόνια πλημμύρισε την Αθήνα με τους ταπεινούς ήρωες των σκιαθίτικων διηγημάτων του και τα γνήσια λαϊκά ήθη της πατρίδας του. Τα διηγήματά του δημοσιεύονται στον αθηναϊκό τύπο. Η πρωτεύουσα, που ζει έντονα την περίοδο της αστικοποίησης και είναι εκτεθειμένη σε ποικίλες ιδεολογικές και πολιτισμικές επιδράσεις και ρεύματα από την Ευρώπη, δέχεται την επίθεση της ελληνικότητας από την ηθογραφία του σκιαθίτη διηγηματογράφου.
Γιώργος Παγανός. «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης»: ΙΔ., Η Νεοελληνική Πεζογραφία: Θεωρία και
Πράξη [τ. 1], Θεσσαλονίκη: Κώδικας, 1983, σσ. 80-86: 80.

 
Ρεαλισμός, Ηθογραφία, Συμβολισμός κ.ά.

 
Το μεγαλύτερο κέρδος αυτής της πρώτης ηθογραφίας, χάρη στη στροφή της προσοχής προς την αγροτική και θαλασσινή Ελλάδα, είναι ότι πλησίασε τον απλό άνθρωπο της υπαίθρου και προσάρμοσε στη λιτότητά του το εκφραστικό της όργανο. Η αναπροσαρμογή της αφήγησης στη νέα θεματογραφία άνοιξε τρόπους γραφής που αποδείχτηκαν πολύ γόνιμοι για τη μετέπειτα εξέλιξη της ελληνικής πεζογραφίας. Η αφήγηση, σε πρώτο πρόσωπο κατά προτίμηση, μιας ζωής παλαιικής και απλής, ο διάλογος σχεδόν φωνογραφικά πιστός είναι λύσεις υφολογικές και τεχνικές μεγάλης σημασίας. Για μια νέα εμπειρία αφηγηματική, που τώρα αποκτά σταθερές βάσεις, βρισκόμαστε μπρος σε μια προνομιούχο αφετηρία.
Mario Vitti, Ιδεολογική Λειτουργία της Ελληνικής Ηθογραφίας, Κέδρος,
31991 [11974], σ. 75

Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη παρουσιάζουν έντονα τα κυριότερα χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, καίτοι συνήθως θεωρείται ο ίδιος ηθογράφος-ρεαλιστής. Οι κατηγορίες αυτές του ηθογράφου-ρεαλιστή δεν ικανοποιούν πολλούς από τους σύγχρονους μελετητές του Παπαδιαμάντη, που τονίζουν την ποιητική πνοή του έργου του, τον έντονο συμβολισμό του, την μεταφυσική του διάσταση, την «κατάργηση της χρονικότητός» του. Δύο θέματα που παρουσιάζονται συχνά στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα οποία είναι θεμελιώδη και στο πεζογραφικό και ποιητικό έργο της ευρωπαϊκής ρομαντικής εποχής είναι πρώτον ο προέχων ρόλος της φύσης και δεύτερον ο ανέφικτος έρωτας.
Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, «Ο Παπαδιαμάντης και η Παράδοση του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού»:
[Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών], Πρακτικά Α' Διεθνούς Συνεδρίου για τον Παπαδιαμάντη:
Σκιάθος
, 20-24 Σεπτεμβρίου 1991, Αθ.: εκδ. Δόμος, 1996, 387-405: 387-388.

 
Η Σχέση του με τη Φύση

 
... Νομίζω πως η σχέση του Παπαδιαμάντη με τη φύση δεν είναι μονάχα αισθητική, αλλά κυρίως ηθική. Πρώτα πρώτα είναι ο συγγραφέας του ανοιχτού χώρου. Τοποθετεί τα δρώμενα μέσα σ' αυτόν τον ανοιχτό χώρο, τη φύση. Φύση και άνθρωπος αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται. Η φύση καθορίζει εν πολλοίς τα δρώμενα, αλλά και τα δρώμενα επενεργούν στο ήθος της φύσης. Ο Παπαδιαμάντης δεν μένει σ' ένα λαϊκό ανιμισμό, σαν αυτό των δημοτικών μας τραγουδιών. Η φύση είναι άλλο κτίσμα· δεν είναι προέχταση του ανθρώπου. Όμως όχι κατώτερο. Ο άνθρωπος δεν μπορεί, με το αζημίωτό του, να ξεκόψει από τη φύση. Αν το κάνει, ξεκόβει από τον θαυμάσιο «Κόσμο» και το επιτίμιο είναι η αλλοτρίωση και η φθορά. Όπως τόνισα στην αρχή, ο Παπαδιαμάντης νοσταλγεί το «κατά φύσιν», το αρχαίο κάλλος και την παρθενικότητα. Επομένως είναι και σημείον αναφοράς. Ο άνθρωπος, όσο μένει μέσα στη φύση κι όσο ανοίγει διάλογο μαζί της, μένει φυσικός, πιο νήπιος, πιο αθώος. Χωρίς αυτή την αθωότητα η επικοινωνία του με το Θεό γίνεται δρόμος μετ' εμποδίων. Έτσι η φύση γίνεται καταλύτης, που βοηθά τον άνθρωπο να συνδιαλαγεί με τον Κτίστη και της φύσης και του ανθρώπου.
Κυριάκος Πλησής, Προσεγγίσεις: Λογοτεχνικά Δοκίμια για 12 Νεοέλληνες Συγγραφείς,
«Αστήρ» Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, 1995, σσ. 77-86: 80, 84-85.

 
Η Σχέση του με την Παράδοση

 
Η τέχνη είναι μέσον· δεν είναι σκοπός. Ο Παπαδιαμάντης δε γοητεύτηκε από το μέσον, ώστε να λησμονήσει το σκοπό ή να κάνει σκοπό το μέσον. «Έπειτα ουδαμού σχεδόν θα εύρητε ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ή πλοκήν, όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου» (2.515). Ο λογοτεχνικός (o altra cosa) κόσμος της Αθήνας μπορεί να ρωτάει τι θα ήταν ο Παπαδιαμάντης χωρίς τα διηγήματα ή το λογοτεχνικό έργο. Δε βλέπω να ρωτάει τι θα ήταν τα διηγήματα χωρίς τον Παπαδιαμάντη. Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα (η διηγηματογραφία) δίχως την αιτία του (ο Παπαδιαμάντης). Αυτή θα ήταν, ωστόσο, η κανονική σειρά. Γιατί έχομε στην ελληνική γλώσσα —και σε ξένες— και άλλα λογοτεχνικά έργα, αισθητικά «ωραία» ή πληρέστερα σε κατεργασία, αλλά δεν είναι Παπαδιαμάντης. Λείπει η προέχταση που μας μεταφέρει —κάθε λαό— στο ανεξήγητο εκείνο καθεστώς των πατέρων ή στο επίκεντρο της πνευματικότητάς μας, στη μεταφυσική ρίζα της ζωής. Και για να το έχει κανένας αυτό δε φτάνει οποιαδήποτε ποιητική φλέβα ή αισθητική πληρότητα. Αυτή μοναχή της μπορεί να γεννάει έργα (γεννάει πολλά), δε γεννάει τα έργα της παράδοσης. Από την άλλη μεριά, το να ανήκεις απλά και μόνο στην παράδοση, δίχως να έχεις τη χρειαζούμενη δεξιοσύνη στα χέρια, πάλι δε φτάνει να δώσει σε οποιοδήποτε έργο την προέχταση που αναφέραμε. Παράδειγμα ο Μωραϊτίδης. Είχε το ένα, δεν είχε το άλλο. Πρέπει να υπάρχουν και τα δυο (παράδοση και δεξιοσύνη) για να μεταφερόμαστε στη ρίζα της ζωής. Και αυτά τα δυο πρέπει να έχουν γίνει ένα. Παράδειγμα ο Παπαδιαμάντης.
Ζήσιμος Λορεντζάτος, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης [Α']: Πενήντα Χρόνια από το
Θάνατό του», Μελετήματα, τ. 1., Δόμος, 1994, σσ. 235-258: 257-258.

