Για τη Ζωή και το Έργο του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη
Μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, ποιητής,
δημοσιογράφος, αρθρογράφος, μελετητής, μεταφραστής, θεωρείται ο
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ως ο μεγαλύτερος νεοέλληνας διηγηματογράφος.
Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 στη Σκιάθο. Από μικρός, αντιμετώπισε
μεγάλες βιοτικές δυσκολίες γιατί ανήκε σε φτωχή και πολυμελή οικογένεια,
αποτελούμενη από δυο αγόρια και τέσσερα κορίτσια — τ' αδέλφια του. Με
κόπο τέλειωσε τις εγκύκλιες σπουδές στη Σκιάθο. Πιστός της Ορθοδοξίας,
στα 1872 ακολουθώντας τον φίλο του μοναχό Νήφωνα, πήγε στο Αγιο Όρος για
να καλογερέψει, μα ύστερ' από λίγους μήνες το εγκατέλειψε γιατί έκρινε
πως δεν του ταίριαζε το μοναχικό σχήμα. Εγγράφεται μετά στη Φιλοσοφική
Σχολή Αθηνών, μα δεν παίρνει το δίπλωμά του. Για να ζήσει, δίνει
μαθήματα σε νέους, μαθαίνει μόνος του τέλεια την αγγλική και τη γαλλική,
γνωρίζεται με τους λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους, χάρη
στις σχέσεις που είχε μ' αυτούς ο εξάδελφος του Αλ. Μωραϊτίδης και
αρχίζει να δημοσιεύει έργα του στα περιοδικά «Ραμπαγάς», «Νεολόγος
Κων/πόλεως», «Μη Χάνεσαι» και στις εφημερίδες «Ακρόπολις» και
«Εφημερίς». Αναγνωρίζεται αμέσως το δυνατό του ταλέντο και η συνεργασία
του γίνεται περιζήτητη. Ωστόσο, για να εξασφαλίσει διαρκέστερους πόρους,
αναγκάζεται να δημοσιογραφήσει και να επιδοθεί σε μεταφράσεις. Πρώτος ο
Παπαδιαμάντης μετέφρασε ελληνικά το αριστούργημα του Ντοστογιέφσκυ,
«Έγκλημα και Τιμωρία». Ωστόσο, εκείνο που απασχολεί περισσότερο τον
εσωτερικό του κόσμο, είναι η μεγάλη του νοσταλγία για την πατρίδα του,
τη Σκιάθο, η οποία και χρησίμεψε για λυρικό και ηθογραφικό πλαίσιο του
καλύτερου και του μεγαλύτερου μέρους του έργου του. Κάθε τόσο, αφήνει
την Αθήνα και γυρίζει στο νησί του, αποφεύγοντας την κοινωνική ζωή, και
κάνοντας συντροφιά τους απλούς νησιώτες, ψαράδες, γεωργούς, μαραγκούς,
παπάδες, γριούλες. Ξαναγυρίζει στην Αθήνα, μα δεν μπορεί να προσαρμοστεί
στην ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας. Δοσμένος από μικρός στη λατρεία της
Εκκλησίας, γίνεται δεξιός ψάλτης στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, στο
Μοναστηράκι, έχοντας αριστερό ψάλτη τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Είναι
φανατικός τηρητής της βυζαντινής μουσικής. Αλλά αγαπά και τη ζωή, στις
πιο απλές λαϊκές της εκδοχές και μορφές. Έτσι, τα βράδια τα περνάει στις
ταβέρνες, με συντροφιά τους απλούς ανθρώπους του λαού. Είναι ντυμένος
πάντα φτωχικά, αποφεύγει τον κόσμο. Περήφανος και αξιοπρεπής, υποφέρει
τη φτώχεια του και βρίσκει παρηγοριά στο ψάλσιμο, στη νοσταλγία της
Σκιάθου, στη συγγραφή πλήθους διηγημάτων και στο οινόπνευμα. Με τα
χρόνια, παθαίνει ρευματισμούς στα χέρια του, κι αυτό, τον δυσκολεύει στη
συγγραφική του απασχόληση. Πάντα φτωχός και υποφέροντας, αναγκάζεται
στα 1911 να γυρίσει στην πατρίδα του. Εκεί, στο αγαπημένο του νησί, θα
τον βρει ο θάνατος, στις 3 Ιανουαρίου 1911.