 
Η Γλώσσα και το Ύφος του Παπαδιαμάντη

 
Αγαπούν λοιπόν όλοι κι όλοι σέβονται την καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη, αγαπούν και τα ρητά —τα ολίγα— των αρχαίων τραγικών και τα —πάμπολλα— της Γραφής, χωρία ολόκληρα από τους Ψαλμούς, από τους Προφήτας, (τ' αγαπά κι ο Παπαδιαμάντης όπως ο Καβάφης αγαπά τις αυτούσιες περικοπές από αρχαίους συγγραφείς, τι μνήμη απέραντη! πόσο παρόντα θα έπρεπε να είναι στο νου του αυτά όλα!), από τα οποία είναι οι σελίδες του κατάσπαρτες· αγαπούν ακόμη κ' εκείνο το περίεργο το ύφος, τον τρόπο του να βάζει το επίθετον ύστερ' απ' το ουσιαστικό («ο καταρράκτης ο βαθύς», «το μήκος το ανατολικόν», «τους σκοπέλους τους σπαρτούς», «χαράδρας χειμάρρων κατωφερείς») και που, τ' ομολογώ, μ' εξένιζε κ' εμένα, όταν ήμουν παιδί.
Αλλ' η καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη πώς να μην κάνει θαύματα, όταν εμπρός της είχεν όλον τον πλούτο —δυόμισι χιλιάδων χρόνων— της τελειότερης γλώσσας του κόσμου, κι' όταν ημπορούσε ακόμη να δανείζεται και τις λέξεις της δημοτικής και να τις μεταχειρίζεται κ' εκείνες, είτε μέσα σε εισαγωγικά, στο κείμενο, είτε ελεύθερα, στους διάλογους και στις αφηγήσεις των προσώπων, κι' όταν, για τη σύνταξη, είχε πάλι για πρότυπον, είτε την ίδια την αρχαία, είτε την τελειότερην απ' τις σύγχρονες, τη γαλλική, κ' επορευόταν τότε στα μονοπάτια που του έστρωναν οι κλασικοί οι γάλλοι, όσο κ' οι μεταγενέστεροί τους.
Γιατί ο Παπαδιαμάντης είχεν αλάθητο και το αίσθημα του προφορικού, του δημοτικού λόγου. Σε κανένα συγγραφέα οι διάλογοι δεν είναι τόσο απολύτως φυσικοί, παντού και σ' οποιοδήποτε θέμα, όσον είναι σ' αυτόν. Δυο διηγήματά του ολόκληρα, το «θαύμα της Καισαριανής» κ' η «Χολεριασμένη», είναι γραμμένα, απ' την αρχήν ως το τέλος, ωσάν αφηγήματα άψογα γερόντισσας αθηναίας — στο πρώτο πρόσωπο.
Αλλ' είχε βαθύ και το αίσθημα της ακριβολογίας· κι' αυτό τον οδηγούσε στην καθαρεύουσα.
Άλλως τε ως τα 1905, κι' αργότερα ακόμα, η πεζογραφία μας μη δεν ήταν κατά μέγα μέρος καθαρεύουσα;
Τ. Άγρας, ό.π., σσ. 21, 25

 
Η Ατμόσφαιρα στο Έργο του

 
Περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα πεζογράφο, ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί ατμόσφαιρα. Σε όλα τα άλλα πολλοί δικοί μας τον ξεπερνούνε. Όχι μόνο στη γλώσσα και στη μορφή, μα και στην επαφή με τη φύση και στη δύναμη της δραματικής πλοκής και στη δύναμη της δημιουργίας ανθρώπινων τύπων, σε ό,τι χρειάζεται μιαν ανώτερη φαντασία. Και όμως ο Παπαδιαμάντης, με την καθαρεύουσά του, με τις ατασθαλίες του, τις αδεξιότητές του, τις αδιαφορίες του, πιο αδούλευτος, πιο άμαθος, πιο απειθάρχητος, κρατάει απαραμέριστος τη θέση του, μόνο με την κρυφή μαγεία της ατμόσφαιράς του. Όταν απομακρυνθούμε κάπως από το έργο του Παπαδιαμάντη, εκείνο που απομένει μέσα μας δεν είναι ούτε οι μεγάλες σκηνές, ούτε οι ξεχωριστές περιγραφές, ούτε οι ανθρώπινοι τύποι, ούτε οι μεγάλες εξάρσεις· είναι αυτό που προσπαθώ να εκφράσω με τη λέξη «ατμόσφαιρα», διάχυτη σε όλο του το έργο.
Κωνστ. Τσάτσος, Αισθητικά Μελετήματα, Αθ.: Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1977,
σσ. 58-62: 59-60.
 
Τύχη του Έργου του: Επιδράσεις, Αποτίμηση

 
Ας καθορίσουμε την προσφορά του Παπαδιαμάντη. Με τάξη, μάλιστα, και με καθαρότητα που σπανιότατα ανέχονται οι κόσμοι των λογοτεχνικών έργων.
α) Έδωσε τον Έλληνα στην πιο απροσποίητη έκφρασή του. Και από την πλευρά αυτή, το έργο του, ανεξάρτητ' από κάθε άλλο περιεχόμενό του, έχει την αξία ιστορικής μαρτυρίας. Διαβάζεις Παπαδιαμάντη και γνωρίζεις την Ελλάδα ως τους Βαλκανικούς πολέμους.
β) Έδειξε στον πεζό μας λόγο το δρόμο της αληθινής δημιουργίας, που είναι η πορεία του λυρικού ανθρώπου. Και στην πορεία αυτή, που δεν την υποπτεύτηκε η Ελλάδα του τέλματος, γυρίζει τώρα ολόκληρη και καταφεύγει σ' αυτήν η Ελλάδα των αναζητήσεων, — μεγάλο μέρος της τελευταίας και προτελευταίας λογοτεχνικής γενεάς.
γ) Καλεί πενήντα τόσα χρόνια κάθε Έλληνα να του χαρίσει μιαν αισθητική χαρά. Οι πρακτικοί ας μην πουν το λόγο τους. Η προσφορά αυτή είναι το καλύτερο και το χρησιμότερο, που μπορεί να δώσει ένας πνευματικός άνθρωπος. Κι όπου πνευματική χαρά, εκεί και μεγάλη ζωή κι εθνική προκοπή.
Πέτρος Χάρης, Έλληνες Πεζογράφοι..., τ. 1., Αθ.: Βιβλ. της «Εστίας», 11953-31979,
σσ. 25-58: 61.

redline  Για το Όνειρο στο Κύμα
 
Ερωτικά Διηγήματα

 
Είναι μια ειδική κατηγορία διηγημάτων του Παπαδιαμάντη. Ο ερωτισμός λειτουργεί μονόπλευρα και παρουσιάζεται σαν ένα ακοίμητο πάθος (Ολόγυρα στη λίμνη, Η νοσταλγός, Η βλαχοπούλα). Όπου όμως παρουσιάζεται περισσότερο πραγματιστής ο συγγραφέας, παρατηρεί την ερωτική συμπεριφορά του λαού. Ο Παπαδιαμάντης έχει βαθιές λαϊκές ρίζες, ζει κοντά στο λαό και γίνεται γνήσιος λαϊκός ηθογράφος. Σε πολλά διηγήματά του παρουσιάζει άντρες που έχουν παντρευτεί, σε δεύτερο γάμο, γυναίκες μικρότερες από τις κόρες τους (Η νοσταλγός, Ρόδινα ακρογιάλια κ.ά.). Στις συζητήσεις των ανθρώπων του λαού το ερωτικό σκάνδαλο, η περιέργεια και το κουτσομπολιό είναι κυρίαρχα θέματα (Η σπηλιά του δράκου, Η βλαχοπούλα, Η αποσώστρα). Άλλοτε πάλι ο ερωτισμός ρίχνει στη διήγηση τη βαριά σκιά του πειρασμού (Ο καλόγερος, Φαρμακολύτρια).
Πολλές φορές με το λυτρωτικό μηχανισμό της καλλιτεχνικής δημιουργίας (sublimation), εξιδανικευμένος ο ερωτικός καημός γίνεται πηγή ποιητικότατων αφηγήσεων (Υπό την βασιλικήν δρυν, Όνειρο στο κύμα, Ολόγυρα στη λίμνη, Τ' αστεράκι).
Γ. Παγανός, ό.π., σ. 84

 
Ερμηνευτικά για το «Όνειρο στο Κύμα»

 
Μια πρώτη ερμηνεία του διηγήματος, που θα ταίριαζε και στο πνεύμα ίσως της εποχής του αλλά και στην καθιερωμένη θεώρηση του Παπαδιαμάντη, είναι μια ερμηνεία από ηθικο-θρησκευτική σκοπιά. Η ιστορία μπορεί να διαβαστεί ως αλληγορία της έκπτωσης του ανθρώπου από μια αρχική ιδανική κατάσταση ευδαιμονίας (που περιγράφεται με αναφορές στο Άσμα Ασμάτων: ποίημα ερωτικό και ποιμενικό (σ. 264) σε μια δυστυχισμένη ανώφελη ζωή. [...]
Μια δεύτερη ερμηνεία που συνδέεται στενά με την προηγούμενη είναι να ιδωθεί το διήγημα ως μια εκδήλωση της αντίθεσης φύσης και πολιτισμού. Η φύση αντιπροσωπεύει την εφηβική ηλικία του αφηγητή, όταν είναι ωραίος και ευτυχισμένος έφηβος αλλά και «φυσικός άνθρωπος», ενώ ο πολιτισμός ταυτίζεται με την ώριμη ηλικία, όταν εργάζεται στο γραφείο ενός δικηγόρου και αισθάνεται δέσμιος και καταπιεσμένος. [...]
Μια τρίτη ερμηνεία είναι η αισθητική προσέγγιση που βλέπει στο διήγημα μια αμφιταλάντευση ανάμεσα στο υψηλό και το αισθησιακό, στην παραίσθηση και την υπερβατικότητα. [...] μια άλλη [τέταρτη] ερμηνεία του διηγήματος που έχει ως άξονα «την αντιπαράθεση της ευτυχισμένης εφηβείας στη φθορά της ωριμότητας». Μπορεί δηλαδή να ερμηνευθεί ως μια ιστορία μετασχηματισμού του βοσκού σε δικηγόρο, που αντιστοιχεί σε ένα πέρασμα από το βουνό στην Αθήνα, από την εφηβεία στην ωριμότητα. Καθώς είναι φανερό μια τέτοια ερμηνεία επικαλύπτει κάπως τη δεύτερη.
Μια πέμπτη ερμηνεία θα ήταν ψυχαναλυτική. Το διήγημα αντιπροσωπεύει την καταστολή της επιθυμίας, το στραγγάλισμα μιας εφηβικής φαντασίωσης, την αμφιταλάντευση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, στη φυσική ζωή και στην τεχνητή, [...]
Δημήτρης Τζιόβας, Το Παλίμψηστο της Ελληνικής Αφήγησης: Από την Αφηγηματολογία στη Διαλογικότητα,
Οδυσσέας, 1993, σσ. 223-243: 231-237.

 
img20

Ο πατέρας της ελληνικής λογοτεχνίας

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους Έλληνες λογοτέχνες και θεωρείται από πολλούς ως ο πατέρας της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Παπαδιαμάντης κατά τη διάρκεια του βίου του εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφραστής.
Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 στην Σκιάθο. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και μεγάλωσε μέσα σε ένα κλίμα γεμάτο ευλάβεια και θρησκευτικότητα. Ήταν το τέταρτο στη σειρά από τα εννιά παιδιά της οικογένειας. Μέχρι τα έντεκα του χρόνια πήγε σχολείο στη Σκιάθο, προκειμένου να ολοκληρώσει τις μαθητικές του υποχρεώσεις πήγε στην Αθήνα. Το 1874, μπήκε στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών ωστόσο εξαιτίας διαφόρων δυσχερειών δεν κατάφερε ποτέ να πάρει το πτυχίο του. Εκείνη την περίοδο ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, όπου ήταν και συγγενής του, τον συνέστησε σε διάφορους δημοσιογραφικούς κύκλου. Μετά από λίγο διάστημα ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά.
Η πρώτη του λογοτεχνική προσπάθεια γίνεται το 1879 με το μυθιστόρημα «Η μετανάστις». Το 1887 το διήγημα του «Χριστόψωμα» σηματοδοτεί τον τρόπο γραφής του. Τα μεγαλύτερα σε έκταση έργα του είναι «Η Γυφτοπούλα», το «Η μετανάστις» και το «Οι έμποροι των εθνών». Στα διηγήματα του παρουσιάζεται με λυρικό τρόπο ο τρόπος που ζούσαν οι άνθρωποι στη Σκιάθο και η αστική ζωή στις φτωχότερες γειτονιές της Αθήνας. Η βαθιά χριστιανική του πίστη είναι εμφανής στα έργα του. Πολλά από τα έργα του χαρακτηρίζονται από μελαγχολία αλλά και από συμπάθεια στους βασανισμένους ανθρώπους.
Το έργο «Η Φόνισσα» θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του Παπαδιαμάντη. Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η Φραγκογιαννού, μία ηλικιωμένη χήρα, η οποία έζησε μια βασανισμένη ζωή ως παιδί, ως σύζυγος, ως μητέρα και ως γιαγιά, μαθημένη πάντα να υπηρετεί χωρίς αντιρρήσεις τους ανθρώπους του περιβάλλοντός της. Η πείρα της δίδαξε ότι η ζωή για μια γυναίκα είναι γεμάτη βάσανα και η θεωρία της ήταν ότι η γέννηση ενός κοριτσιού δεν φέρνει παρά δυστυχία, όχι μόνο στο ίδιο το παιδί, αλλά και στην οικογένειά του, ιδίως αν είναι φτωχή. Ένα βράδυ καθώς ξενυχτάει στην κούνια της άρρωστης νεογέννητης εγγονής της, περνούν από το μυαλό της όλες οι δύσκολες στιγμές της ζωής που έζησε. Το μυαλό της θολώνει και σκοτώνει το βρέφος προκαλώντας του ασφυξία, ενώ ο θάνατος θεωρείται από τον γιατρό φυσιολογικός. Αν και αρχικά νιώθει τύψεις, κατά βάθος δεν μετανιώνει για την πράξη της. Αντίθετα, της γίνεται έμμονη ιδέα ότι η μοίρα την έχει τάξει να σώσει τον κόσμο απαλλάσσοντας τον από μικρά κορίτσια.
Ο Παπαδιαμάντης είναι ο συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων και διηγημάτων μερικά από τα οποία είναι τα εξής το «Ολόγυρα στη λίμνη», το «Οι Μάγισσες», το «Η Νοσταλγός» και το «Ο έρωτας στα χιόνια».
Ο Παπαδιαμάντης δεν παντρεύτηκε ποτέ. Ήταν ένας μοναχικός άνθρωπος που αγαπούσε την απλοϊκή ζωή. Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, όπως ο συγγραφέας και ερευνητής Γιάννης Βλαχογιάννης, ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης και ο Παύλος Νιρβάνας, όλοι τους ήταν άνθρωποι των γραμμάτων.
Άφησε την τελευταία του πνοή στη Σκιάθο στις 3 Ιανουαρίου το 1911 από πνευμονία.