Το διάσπαρτο εδώ κι εκεί έργο του Παπαδιαμάντη,
άρχισε να εκδίδεται συστηματικά, συγκεντρωμένο σε τόμους, μόλις έκλεισαν
πενήντα χρόνια από το θάνατό του. Από τότε, γνώρισε πολλές εκδόσεις, με
τη μορφή των «Απάντων».
Αντρέας Καραντώνης, Νεοελληνική Λογοτεχνία: Φυσιογνωμίες, τ. 1., Αθ.: εκδ. Παπαδήμα,31977,
σσ. 411-412.
σσ. 411-412.
Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4 Μαρτίου 1851. Εβγήκα από
το Ελληνικόν Σχ. [ολείον] εις τα 1863, αλλά μόνον το 1867 εστάλην εις
το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α' και την Β' τάξιν. Την Γ'
εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου, κι έμεινα εις την
πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 επήγα εις το Άγιον Όρος χάριν
προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τῳ 1873 ήλθα εις Αθήνας κι
εφοίτησα εις την Δ' του Βαρβακείου. Τῳ 1874 ενεγράφην εις την
Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ' εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά,
κατ' ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας.
Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, κι
εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τῳ 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα.
Τω 1879 εδημοσιεύθη η «Μετανάστις», έργον μου, εις τον Νεολόγον Κωνσταντινουπόλεως. Τω 1881 εν θρησκευτικόν ποιημάτιον εις το περιοδικόν Σωτήρα. Τῳ 1882 εδημοσιεύθη[σαν] «Οι Έμποροι των Εθνών» εις το Μη Χάνεσαι. Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας.
Α.Π.[απαδιαμάντης], Αυτοβιογραφικό Σημείωμα
Τι κείμενα αρχαία και τι κείμενα ξένα, τι κείμενα
βυζαντινά, εκκλησιαστικά συναξάρια, τροπάρια, ψαλμούς δεν ξέρει αυτός ο
άνθρωπος! Τι «χωρία» της Γραφής, της Παλαιάς και της Νέας! Αλλ' οι
άμεσες γνώσεις του απ' τη ζωή, οι ζωντανές, κ' εκείνες μήπως ολιγότερες
είναι; Ξέρει γαλλικά, αγγλικά, τούρκικα, αρβανίτικα, ρουμελιώτικα... Ο
ψαράς, ο καϊκτσής, ο βοσκός, ο γεωργός τού έχουν μάθει ό,τι έμαθαν κ'
εκείνοι. Ξέρει έθιμα και συνήθειες, την Ιερά παράδοση και τα μάγια, τα
ξόρκια και τις δεισιδαιμονίες, τις προλήψεις... Ξέρει ανέκδοτα κ'
ιστορίες, παραμύθια του νησιού κ' οικογενειακά — για να τα διηγείται
ατέλειωτα μέσα στις πληχτικές ώρες του «καφενέ» του αθηναϊκού... Μα αν ο
συνομιλητής του βαρεθεί και του ζητήσει να παίξουν έν' από τα πολλά τ'
αλγεβρικά παιχνίδια του καφενέ, με τα χαρτιά, με τα ζάρια, ή με τα
πιόνια, είναι πρόθυμος, γιατί τα ξέρει κ' εκείνα.
Ποιος απ' όσους έγραψαν έκτοτε πεζογραφία ξέρει τα μισά απ' όσα στη ζωή του είχε μάθει ο Παπαδιαμάντης!