ΓΝΩΡΙΖΑΤΕ ΟΤΙ...


-Ο Παπαδιαμάντης πέραν των κορυφαίων διηγημάτων του έχει γράψει και πολλά ποιήματα.
-Το έργο του «Ο φτωχός άγιος» διακρίνεται από τη βαθιά χριστιανική του πίστη.
-Ο Παπαδιαμάντης δεν ενδιαφερόταν για τα υλικά αγαθά και η σχέση του με το χρήμα ήταν κακή, δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε ζητήσει μείωση μισθού στις εφημερίδες όπου εργαζόταν καθώς θεωρούσε πως ο μισθός του ήταν υψηλός.
-Το σπίτι του στην Σκιάθο έχει μετατραπεί σε μουσείο.

Ένα πνευματικό φυτώριο



Ένα πνευματικό φυτώριο
Κωστή Μπαστιά
Οι  αγρυπνίες τού Αγίου Ελισαίου σταθήκανε πνευματικό φυτώριο. Μέσα στο ταπεινό αυτό εκκλησάκι, στους Αγέρηδες, το ιδιωτικό, το ανύπαρκτο τώρα πια, αφού το γκρέμισε η σκαπάνη της οικονομικής σκοπιμότητας, ο Όσιος παπα-Νικόλας ο Πλανάς, ο Αλέξανδρος Παπα­διαμάντης, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και μία πλειάδα ταπεινών ορθοδόξων Χριστιανών, είχανε οργανώσει αυτές τις αγρυπνίες.

Λειτουργός ο ακούραστος ψάλτης ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, κι αριστερός ψάλτης ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης. Και γύρω τους ένα εκκλησίασμα από ταπεινούς Χριστιανούς, που δεν κουραζόντανε, ούτε από τις μακρυές ακολουθίες, ούτε από την αγρυπνία, ούτε από την ορθο­στασία. Ούτε τα βλέφαρά τους κλείνανε, ούτε τα γόνατά τους λυγίζανε.

Οι ταπεινοί αυτοί Χριστιανοί, ούτε συλλόγους είχανε σκαρώ­σει, ούτε λόγους βγάζανε, ούτε συχνάζανε στα γραφεία των εφημερίδων, απαιτώντας προ­σωπική προβολή και παινέματα των δημοσιογράφων, ούτε καλούσανε κανέναν ισχυρό να 'ρθη, να τους καμαρώση και να τους ενισχύση.

Δεν κάνανε κοινωνικό Χρι­στιανισμό, ούτε είχε ψηλώσει ο νους τους, ώστε να θέλουνε να βολέψουνε τα στραβά τού κό­σμου, σαν κείνους τους πιο θεόστραβους άπ' όλους, που παρασταίνουνε τον εκλεχτό τού Θεού, τον προωρισμένο ν' αποκαταστήση την δικαιοσύνη του, στον ξεστρατισμέ­νο κόσμο. Είτανε άνθρωποι απλοί, ταπεινοί Χριστιανοί, που πιστεύανε στον Θεάνθρωπο Χριστό, στη Παναγία Θεοτόκο και στους αγίους Του. Και πιστοί στο Λόγο Του, δεν νοιαζότανε για τα κρίματα των αλλονών, αλλά για τα δικά τους. Κι' αυτές τις δικές τους πληγές πασχίζανε να επουλώσουνε με νηστείες, με προσευχή, με καθημερινή παρουσία στον Οίκο Του, μ' αδιάκοπο διάβασμα τού Λό­γου Του, τού Ευαγγελικού και των βίων των αγίων, που βρίσκανε μέσα στα συναξάρια.

Ούτε ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς, ούτε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ούτε ο Μωραϊτίδης, ούτε κανένας από κείνους, που αγρυπνούσανε στον Άγιο Ελισαίο, δεν σπαταλούσανε την ώρα της προσευχής, βγάζοντας λόγους, τάχα για να σώσουνε τους άλλους, ενώ στη ουσία αν το κάνανε δεν θα σώζανε κανέναν με τα λόγια, αλλά μονάχα θα προβάλλανε τον εαυτό τους.

Σαν γνήσιοι ορθόδοξοι είχανε αφήσει στους φραγκίζοντες και προτεσταντίζοντες τις ευσεβείς φλυαρίες και κείνοι ζούσανε την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, που είναι μυστήριο και κλείνει μέσα της όσα κανένα κήρυγ­μα δεν μπορεί να κλείση. Γιατί όλα τα λέει η λειτουρ­γία, το Λυχνικό, το Ψαλτήρι κι' η ορθόδοξη υμνογραφία. Όλα, πέρα για πέρα. Και τόσο πολύ, που και μία προσταφαίρεσι δεν είναι δυνατή και νοητή.

Ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς στάθηκε η πιο ολοκληρωμένη λειτουργική έκφρασι μέσα στη ορθόδοξη Ελλάδα τού δεύτερου μισού τού περασμένου αιώνα και των πρώτων εικοσιπέντε χρόνων τού τωρινού. Λειτουργική στά­θηκε ολάκερη η ζωή του. Ξη­μερώματα άρχιζε και μεσημέρι τελείωνε. Γιατί τάλεγε όλα, γιατί μνημόνευε εκατοντάδες νεκρούς και ζωντανούς. Και το εκκλησί­ασμα ούτε αβάσταχτες εύρισκε αυτές τις ακολουθίες, ούτε καταπονετικές, ούτε εμπόδιο στις δουλειές του. Φτωχοί και πολ­λοί μεροκαματιάρηδες ήτανε αυτοί που εκκλησιαζόντανε στον Άγιο Ελισαίο, ή στον Άγιο Γιάννη τον Κυνηγό, της οδού Βουλιαγ­μένης, όπου χρόνια λειτουργούσε ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς. Άνθρωποι της ανάγκης, θεόφτωχοι, κοπιώντες και πεφορτισμένοι. Κι' όμως δεν κουραζόντανε για ένα και μόνο λόγο: Δεν ήτανε ξένοι προς τα μυστήρια και τις ακολουθίες. Τις διαβάζανε, ξέρανε όλα άπ' έξω και γευότανε τη λειτουργία ή τις ακολουθίες των αγρυπνιών, όταν τις τελούσε ένας ιερέας ταπεινός και καθαρός την καρδία. Αυτός ο κόσμος γευότανε όσα έλεγε ο λει­τουργός όσα ψέλνανε οι ψαλτάδες. Τα σιγόλεγε και τα σιγόψελνε και το εκκλησίασμα και κάθε λέξη και κάθε φράση και κάθε μουσικός φθόγγος ήτανε βίωμα. Δεν ακούγανε λόγια αδιάφορα γι' αυτούς ή μουσική κοσμική ή εικόνες φράγκικες, θεατρικές και γλυκανάλατες. Ο,τι ακούγανε σκορπούσε γαλήνη στη ψυχή και στο πνεύμα τους και τα μάτια τους δεχότανε σαν ίαμα τ' άγια εικονί­σματα της βυζαντινής αγιογραφίας. Όξω και μακρυά άπ' τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, δεν βρίσκανε ούτε λύτρωση, ούτε ανάπαυση. Ο πόθος τους για χριστιανική δικαιοσύνη, όπως το βλέπουμε τόσες φορές στο έργο τού Παπαδιαμάντη και τού Μωραϊτίδη, δεν έκρυψε ποτέ την οργή της εκδίκησης. Η αγάπη που τους θέρμαινε δεν ήτανε η ανήσυχη κι' εναγώνια αγάπη τού κόσμου, αλλά η ατάραχη και ειρηνική αγάπη τού Χριστού.

Αυτοί οι επιζώντες, όπως και μερικοί άλλοι, καθώς και κείνοι που κοιμηθήκανε εν Κυρίω από τους αγρυπνητές τού προφήτη Ελισαίου, ξέρουνε πως η λογική τού κόσμου δεν έχει θέση στο χριστιανικό περίβολο, όπως δεν έχει θέση κι' η μεθοδολογία τού κόσμου. Γιατί αυτά κρίνοντάς τα με τα μέτρα τους και βλέποντάς τα με τα κοντόθωρα μάτια τους δεν μπορούνε να καταλάβουνε πως ο Χριστιανισμός είναι η πιο μεγάλη περιπέτεια, η πιο μεγάλη υπερβολή και το πιο απίστευτο απ' όλα τα πιο απίστευτα τού κόσμου. Για τούτο κι' η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας είναι η ορθοδοξία ανόθευτη απ' όλες τις κοσμικόφρονες επιδράσεις τού δυτικού κόσμου.   

Από την εφημερίδα Η Βραδυνή, της 8ης Ιουνίου 1960

Πάσχα με τον Παπαδιαμάντη και τον Μωραϊτίδη, Κων. Κουτούμπα


Δημοσίευση στο ένθετο της Εφημερίδας ''Θεσσαλία'', Διαδρομές, σσ. 8-9
Μ. Σάββατο -  Κυριακή του Πάσχα 23-24 Απριλίου 2011

Ι. Μητροπολιτικός Ν. Τριών Ιεραρχών Σκιάθου. Μ. Παρασκευή πρωί.



Το Πάσχα, η μεγαλύτερη γιορτή της Ορθοδοξίας, αποτελεί το κέντρο της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας μας. Ιδιαίτερα όμως, για την μικρή κοινωνία της Σκιάθου, ο εορτασμός του Πάσχα υπήρξε πάντοτε σημείο αναφοράς και καθορίζει τον εκκλησιαστικό, κοινωνικό και πολιτιστικό βίο της. Τόπος με έντονη θρησκευτική παράδοση, την οποία η παρουσία των κολλυβάδων αγιορειτών πατέρων το 18ο αιώνα αναθέρμανε, διατηρεί μέχρι σήμερα τα εκκλησιαστικά έθιμά του. Θεματοφύλακες των εθίμων αυτών οι δύο ενορίες, των οποίων η λειτουργική πράξη παραμένει αναλλοίωτη, με εμφανείς τις επιρροές από το μοναχικό τυπικό και την σεμνή αρχαιοπρέπεια των Κολλυβάδων.
Το λειτουργικό έτος έχει ως κέντρο του τη Μεγάλη γιορτή του Πάσχα, περίοδο κατά την οποία οι πιστοί νησιώτες θα συναχθούν στις δύο ενορίες ως εις ένα Σώμα, όπου με την Χάρι του Θεού θα βιώσουν τα μεγάλα και σωτηριώδη γεγονότα της θείας Οικονομίας, το Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού[1].
            Η αγάπη για τα τοπικά έθιμα που περιβάλλει τις παραδόσεις του νησιού ενέπνευσε και τους δύο διηγηματογράφους του νησιού, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη.
            Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αφιερώνει στην Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση 12 διηγήματα και 10 άρθρα του. Όλα εμπνέονται από το ευφρόσυνο κλίμα της εορτής και εκφράζουν την βαθειά του πίστη, όπως διαφαίνεται και στην παροιμιώδη φράση του, στο πασχαλινό διήγημα Λαμπριάτικος Ψάλτης: ‘‘Τὸ ἐπ᾿  ἐμοί, ἐνόσῳ ζῷ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη’’[2].
            Στο πλαίσιο αυτό ο Παπαδιαμάντης περιγράφει στα άρθρα του τα τεκταινόμενα κατά την Μεγάλη Εβδομάδα με απλό και λιτό τρόπο, επεξηγώντας τα σωτηριώδη γεγονότα που εορτάζονται κάθε ημέρα της. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τα άρθρα του Ἡ ἐβδομάς τῶν Ἁγίων Παθῶν, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἐβδομάς και δύο ακόμη άρθρα του με τον ίδιο τίτλο Ἡ Μεγάλη Ἐβδομὰς ἐν Ἀθῆναις.
            Στο διήγημα Παιδική Πασχαλιά, ο Παπαδιαμάντης αναφέρεται στο Έθιμο των Καλάντων της Μεγάλης Πέμπτης, που τηρείται μέχρι στις μέρες μας στη Σκιάθο. Μετά τη Θεία Λειτουργία τα παιδιά, αφού στολίσουν έναν ‘‘ὑψηλὸν καλάμινον σταυρὸν’’ με ‘‘μὲ ρόδα εὐώδη καὶ μὲ μήκωνας κατακοκκίνους, μὲ δενδρολίβανον καὶ μὲ ποικιλόχροα ἀγριολούλουδα, μὲ τὸν ἀποσπασθέντα ἀπὸ τ᾿ Ὀχτωήχι χάρτινον Ἐσταυρωμένον εἰς τὸ μέσον τοῦ σταυροῦ, καὶ μὲ ἐρυθρὸν μανδήλιον κυματίζον’’[3] θα τραγουδήσουν σε όλα τα σπίτια της Σκιάθου τα πένθιμα Κάλαντα, το προανάκρουσμα του Πάθους και της Αναστάσεως του Χριστού.
Οι υποδεχόμενοι στα σπίτια τα παιδιά τα φιλεύουν για τον κόπο τους δίνοντάς τους και ‘‘ἀνὰ δυὸ ἀρτιβαφὴ αὐγὰ’’...’’κόκκινα, καὶ τί εὐτυχία! τί νίκη!’’[4].
            Την ίδια στιγμή κάθε σπίτι και κάθε οικογένεια κάνει τις απαραίτητες προετοιμασίες για το Πάσχα. Οι γυναίκες βάφουν τα αυγά ‘’μὲ ῥιζάρι, κιννάβαρι καὶ ὄξος’’ και ζυμώνουν τις ‘‘κουλοῦρες μετ᾿ αὐγῶν διὰ τὸν σύζυγον’’ και ‘‘διὰ τὴν πενθεράν της, δι᾿ ἐαυτήν, διὰ τὲς κουμπάρες, ὡς καὶ μικρὲς «κοκῶνες» για τα παιδιά τους αλλά και ‘‘διὰ τ᾿ ἀνεδεξίμια της καὶ διὰ τὰ πτωχὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς.’’[5] Έτσι και η Θειά Σοφούλα στο διήγημα Η τελευταία βαπτιστική, την βλέπουμε ανασφουγγωμένη να ζυμώνει μόνη της ‘‘ἐν συνόλῳ’’...‘‘ἑβδομήκοντα καὶ πλέον κοκκώναις, δηλ. παιδικὰς κουλούρας διὰ τοὺς βαπτιστικούς, διὰ τοὺς ἐγγονοὺς καὶ τὰ δισέγγονα’’[6]. Όλα πρέπει να είναι έτοιμα ώστε οι πιστοί απερίσπαστοι να μπορέσουν να μετάσχουν από το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης στα  Άχραντα Πάθη του Χριστού.
Ιδιαίτερο χρώμα έχει η ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής. Μετά την Ακολουθία των Ωρών, του Εσπερινού και της Αποκαθήλωσης, οι πιστοί θα ασπαστούν το Επιτάφιο, που από νωρίς το πρωί οι νέες του νησιού έχουν στολίσει, και τα μικρά παιδιά αφού κάνουν ‘‘τρεῖς γονυκλισίας πρὸ τοῦ ἀνθοστεφοὺς κουβουκλίου’’ θα ασπαστούν ‘‘τὸν μυρόπνοουν Ἐπιτάφιον, τὸ ἀργυρόχρυσον Εὐαγγέλιον μὲ τ᾿ ἀγγελούδια, καὶ τὸν Σταυρὸν μὲ τ᾿ ἀνθρωπάκια καὶ τὶς Παναγίτσες’’ και θα περάσουν τρεις φορές κάτω από τον ‘‘ὑψηλόν, μεγαλοπρεπῆ Ἐπιτάφιον’[7]. Οι καμπάνες των ναών κτυπούν πένθιμα όλη την ημέρα μέχρι τη δύση του ηλίου, και αρκετοί πιστοί παραμένουν στην Εκκλησία θέλοντας να ξενυχτίσουν τον Χριστό, μιας και σύμφωνα με το αρχαίο Έθιμο, η Ακολουθία του Επιταφίου ξεκινά όρθρου βαθέως, στη 1 μετά τα μεσάνυκτα, με την περιφορά του Επιταφίου να γίνεται από τις 4:00π.μ. έως τις 5:15π.μ. Η περιφορά γίνεται ‘‘ὑπὸ τὸ ἀμαυρωθὲν φέγγος τῆς φθινούσης σελήνης, ἐνῷ ἡ αὐγὴ’’ λάμπει ‘‘ροδίνη καὶ ξανθή, προπέμποντες τὸν Ἐπιτάφιον ἀγλαόφωτον μὲ σειρὰς λαμπάδων. Καὶ ἡ αὔρα πραεῖα’’ κινεί ‘‘ἠρέμα τοὺς πυρσούς, χωρὶς νὰ τοὺς σβύνῃ, καὶ ἡ ἄνοιξις’’ πέμπει ‘‘τὰ ἐκλεκτότερα ἀρώματά της εἰς τὸν Παθόντα καὶ Ταφέντα, σαν να συμψάλλει και αυτή ‘‘«ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!» καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἱγιαλὸν’’ επαναλαμβάνει ‘‘«οἴμοι! γλυκύτατε Ἰησοῦ!»’’[8].