Τέλλος Άγρας, «Πώς βλέπομε σήμερα τον Παπαδιαμάντη» [1936]: Κριτικά, επιμ. Κώστας
Στεργιόπουλος, τ. 3. Ερμής, 1984, σσ. 11-74: 45-46.
Στεργιόπουλος, τ. 3. Ερμής, 1984, σσ. 11-74: 45-46.
Συγκεντρωτικές Εκδόσεις του Έργου του
Τα Άπαντα, επιμ. Γ. Βαλέτας, 5+1 ττ., Αθ.: εκδ. Δ. Δημητράκου / εκδ. «Βίβλος», 1954-1956.
Άπαντα τα μέχρι του Θανάτου του Δημοσιευθέντα, πρόλ. Στράτης Μυριβήλης, επιμ. Ένη Βέη-Σεφερλή, 3 ττ., Αθ.: εκδ. «Σεφερλής», 1962.
Άπαντα, Κριτική Έκδοση, επιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, 5 τόμοι, Αθ.: Δόμος, 1981-1988· αυτοτελώς η Αλληλογραφία, Αθ.: Δόμος, 1992.
Το Έργο του Παπαδιαμάντη: Γενική Θεώρηση
Οι Δυο Κύριες Περίοδοι της Δημιουργίας του
Η θητεία του Παπαδιαμάντη στο ιστορικό μυθιστόρημα ήταν σύντομη. Αφού έδωσε τα μυθιστορήματα Η μετανάστις (1879-80), Οι έμποροι των Εθνών (1882-83) και η Γυφτοπούλα
(1884), στα οποία είναι φανερές οι υπερβολές και οι αδυναμίες του
ρομαντισμού, στρέφεται σε σύγχρονα ελληνικά θέματα. Μεταβατικό έργο από
το ιστορικό μυθιστόρημα στο ηθογραφικό διήγημα είναι η νουβέλα του Χρήστος Μηλιόνης, που δημοσιεύτηκε στην Εστία
το 1885. Εδώ προσπάθησε να δώσει το κλίμα του ηρωισμού της κλέφτικης
ζωής και να περιγράψει τα ήθη και τις συνήθειες των κλεφτών εμπνευσμένος
από το δημοτικό τραγούδι. Επιχείρησε να συνδυάσει την ιστορία με την
ηθογραφία σύμφωνα με τις τάσεις που επικράτησαν.
Κατόπιν θα αφοσιωθεί αποκλειστικά στο ηθογραφικό
διήγημα που του έδωσε την πρώτη και μοναδική θέση στα γράμματά μας. Το
διηγηματογραφικό έργο του Παπαδιαμάντη είναι μεγάλο. Εκτός από τα τρία
μυθιστορήματα, έγραψε πέντε νουβέλες και 170 διηγήματα. Σε λίγα χρόνια
πλημμύρισε την Αθήνα με τους ταπεινούς ήρωες των σκιαθίτικων διηγημάτων
του και τα γνήσια λαϊκά ήθη της πατρίδας του. Τα διηγήματά του
δημοσιεύονται στον αθηναϊκό τύπο. Η πρωτεύουσα, που ζει έντονα την
περίοδο της αστικοποίησης και είναι εκτεθειμένη σε ποικίλες ιδεολογικές
και πολιτισμικές επιδράσεις και ρεύματα από την Ευρώπη, δέχεται την
επίθεση της ελληνικότητας από την ηθογραφία του σκιαθίτη
διηγηματογράφου.
Γιώργος Παγανός. «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης»: ΙΔ., Η Νεοελληνική Πεζογραφία: Θεωρία και
Πράξη [τ. 1], Θεσσαλονίκη: Κώδικας, 1983, σσ. 80-86: 80.
Πράξη [τ. 1], Θεσσαλονίκη: Κώδικας, 1983, σσ. 80-86: 80.
Ρεαλισμός, Ηθογραφία, Συμβολισμός κ.ά.