Ι. Μητροπολιτικός Ν. Τριών Ιεραρχών Σκιάθου. Μ. Παρασκευή. Ο Επιτάφιος.


Το αρχαίο αυτό έθιμο όπως και την αναπαράσταση της Εις Άδου Καθόδου του Χριστού περιγράφει ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης στο διήγημά του Άρατε Πύλας. Με γλαφυρό τρόπο περιγράφει την περιφορά κατά την αυγή του Μεγάλου Σαββάτου, ‘‘ὅτε δὲν εἶναι οὔτε ἡμέρα οὔτε νύξ, ἢ μᾶλλον μὲ ὀλίγην ἡμέραν καὶ πολλὴν νύκτα, μὲ ὀλίγον φῶς καὶ μὲ πολλὰ ἄστρα, καμιὰ φορὰ μὲ σελήνην λειψίφωτον, ὅτε τὸ θέαμα γίνεται ὑπερκατανυκτικόν, μὲ ὀλίγας ἀηδόνας καὶ πολλὰ πρωινὰ πουλιῶν χαιρετίσματα, μὲ ὀλίγον εὐωδιάζοντα ἄρωμα πρωινὸν ἀέρα καὶ μὲ πολὺ θυμίαμα˙ καὶ κάτω τὸ κῦμα μελανόφαιον, ἐφ᾿ οὗ ν᾿ ἀντανακλῶνται τῶν ἱερῶν λαμπάδων αἱ χρυσαῖ λάμψεις’’[9].
Η λιτανεία διαρκεί περίπου μια ώρα. Πολλοί υποδέχονται τον Επιτάφιο θυμιάζοντας από τα σπίτια τους  και η ευωδία ‘‘φθάνει ἀπὸ μακρὰν ὡς ἄρωμα αὐτῆς τῆς νυκτὸς ἀνέκφραστον’’[10].
Με συγκίνηση καταγράφει τις παιδικές του αναμνήσεις: ‘‘Ποσάκις δακρύων ἐξ ἀγνώστου χαρᾶς ἔμεινα κρυφὰ εἰς τὴν γωνίαν ἐκεῖ κάτω ἀκίνητος, ὡς ὁ φιλάργυρος ὁ φοβούμενος μὴ κλέψωσι τὸν θησαυρόν του˙ ἔμεινα νὰ βλέπω κρυφὰ – κρυφὰ τὴν τρυφερὰν αὐτὴν τοῦ Ἐπιταφίου πομπήν, κατερχομένην ἀπὸ τὸν ἀνήφορον, εἰσπνέων βαθέως ἐν ἄσθματι ὡς ἐντὸς κήπου ἀνθέων, ὡς νὰ ἤθελον νὰ ροφήσω διὰ μιᾶς ὅλην ἐκείνην τὴν μαρμαρυγήν, ὡς νὰ ἤθελον νὰ χορτάσω ὅλην ἐκείνην τὴν ἀχόρταστον μαγείαν’’[11].