Το μεγαλύτερο κέρδος αυτής της πρώτης ηθογραφίας,
χάρη στη στροφή της προσοχής προς την αγροτική και θαλασσινή Ελλάδα,
είναι ότι πλησίασε τον απλό άνθρωπο της υπαίθρου και προσάρμοσε στη
λιτότητά του το εκφραστικό της όργανο. Η αναπροσαρμογή της αφήγησης στη
νέα θεματογραφία άνοιξε τρόπους γραφής που αποδείχτηκαν πολύ γόνιμοι για
τη μετέπειτα εξέλιξη της ελληνικής πεζογραφίας. Η αφήγηση, σε πρώτο
πρόσωπο κατά προτίμηση, μιας ζωής παλαιικής και απλής, ο διάλογος σχεδόν
φωνογραφικά πιστός είναι λύσεις υφολογικές και τεχνικές μεγάλης
σημασίας. Για μια νέα εμπειρία αφηγηματική, που τώρα αποκτά σταθερές
βάσεις, βρισκόμαστε μπρος σε μια προνομιούχο αφετηρία.
Mario Vitti, Ιδεολογική Λειτουργία της Ελληνικής Ηθογραφίας, Κέδρος,
31991 [11974], σ. 75
31991 [11974], σ. 75
Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη παρουσιάζουν έντονα
τα κυριότερα χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, καίτοι συνήθως
θεωρείται ο ίδιος ηθογράφος-ρεαλιστής. Οι κατηγορίες αυτές του
ηθογράφου-ρεαλιστή δεν ικανοποιούν πολλούς από τους σύγχρονους μελετητές
του Παπαδιαμάντη, που τονίζουν την ποιητική πνοή του έργου του, τον
έντονο συμβολισμό του, την μεταφυσική του διάσταση, την «κατάργηση της
χρονικότητός» του. Δύο θέματα που παρουσιάζονται συχνά στα διηγήματα του
Παπαδιαμάντη, τα οποία είναι θεμελιώδη και στο πεζογραφικό και ποιητικό
έργο της ευρωπαϊκής ρομαντικής εποχής είναι πρώτον ο προέχων ρόλος της φύσης και δεύτερον ο ανέφικτος έρωτας.
Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, «Ο Παπαδιαμάντης και η Παράδοση του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού»:
[Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών], Πρακτικά Α' Διεθνούς Συνεδρίου για τον Παπαδιαμάντη:
Σκιάθος, 20-24 Σεπτεμβρίου 1991, Αθ.: εκδ. Δόμος, 1996, 387-405: 387-388.
[Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών], Πρακτικά Α' Διεθνούς Συνεδρίου για τον Παπαδιαμάντη:
Σκιάθος, 20-24 Σεπτεμβρίου 1991, Αθ.: εκδ. Δόμος, 1996, 387-405: 387-388.
Η Σχέση του με τη Φύση
... Νομίζω πως η σχέση του Παπαδιαμάντη με τη φύση
δεν είναι μονάχα αισθητική, αλλά κυρίως ηθική. Πρώτα πρώτα είναι ο
συγγραφέας του ανοιχτού χώρου. Τοποθετεί τα δρώμενα μέσα σ' αυτόν τον
ανοιχτό χώρο, τη φύση. Φύση και άνθρωπος αλληλοεξαρτώνται και
αλληλοεπηρεάζονται. Η φύση καθορίζει εν πολλοίς τα δρώμενα, αλλά και τα
δρώμενα επενεργούν στο ήθος της φύσης. Ο Παπαδιαμάντης δεν μένει σ' ένα
λαϊκό ανιμισμό, σαν αυτό των δημοτικών μας τραγουδιών. Η φύση είναι άλλο
κτίσμα· δεν είναι προέχταση του ανθρώπου. Όμως όχι κατώτερο. Ο άνθρωπος
δεν μπορεί, με το αζημίωτό του, να ξεκόψει από τη φύση. Αν το κάνει,
ξεκόβει από τον θαυμάσιο «Κόσμο» και το επιτίμιο είναι η αλλοτρίωση και η
φθορά. Όπως τόνισα στην αρχή, ο Παπαδιαμάντης νοσταλγεί το «κατά
φύσιν», το αρχαίο κάλλος και την παρθενικότητα. Επομένως είναι και
σημείον αναφοράς. Ο άνθρωπος, όσο μένει μέσα στη φύση κι όσο ανοίγει
διάλογο μαζί της, μένει φυσικός, πιο νήπιος, πιο αθώος. Χωρίς αυτή την
αθωότητα η επικοινωνία του με το Θεό γίνεται δρόμος μετ' εμποδίων. Έτσι η
φύση γίνεται καταλύτης, που βοηθά τον άνθρωπο να συνδιαλαγεί με τον
Κτίστη και της φύσης και του ανθρώπου.
Κυριάκος Πλησής, Προσεγγίσεις: Λογοτεχνικά Δοκίμια για 12 Νεοέλληνες Συγγραφείς,
«Αστήρ» Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, 1995, σσ. 77-86: 80, 84-85.
«Αστήρ» Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, 1995, σσ. 77-86: 80, 84-85.
Η Σχέση του με την Παράδοση
Η τέχνη είναι μέσον· δεν είναι σκοπός. Ο
Παπαδιαμάντης δε γοητεύτηκε από το μέσον, ώστε να λησμονήσει το σκοπό ή
να κάνει σκοπό το μέσον. «Έπειτα ουδαμού σχεδόν θα εύρητε ότι επεζήτησα
βεβιασμένην θέσιν ή πλοκήν, όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του
αναγνώστου» (2.515). Ο λογοτεχνικός (o altra cosa) κόσμος της Αθήνας
μπορεί να ρωτάει τι θα ήταν ο Παπαδιαμάντης χωρίς τα διηγήματα ή το
λογοτεχνικό έργο. Δε βλέπω να ρωτάει τι θα ήταν τα διηγήματα χωρίς τον
Παπαδιαμάντη. Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα (η διηγηματογραφία) δίχως την
αιτία του (ο Παπαδιαμάντης). Αυτή θα ήταν, ωστόσο, η κανονική σειρά.
Γιατί έχομε στην ελληνική γλώσσα —και σε ξένες— και άλλα λογοτεχνικά
έργα, αισθητικά «ωραία» ή πληρέστερα σε κατεργασία, αλλά δεν είναι
Παπαδιαμάντης. Λείπει η προέχταση που μας μεταφέρει —κάθε λαό— στο
ανεξήγητο εκείνο καθεστώς των πατέρων ή στο επίκεντρο της
πνευματικότητάς μας, στη μεταφυσική ρίζα της ζωής. Και για να το έχει
κανένας αυτό δε φτάνει οποιαδήποτε ποιητική φλέβα ή αισθητική πληρότητα.
Αυτή μοναχή της μπορεί να γεννάει έργα (γεννάει πολλά), δε γεννάει τα
έργα της παράδοσης. Από την άλλη μεριά, το να ανήκεις απλά και μόνο στην
παράδοση, δίχως να έχεις τη χρειαζούμενη δεξιοσύνη στα χέρια, πάλι δε
φτάνει να δώσει σε οποιοδήποτε έργο την προέχταση που αναφέραμε.
Παράδειγμα ο Μωραϊτίδης. Είχε το ένα, δεν είχε το άλλο. Πρέπει να
υπάρχουν και τα δυο (παράδοση και δεξιοσύνη) για να μεταφερόμαστε στη
ρίζα της ζωής. Και αυτά τα δυο πρέπει να έχουν γίνει ένα. Παράδειγμα ο
Παπαδιαμάντης.
Ζήσιμος Λορεντζάτος, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης [Α']: Πενήντα Χρόνια από το
Θάνατό του», Μελετήματα, τ. 1., Δόμος, 1994, σσ. 235-258: 257-258.