Κατά την επιστροφή του Επιταφίου γίνεται η αναπαράσταση της καθόδου του Σωτήρος Χριστού στον Άδη. Ο Μωραϊτίδης την χαρακτηρίζει ως ‘‘συνήθεια ἀρχαιοτάτη’’[12], γνωρίζοντας πιθανώς ότι δεν απαντάται αλλού, ούτε και στο Άγιον Όρος[13]. Η λιτανεία σταματά έξω από την βασιλική είσοδο του ναού, την οποία κρατά κλειστή ο επίτροπος, ο οποίος αναπαριστά τον Άδη. Οι Ιερείς βαστώντας στους ώμους το Σώμα του Χριστού, αίροντας από το κουβούκλιο τον Επιτάφιο, πλησιάζουν στην κλειστή θύρα. Εκεί διαμείβεται ο διάλογος μεταξύ του θριαμβευτή Σωτήρος Χριστού και του Άδου, μέσω των ερωταποκρίσεων του εβδόμου και ογδόου στίχου του ΚΓ’ ψαλμού. ‘‘Τότε ὁ πρῶτος τῶν ἐφημερίων, προσεγγίζων εἰς τὰς πύλας κελεύει ἐπιτακτικῶς κρούων αὐτὰς καὶ κράζων: «- Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης!». Ὁ δὲ ἔσωθεν τῶν κεκλεισμένων πυλῶν παρὰ τὰ κλεῖθρα ὑποκρινόμενος τὸν Ἅδην ἐρωτᾶ αὐθαδῶς: «-Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;» Ἡ ἐπιτακτικὴ κέλευσις ὡς καὶ ἡ αὐθάδης ἐρώτησις ἐπαναλαμβάνονται ἐκ τρίτου. Καὶ τότε τὴν τρίτην φορὰν ὁ ἱερεὺς ὠθῶν ἰσχυρῶς διὰ τοῦ ποδὸς καὶ τῶν χειρῶν τὰς πύλας, ἀναφωνεῖ ἐν κυριαρχικῇ δυνάμει: «- Κύριος τῶν Δυνάμεων, αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς Δόξης!» Καὶ ἀνοίγει βασιλικῶς καὶ αὐταρχικῶς τὰς πύλας, καὶ οὕτως εἰσέρχεται εἰς τὸν ναὸν ὁ Ἐπιτάφιος.’’[14]
Στο ευφρόσυνο κλίμα της Αναστάσεως μας μεταφέρουν τόσο ο Παπαδιαμάντης όσο και ο Μωραϊτίδης, ο πρώτος περιγράφοντας κυρίως την τελετή της Αναστάσεως στην εξοχή, όπου ο ιερέας μετέβαινε για να λειτουργήσει κοντά στους βοσκούς του νησιού, στον Αη-Γιάννη στο κάστρο(Αλιβάνιστος), στον Αη Δημήτρη(Εξοχική Λαμπρή) ή στο ομώνυμο με το διήγημα εξωκκλήσι της Αγίας, στην Αγι᾿ Αναστασιὰ.
Στον Λαμπριάτικο Ψάλτη οι γυναίκες άρχισαν ‘‘νὰ ἀναζωπυρῶσι τὰ φυτίλια, νὰ ρίπτωσιν ἔλαιον εἰς τὰς κανδήλας καὶ νὰ κάμνωσιν ἐγκαρδίους σταυροὺς’’ καθώς ‘‘ἠσθάνοντο ἀνέκφραστον χαρὰν καὶ γλύκαν εἰς τὰ σωθικά των. Ἦτον Ἀνάστασις. Ἀνάστασις!’’.
Αλλά και ο παπα-Διανέλλος ‘‘λαβὼν τεμάχιον παλαιᾶς σανίδος καὶ σφυροειδὲς ξύλον, κατεσκεύασεν αὐτοσχέδιον σήμαντρον’’ και με αυτό ‘‘ἤρχισε νὰ κρούῃ ὁ ἱερεὺς εἰς τροχαίους πρῶτον (τὸν ἀδάμ, ἀδάμ, ἀδάμ), εἶτα εἰς ἰάμβους (τὸ τάλαντον, τὸ τάλαντον) καὶ νὰ ἐξυπνῇ τὰς μεσονυκτίους ἠχοῦς’’[15].
Οι χωρικοί ‘‘ἤναψαν τὰς λαμπάδας κι᾿ ἐξῆλθον ὅλοι εἰς τὸ ὕπαιθρον ν᾿ ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν’’. Πόσο ‘‘Γλυκεῖαν καὶ κατανυκτικὴν’’ υπήρξε η Ανάσταση εκείνη ‘‘ἐν μέσῳ τῶν ἀνθούντων δένδρων, ὑπὸ ἐλαφρᾶς αὔρας σειομένων εὐοδῶν θάμνων καὶ τῶν λευκῶν ἀνθέων τῆς ἀγραμπελιᾶς’’[16]
Στο διήγημα πάλι Παιδική Πασχαλιά ο Παπαδιαμάντης μας μεταφέρει στην πόλη της Σκιάθου. ‘‘Μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔγινεν ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἤστραψεν ὁ ναὸς ὅλος, ἤστραψε καὶ ἡ πλατεία ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κηρίων, τὰ παιδία ἤρχισαν νὰ καίουν μετὰ κρότου σπίρτα καὶ μικρὰ πυροκρόταλα ἔξω εἰς τὸ πρόναον, καὶ τίνες παῖδες δεκαετεῖς ἐπυροβόλουν μὲ μικρὰ πιστόλια, ἄλλοι ἔρριπτον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους τὰ βαρέα καρφία μὲ τὰ καψύλια’’[17].

Ι. Μητροπολιτικός Ν. Τριών Ιεραρχών Σκιάθου. Μ. Σάββατο πρωί, η πλατεία σημαιοστολισμένη και με τα σύμβολα της Νίκης, τα φύλλα της βάγιας(δάφνης), έτοιμη να υποδεχτεί την Ανάσταση.


Ο Μωραϊτίδης στο διήγημα Ο κυρ- Μανωλάκης θυμάται με νοσταλγία τα παιδικά του χρόνια, όταν με ‘‘ἀπερίγραπτον ἀνυπομονησίαν’’ ανέμενε ‘‘τὴν νύκτα τοῦ Πάσχα’’ ώσπου στο άκουσμα της καμπάνας πετιόνταν επάνω ‘‘πτερωτός, ἐλαφρός ὡς πτηνὸν’’ και έτρεχε ‘‘πρῶτος-πρῶτος εἰς τὴν Ἀνάστασιν’’[18].
Οι πιστοί, ‘‘καθαρῶς καὶ εὐπρεπῶς ἐνδεδυμένοι’’[19] συγκεντρώνονται στο ναό όπου καταλαμβάνουν  τα στασίδια τους όλοι οι προύχοντες και οι γέροντες στους δυο χορούς ‘‘ἔνθεν καὶ ἔνθεν φοροῦντες τὰ καλά των’’[20], ενώ οι νεώτεροι καταλαμβάνουν ‘‘τὰ πρὸ τῶν χορῶν κενά, νηφάλιοι καὶ σιωπηλοί’’[21]. Πίσω τους δεξιά και αριστερά κάθονται ‘‘οἱ νησιῶται ὅλοι ναυτικοὶ καὶ γεωργοὶ ἀνάμεικτοι’’[22] και κοντά σε αυτούς τα παιδιά, καθένα ‘‘μὲ τὸ κόκκινον αὐγὸν εἰς χεῖρας, γεμᾶτα χαράν’’, ‘‘σεμνὴ ἐν τῇ ὅλῃ ἁπλότητι αὐτῆς παράταξις’’[23].
Η παννυχίδα της Αναστάσεως αρχίζει και οι χοροί ψάλλουν ‘‘σιγὰ-σιγὰ μὲ ταπεινὴν φωνὴν καὶ ταπεινότερον ὕφος τὸ Κύματι θαλάσσης ἵνα ἀργότερον, ὅταν θὰ ἐμελῴδουν βροντοφώνως τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, γίνῃ καταφανὴς ἡ ἀντίθεσις τοῦ πένθους καὶ τῆς χαρᾶς’’[24].
Με το Δεύτε λάβετε Φῶς, έλαμψε ο ναός όλος από τα φώτα της Αναστάσεως, ‘‘λάμψιν φαεινὴν κ᾿ ἐπέραστον, ἀλησμόνητον λάμψιν, φωτὶ ἀνεσπέρῳ περιλουόμενος’’[25].
Αλλά και η φύση η ίδια συμμετέχει και αυτή στη μεγάλη χαρά του Δημιουργού της. ‘‘Ὅλα ἐγελοῦσαν ὡς μικρὰ ἀθῶα παιδία, ὅλα ἐμοσχοβολοῦσαν εἰς τὴν μικρὰν ἐκείνην νῆσον, ὅλα ἦσαν λαμπροφορεμένα’’‘‘Τὰ ἀηδόνια εἶχαν ἔλθει τόσον ἐγγὺς εἰς τὴν κωμόπολιν, ὥστε μερικὰ ἀφόβως εἰσέδυσαν καὶ εἰς τὸ πυκνὸν τοῦ ναΐσκου κηπάριον καὶ συνώδευον καὶ ἐκεῖνα μὲ τὴν μαγευτικὴν μελωδίαν των τὸ γλυκύλαλον «Χριστὸς Ἀνέστη»’’...‘‘Ἀλλ᾿ ἴσως καὶ τὰ πάμπολλα τριαντάφυλλα τοῦ κηπαρίου τῆς Ἐκκλησίας προσέφερον καὶ αὐτὰ ἐν ἀναλογίᾳ τὸ ἄρωμά των τὸ μεθυστικόν’’[26].
Η συμμετοχή της φύσης στη θεία ευφροσύνη κορυφώνεται καθώς προχωρεί η θεία Λειτουργία. ‘‘Γλυκοχαράζει πλέον. Ροδίζει εὔμορφα ἡ αὐγὴ προσπαθοῦσα νὰ διασπάσῃ τῆς νυκτὸς τὴν μαύρην καλύπτραν, ἥτις ἁπλοῦται ἀκόμη εἰς τὸ μικρὸν χωρίον μου καὶ εἰς τὸν εὔμορφον λιμένα του, τοῦ ὁποίου τὰ νερὰ ἀκίνητα ἡσυχάζουν ἐν τῇ σιωπηλῇ τῆς νυκτὸς γαλήνῃ. Οὔτε ὁ φλοῖσβος ὁ μελωδικὸς ἀκούεται εἰς τὴν ἄμμον κάτω. Τὰ ἄστρα τρέμουν παιγνιώδη ἐν τῷ κυαναυγεῖ στερεώματι, ὡς νὰ τὰ ἐξήγειρον τώρα ἀπὸ τοῦ βαθέος ὕπνου αἱ πρῶται τῆς ἠοῦς ἀκτῖνες. Δύο ἡδύλαλοι ἀηδόνες κελαδοῦν περιπαθῶς τὸ ἑωθινὸν ἐν τῷ κηπαρίῳ, ἀφ᾿ οὗ ἀναδίδεται εὐωδία μεθυστικὴ ἀρωμάτων’’[27].  
 Η λαϊκή ευσέβεια στην προσπάθειά της να προβάλει το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως δεν διστάζει να περιλάβει στα έθιμά της  πυροβολισμούς και άλλα ηχηρά μέσα. Η χαρμόσυνος βοή, ‘‘ἠχηρὰ καὶ κραταιὰ ἐν κρότοις πιστολισμῶν καὶ κροταλισμοῖς καψυλίων’’ μετέφερε παντού, ‘‘εἰς πόλεις καὶ δάση καὶ κοιλάδας καὶ πελάγη, εἰς γὴν καὶ οὐρανόν, τὸ πανευφρόσυνον Χριστὸς Ἀνέστη, ψαλλόμενον πανηγυρικῶς ἐν τῇ μικρᾷ τοῦ ναοῦ πλατείᾳ’’[28].
Ο Μωραϊτίδης έμμεσα μας προτρέπει να μην φύγει κανείς αλειτούργητος από την Εκκλησία την Ανάσταση, τονίζοντας την μεγάλη ευλογία της ‘‘λειτουργημένης’’ αναστάσιμης λαμπάδας. ‘‘Μετ᾿ ὀλίγον ρεῦμα φωτὸς ἐξεχύθη ἐν τῇ πλατείᾳ λαβὸν παντοίας ἀνὰ τὰς σκολιὰς ὁδοὺς διευθύνσεις. Ἔληξεν ἡ Λειτουργία καὶ οἱ πιστοὶ νησιῶται, κρατοῦντες ἀναμμένην τὴν λαμπάδα τοῦ Πάσχα, μετέβαινον ἐν ἀγαλλιάσει εἰς τοὺς οἴκους των νὰ φέρωσιν εἰς αὐτοὺς τὸ φῶς, τὴν χαράν, τὴν Ἀνάστασιν’’...‘‘ἕκαστος τῶν ὁποίων μετεβλήθη εἰς ναὸν ἑορτάζοντα’’[29].

Kων. Κουτούμπα
υποψ. διδ. Θεολογίας
αγιογράφου
καθ. βυζ. μουσικής


[1] . ‘‘Σήμερον ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡμᾶς συνήγαγε’’, ιδιόμελον του Εσπερινού της Κυριακής των Βαΐων, Τριώδιον, εκδ. «Φως», Αθήναι 1992, σ. 380.
[2] . Αλ. Παπαδιαμάντη, Λαμπριάτικος ψάλτης, τόμ. Β᾿, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1997, σ. 517.
[3] . Αλ. Παπαδιαμάντη, Παιδική Πασχαλιά, τόμ. Β᾿, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1997, σ. 171.
[4] . Όπ. π., σ. 172.
[5] . Όπ. π.
[6] .  Αλ. Παπαδιαμάντη, Η τελευταία βαπτιστική, τόμ. Β᾿, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1997, σ. 91.
[7] . Όπ. π., Παιδική Πασχαλιά, σσ. 172-173.
[8] . Όπ. π., σ. 173.
[9] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Α΄, Άρατε πύλας,  εκδ. «Γνώση και Στιγμή», σ.  180.
[10] . Όπ. π.
[11] . Όπ. π., σ. 181.
[12] . Όπ. π., σ. 178.
[13] . Ιερόν Κελλίον Ευαγγελισμού Καρυών Αγίου Όρους, Αγιορειτικόν Τυπικόν της Εκκλησιαστικής Ακολουθίας, εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 21997, σ. 218, υποσημ. 46. : ‘‘Αι ερωταποκρίσεις «Άρατε πύλας» κλπ. Δεν συνηθίζονται εν Αγίω Όρει…’’.
[14] . Αλ. Μωραϊτίδη, όπ. π., σ. 178.
[15] . Αλ. Παπαδιαμάντη, Λαμπριάτικος Ψάλτης, τομ. Β’, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1997, σ. 524.
[16] . Αλ. Παπαδιαμάντη, Εξοχική Λαμπρή, τομ. Β’, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1997, σ. 127 .
[17] . Αλ. Παπαδιαμάντη, Παιδική Πασχαλιά, τομ. Β’, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1997, σ. 174.
[18] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Β’, Ο κυρ-Μανωλάκης, εκδ. «Γνώση & Στιγμή», Αθήνα 1991, σσ. 31-32.
[19] . Όπ. π., σ. 33.
[20] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Α΄, Άρατε πύλας, σ. 173.
[21] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Β΄, Ο κυρ-Μανωλάκης, σ. 33.
[22] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Α΄, Άρατε πύλας, σ. 173.
[23] . Όπ. π.
[24] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Β΄, Ο κυρ-Μανωλάκης, σ. 33.
[25] . Όπ. π.
[26] . Όπ. π., σ. 171.
[27] . Όπ. π., σ. 172.
[28] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Β΄, Ο κυρ-Μανωλάκης, σ. 40.
[29] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Α΄, Άρατε πύλας, σ. 173.