Θάνατό του», Μελετήματα, τ. 1., Δόμος, 1994, σσ. 235-258: 257-258.
Η Γλώσσα και το Ύφος του Παπαδιαμάντη
Αγαπούν λοιπόν όλοι κι όλοι σέβονται την
καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη, αγαπούν και τα ρητά —τα ολίγα— των αρχαίων
τραγικών και τα —πάμπολλα— της Γραφής, χωρία ολόκληρα από τους Ψαλμούς,
από τους Προφήτας, (τ' αγαπά κι ο Παπαδιαμάντης όπως ο Καβάφης αγαπά
τις αυτούσιες περικοπές από αρχαίους συγγραφείς, τι μνήμη απέραντη! πόσο
παρόντα θα έπρεπε να είναι στο νου του αυτά όλα!), από τα οποία είναι
οι σελίδες του κατάσπαρτες· αγαπούν ακόμη κ' εκείνο το περίεργο το ύφος,
τον τρόπο του να βάζει το επίθετον ύστερ' απ' το ουσιαστικό («ο
καταρράκτης ο βαθύς», «το μήκος το ανατολικόν», «τους σκοπέλους τους
σπαρτούς», «χαράδρας χειμάρρων κατωφερείς») και που, τ' ομολογώ, μ'
εξένιζε κ' εμένα, όταν ήμουν παιδί.
Αλλ' η καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη πώς να μην
κάνει θαύματα, όταν εμπρός της είχεν όλον τον πλούτο —δυόμισι χιλιάδων
χρόνων— της τελειότερης γλώσσας του κόσμου, κι' όταν ημπορούσε ακόμη να
δανείζεται και τις λέξεις της δημοτικής και να τις μεταχειρίζεται κ'
εκείνες, είτε μέσα σε εισαγωγικά, στο κείμενο, είτε ελεύθερα, στους
διάλογους και στις αφηγήσεις των προσώπων, κι' όταν, για τη σύνταξη,
είχε πάλι για πρότυπον, είτε την ίδια την αρχαία, είτε την τελειότερην
απ' τις σύγχρονες, τη γαλλική, κ' επορευόταν τότε στα μονοπάτια που του
έστρωναν οι κλασικοί οι γάλλοι, όσο κ' οι μεταγενέστεροί τους.
Γιατί ο Παπαδιαμάντης είχεν αλάθητο και το αίσθημα
του προφορικού, του δημοτικού λόγου. Σε κανένα συγγραφέα οι διάλογοι δεν
είναι τόσο απολύτως φυσικοί, παντού και σ' οποιοδήποτε θέμα, όσον είναι
σ' αυτόν. Δυο διηγήματά του ολόκληρα, το «θαύμα της Καισαριανής» κ' η
«Χολεριασμένη», είναι γραμμένα, απ' την αρχήν ως το τέλος, ωσάν
αφηγήματα άψογα γερόντισσας αθηναίας — στο πρώτο πρόσωπο.
Αλλ' είχε βαθύ και το αίσθημα της ακριβολογίας· κι' αυτό τον οδηγούσε στην καθαρεύουσα.
Άλλως τε ως τα 1905, κι' αργότερα ακόμα, η πεζογραφία μας μη δεν ήταν κατά μέγα μέρος καθαρεύουσα;
Τ. Άγρας, ό.π., σσ. 21, 25
Η Ατμόσφαιρα στο Έργο του
Περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα πεζογράφο, ο
Παπαδιαμάντης δημιουργεί ατμόσφαιρα. Σε όλα τα άλλα πολλοί δικοί μας τον
ξεπερνούνε. Όχι μόνο στη γλώσσα και στη μορφή, μα και στην επαφή με τη
φύση και στη δύναμη της δραματικής πλοκής και στη δύναμη της δημιουργίας
ανθρώπινων τύπων, σε ό,τι χρειάζεται μιαν ανώτερη φαντασία. Και όμως ο
Παπαδιαμάντης, με την καθαρεύουσά του, με τις ατασθαλίες του, τις
αδεξιότητές του, τις αδιαφορίες του, πιο αδούλευτος, πιο άμαθος, πιο
απειθάρχητος, κρατάει απαραμέριστος τη θέση του, μόνο με την κρυφή
μαγεία της ατμόσφαιράς του. Όταν απομακρυνθούμε κάπως από το έργο του
Παπαδιαμάντη, εκείνο που απομένει μέσα μας δεν είναι ούτε οι μεγάλες
σκηνές, ούτε οι ξεχωριστές περιγραφές, ούτε οι ανθρώπινοι τύποι, ούτε οι
μεγάλες εξάρσεις· είναι αυτό που προσπαθώ να εκφράσω με τη λέξη
«ατμόσφαιρα», διάχυτη σε όλο του το έργο.
Κωνστ. Τσάτσος, Αισθητικά Μελετήματα, Αθ.: Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1977,
σσ. 58-62: 59-60.
σσ. 58-62: 59-60.
Τύχη του Έργου του: Επιδράσεις, Αποτίμηση
Ας καθορίσουμε την προσφορά του Παπαδιαμάντη. Με
τάξη, μάλιστα, και με καθαρότητα που σπανιότατα ανέχονται οι κόσμοι των
λογοτεχνικών έργων.
α) Έδωσε τον Έλληνα στην πιο απροσποίητη έκφρασή
του. Και από την πλευρά αυτή, το έργο του, ανεξάρτητ' από κάθε άλλο
περιεχόμενό του, έχει την αξία ιστορικής μαρτυρίας. Διαβάζεις
Παπαδιαμάντη και γνωρίζεις την Ελλάδα ως τους Βαλκανικούς πολέμους.
β) Έδειξε στον πεζό μας λόγο το δρόμο της αληθινής
δημιουργίας, που είναι η πορεία του λυρικού ανθρώπου. Και στην πορεία
αυτή, που δεν την υποπτεύτηκε η Ελλάδα του τέλματος, γυρίζει τώρα
ολόκληρη και καταφεύγει σ' αυτήν η Ελλάδα των αναζητήσεων, — μεγάλο
μέρος της τελευταίας και προτελευταίας λογοτεχνικής γενεάς.
γ) Καλεί πενήντα τόσα χρόνια κάθε Έλληνα να του
χαρίσει μιαν αισθητική χαρά. Οι πρακτικοί ας μην πουν το λόγο τους. Η
προσφορά αυτή είναι το καλύτερο και το χρησιμότερο, που μπορεί να δώσει
ένας πνευματικός άνθρωπος. Κι όπου πνευματική χαρά, εκεί και μεγάλη ζωή
κι εθνική προκοπή.
Πέτρος Χάρης, Έλληνες Πεζογράφοι..., τ. 1., Αθ.: Βιβλ. της «Εστίας», 11953-31979,
σσ. 25-58: 61.
σσ. 25-58: 61.
Για το Όνειρο στο Κύμα
Ερωτικά Διηγήματα
Είναι μια ειδική κατηγορία διηγημάτων του
Παπαδιαμάντη. Ο ερωτισμός λειτουργεί μονόπλευρα και παρουσιάζεται σαν
ένα ακοίμητο πάθος (Ολόγυρα στη λίμνη, Η νοσταλγός, Η βλαχοπούλα).
Όπου όμως παρουσιάζεται περισσότερο πραγματιστής ο συγγραφέας,
παρατηρεί την ερωτική συμπεριφορά του λαού. Ο Παπαδιαμάντης έχει βαθιές
λαϊκές ρίζες, ζει κοντά στο λαό και γίνεται γνήσιος λαϊκός ηθογράφος. Σε
πολλά διηγήματά του παρουσιάζει άντρες που έχουν παντρευτεί, σε δεύτερο
γάμο, γυναίκες μικρότερες από τις κόρες τους (Η νοσταλγός, Ρόδινα ακρογιάλια κ.ά.). Στις συζητήσεις των ανθρώπων του λαού το ερωτικό σκάνδαλο, η περιέργεια και το κουτσομπολιό είναι κυρίαρχα θέματα (Η σπηλιά του δράκου, Η βλαχοπούλα, Η αποσώστρα). Άλλοτε πάλι ο ερωτισμός ρίχνει στη διήγηση τη βαριά σκιά του πειρασμού (Ο καλόγερος, Φαρμακολύτρια).
Πολλές φορές με το λυτρωτικό μηχανισμό της
καλλιτεχνικής δημιουργίας (sublimation), εξιδανικευμένος ο ερωτικός
καημός γίνεται πηγή ποιητικότατων αφηγήσεων (Υπό την βασιλικήν δρυν, Όνειρο στο κύμα, Ολόγυρα στη λίμνη, Τ' αστεράκι).
Γ. Παγανός, ό.π., σ. 84
Ερμηνευτικά για το «Όνειρο στο Κύμα»
Μια πρώτη ερμηνεία του διηγήματος, που θα ταίριαζε
και στο πνεύμα ίσως της εποχής του αλλά και στην καθιερωμένη θεώρηση του
Παπαδιαμάντη, είναι μια ερμηνεία από ηθικο-θρησκευτική σκοπιά. Η
ιστορία μπορεί να διαβαστεί ως αλληγορία της έκπτωσης του ανθρώπου από
μια αρχική ιδανική κατάσταση ευδαιμονίας (που περιγράφεται με αναφορές
στο Άσμα Ασμάτων: ποίημα ερωτικό και ποιμενικό (σ. 264) σε μια δυστυχισμένη ανώφελη ζωή. [...]
Μια δεύτερη ερμηνεία που συνδέεται στενά με την
προηγούμενη είναι να ιδωθεί το διήγημα ως μια εκδήλωση της αντίθεσης
φύσης και πολιτισμού. Η φύση αντιπροσωπεύει την εφηβική ηλικία του
αφηγητή, όταν είναι ωραίος και ευτυχισμένος έφηβος αλλά και «φυσικός
άνθρωπος», ενώ ο πολιτισμός ταυτίζεται με την ώριμη ηλικία, όταν
εργάζεται στο γραφείο ενός δικηγόρου και αισθάνεται δέσμιος και
καταπιεσμένος. [...]
Μια τρίτη ερμηνεία είναι η αισθητική προσέγγιση που
βλέπει στο διήγημα μια αμφιταλάντευση ανάμεσα στο υψηλό και το
αισθησιακό, στην παραίσθηση και την υπερβατικότητα. [...] μια άλλη
[τέταρτη] ερμηνεία του διηγήματος που έχει ως άξονα «την αντιπαράθεση
της ευτυχισμένης εφηβείας στη φθορά της ωριμότητας». Μπορεί δηλαδή να
ερμηνευθεί ως μια ιστορία μετασχηματισμού του βοσκού σε δικηγόρο, που
αντιστοιχεί σε ένα πέρασμα από το βουνό στην Αθήνα, από την εφηβεία στην
ωριμότητα. Καθώς είναι φανερό μια τέτοια ερμηνεία επικαλύπτει κάπως τη
δεύτερη.
Μια πέμπτη ερμηνεία θα ήταν ψυχαναλυτική. Το
διήγημα αντιπροσωπεύει την καταστολή της επιθυμίας, το στραγγάλισμα μιας
εφηβικής φαντασίωσης, την αμφιταλάντευση ανάμεσα στο όνειρο και την
πραγματικότητα, στη φυσική ζωή και στην τεχνητή, [...]
Δημήτρης Τζιόβας, Το Παλίμψηστο της Ελληνικής Αφήγησης: Από την Αφηγηματολογία στη Διαλογικότητα,
Οδυσσέας, 1993, σσ. 223-243: 231-237.
Οδυσσέας, 1993, σσ. 223-243: 231-237.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου