Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Ευχή για ζώντες και κεκοιμημένους

 

                
Ἀφοῦ εὐχηθοῦμε »καλό ὑπόλοιπο τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά ὑπενθυμίσωμε, ὅτι κατά τήν προηγούμενή μας σύναξι, εἴχαμε ὁλοκληρώσει τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ γιά ὅλους τούς ζῶντας, λέγοντας »Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς».
Σήμερα σκόπιμα ξανατονίζομε, ὅτι γιά νά προσευχηθοῦμε γιά κάποιους λέγοντας τήν εὐχή, δέν χρειάζεται νά κουραζώμαστε καί νά ζαλιζώμαστε ἀναφέροντες συνεχῶς τά ὀνόματά τους. Ἀρκεῖ τήν πρώτη μόνο φορά νά ἀναφέρωμε τά ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν καί μετά νά λέμε μόνο καί συνεχῶς τό »Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς». Χωρίς δηλαδή μετά νά ἐπαναλαμβάνωμε τά ὀνόματα αὐτά, διότι στό »ἡμᾶς» συμπεριλαμβάνονται, καί ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα, καί κατά ἕναν ἐντελῶς ξεχωριστό καί ἰδιαίτερο τρόπο, τά ὀνόματα πού προαναφέραμε τήν πρώτη μόνο φορά εἰς τήν ἀρχή.
Καί στό σημεῖο αὐτό ἐνθυμούμεθα, ὅτι ὅταν ἤμαστε ἀκόμη λαϊκοί καί κάποια ἡμέρα εἰσερχόμεθα στό Ἅγιον Ὄρος, συναντήσαμε ἐκεῖ στό καράβι, κάποιον κύριο, ὁ ὁποῖος μεταξύ τῶν ἄλλων μᾶς εἶπε τά ἑξῆς: «Ἔ, ἀφοῦ θά πᾶς στόν Γέροντα Παΐσιο, πές του νά κάμη προσευχή γιά μένα. Εἶμαι ὁ Νάρκισσος. Θά καταλάβη ὁ Γέροντας. Ξέρει τήν περίπτωσί μου». Ἐγώ μετά μία-δυό ἡμέρες πῆγα στόν Γέροντα. Ἀλλά τήν στιγμή πού ἔφθασα στόν Γέροντα εἶχα ξεχάσει τό ὄνομα τοῦ κυρίου πού μοῦ εἶχε πῆ νά διαβιβάσω στόν Γέροντα τήν ἱκεσία του γιά προσευχή. Καί εἶπα στόν π. Παΐσιο:
- «Γέροντα, μοῦ εἶπε κάποιος νά κάνετε προσευχή. Σᾶς ξέρει καί τόν ξέρετε. Συγγνώμη, ἀλλά ξέχασα τώρα τό ὄνομά του, γιατί εἶναι λίγο σπάνιο».
Καί μοῦ ἀπήντησε ὁ π. Παΐσιος:
- «Ἔ, καί; Ἄς τό ξέχασες. Τό ὄνομα τό ξέρει ὁ Θεός. Ξέρει ὁ Θεός ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός. Ἐγώ θά κάνω προσευχή γιά τό ἄτομο αὐτό καί ξέρει ὁ Θεός τί πρόβλημα ἔχει».
Πρίν ὅμως προχωρήσωμε καί μιλήσωμε γιά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἡ ὁποία ἀναφέρεται στούς κεκοιμημένους, ἄς ποῦμε λίγα λόγια, σέ πρώτη βέβαια φάσι, γιά τό κομβοσχοίνι, μιᾶς καί ἐρωτηθήκαμε δημόσια περί αὐτοῦ.
Τό κομβοσχοίνι δέν εἶναι μέν ὑποχρεωτικό νά χρησιμοποιῆται κατά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. Ὅμως, τελικά, στήν πρᾶξι, εἶναι πολύ πρακτικό, πολύ χρήσιμο, καί ἄρα ἐπιβεβλημένο, πέρα γιά πέρα. Δηλαδή εἶναι πιό ἀποτελεσματική ἡ εὐχή, ὅταν λέγεται μέ τό κομβοσχοίνι, ὅταν εἴμαστε ἀπερίσπαστοι.
Κατ᾽ ἀρχάς, αὐτό καθ᾽ ἑαυτό τό κομβοσχοίνι εἶναι εὐλογημένο, ἐφ᾽ ὅσον ἔχη στήν ἄκρη τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ κάθε κόμπος ἔχει 7 ἤ 9, νομίζω, σταυρούς – ἄς μή μποῦμε, τώρα, σέ λεπτομέρειες τέτοιου εἴδους. Ἡ παράδοσις λέγει, ὅτι βρέθηκε αὐτός ὁ σταυροειδής κόμπος γιά νά μή μπορῆ νά πλησιάση ὁ διάβολος. Διότι φρίττει ὁ διάβολος, ὅταν βλέπη τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ὅπως ἐπί παραδείγματι συνέβη σέ κάποιον μοναχό, ὅπου εἶχε φτιάξει κόμπους γιά νά μετράη τίς εὐχές του καί ὁ διάβολος ἔλυνε αὐτούς τούς κόμπους.
Ἡ πρώτη τώρα χρησιμότητα τοῦ κομποσχοινιοῦ εἶναι νά μᾶς δείχνη, νά μᾶς δίνη ἕναν σταθερό καί αὐτόματο ρυθμό, μία σταθερή συχνότητα ὅταν λέμε τήν εὐχή. Νά ἀναφέρωμε ἐπ᾽ αὐτοῦ ὅτι ἡ ἀντιστοιχία εἶναι: Ἕνας κόμπος πού μετρᾶμε, μία εὐχή νά λέμε. Ὄχι δηλαδή νά λέμε μία εὐχή καί νά προσπερνοῦμε πολλούς κόμπους. Γιατί δυστυχῶς ἀπό κακή ἴσως συνήθεια, παρατηρεῖται κάποιες φορές αὐτό τό φαινόμενο. Νά λέγη δηλαδή κάποιος μιά εὐχή καί νά περνάη τούς κόμπους δυό-δυό, τρεῖς-τρεῖς, δέκα-δέκα. Δέν εἶναι σωστό αὐτό.
Ἅλλωστε δέν ἔχει κανένα νόημα.
Δέν πρέπει, τό ξανατονίζομε, νά λέμε τήν εὐχή μηχανικά καί βεβιασμένα, ἀλλά νά χωνεύωμε καλά τό νόημα τῶν λέξεων πού προφέρομε. Ὅπως συμβαίνει ὅταν παρακαλοῦμε ἕνα ὑψηλά ἱστάμενο πρόσωπο γιά ἕνα αἴτημά μας, προσέχομε ὄχι μόνο τί θά ποῦμε, ἀλλά καί πῶς θά τό ποῦμε. Ἔ, αὐτό ἰσχύει, κατά μείζονα λόγο γιά τόν οὐράνιο Βασιλέα, τόν Βασιλέα τῶν βασιλευόντων, τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀπό τήν μία λοιπόν πρέπει νά χωνεύωμε καλά τά λόγια τῆς προσευχῆς, καί ἔτσι ὄχι μόνο δέν θά κουραζώμαστε, ἀλλά θά ξεκουραζώμαστε ἀπό τά λόγια τῆς προσευχῆς. Ἐπί πλέον θά μεγιστοποιοῦμε τήν προσωπική μας ὠφέλεια, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπό τήν εὐχή. Ἀπό τήν ἄλλη ὅμως νά μήν ἀφήνωμε χρονικά κενά ἀπό εὐχή σέ εὐχή, γιά νά μή προλαβαίνη ὁ νοῦς μας νά μετεωρίζεται καί νά σκέφτεται ἄλλα πράγματα καί νά διαχέεται, ἰδιαίτερα, ὅταν εἴμαστε στήν ἀρχή αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἐργασίας τῆς προσευχῆς.
Ἐπί πλέον τώρα ὅσον ἀφορᾶ στίς εἰσπνοές – ἐκπνοές κατά τήν διάρκεια τῆς εὐχῆς, ἤ ἀπό εὐχή σέ εὐχή, καί γενικώτερα στίς διάφορες τεχνικές μεθόδους αὐτοσυγκεντρώσεως, ὅπως τό νά καθώμαστε σέ κάποιο σκαμνάκι, νά ἔχωμε ὡρισμένη στάσι, νά στρέφωμε τό κεφάλι πρός τό στῆθος, κλπ. – χωρίς ὅλα αὐτά νά τά περιφρονοῦμε, κάθε ἄλλο -, ὅμως θεωροῦμε σκόπιμο, στήν φάσι αὐτή τοὐλάχιστον, νά μή τά ἀναφέρωμε σέ γενικό ἐπίπεδο. Καί τοῦτο, ἐπειδή φοβόμαστε νά μήν ὑπάρξουν παρανοήσεις καί γίνουν ὅλα αὐτά αὐτοσκοπός. Διότι ὁ τελικός στόχος καί καρπός τῆς προσευχῆς μας πρέπει νά εἶναι ἡ διά βίου ἀπέκδυσις τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἔνθεη ταπείνωσις.
Διότι, αὐτές οἱ τεχνικές μέθοδοι, ἰδιαίτερα ἡ τεχνική τῆς ἀναπνοῆς, ἀπαιτοῦν σωστό ὁδηγό, ἐπειδή ὑπάρχουν διάφοροι κίνδυνοι, ὄχι μόνο πνευματικοί, ἀλλά καί ὀργανικοί. Δηλαδή μπορεῖ νά νομίση ὁ προσευχόμενος ὅτι δῆθεν εἶναι σέ μέτρα, προχωρημένος, κλπ., σέ βαθμό μάλιστα νά φθάση καί σέ αὐτήν τούτην τήν πλάνη. Διότι οἱ πλᾶνες στήν προσευχή, ὅταν λείπη τό ἐσωτερικό ὑγιές πνευματικό προσωπικό ὑπόβαθρο, δέν εἶναι λίγες, οὔτε εὐκολοδιάκριτες.
Ἕνα ἁπλό παράδειγμα ἄς ἀναφέρωμε: Σκεφθεῖτε κάποιον ἀρχάριο νά ἔχη πέσει »μέ τά μοῦτρα» – συγγνώμη γιά τήν ἔκφρασι – στήν ἐργασία τῆς εὐχῆς καί νά λέγη τήν εὐχή ἀδιάλειπτα καί ἀπό τόν πολύ ζῆλο νά μή λέγη »καλημέρα» στόν ὁποιονδήποτε περαστικό δίπλα του γιά νά μή χάση, δῆθεν, τόν εἱρμό τῆς προσευχῆς. Ἄν αὐτός δέν συνετισθῆ, ἀλλά συνεχίση μέ τό ἴδιο φρόνημα νά περιφρονῆ τόν ἕναν καί τόν ἄλλον πού περνάει δίπλα του καί νά λέγη τήν εὐχή, κανείς δέν μπορεῖ νά προβλέψη πόσο σοβαρά προβλήματα, πνευματικῆς καί ὀργανικῆς φύσεως, μπορεῖ νά ἀποκτήση.
Ἀλλά, πέρα ἀπό τούς προαναφερθέντας κινδύνους, ὁ κυριώτερος λόγος πού δέν ἀναφερόμεθα στίς διάφορες τεχνικές εἶναι ὅτι πιστεύομε ἀκράδαντα, ὅτι οἱ τεχνικές αὐτές τελικά πολύ μικρό ρόλο παίζουν στήν καρποφορία τῆς προσευχῆς. Διότι, ὅλο σχεδόν τό βάρος πέφτει στόν ἐν γένει σωστό μας πνευματικό ἀγῶνα. Γιατί, ὅποιος ἐπί παραδείγματι, λέγει τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ καί κάνει »συμβόλαιο» μέ τόν Χριστό, ὄχι νά συγχωρηθῆ, νά διορθωθῆ, νά ταπεινωθῆ καί νά φωτισθῆ, ἀλλά λέγει τήν εὐχή γιά νά ἀποκτήση κάποια πνευματικά χαρίσματα, ὅπως νά καυχιέται ὅτι »ἔχει τήν εὐχή», ἔ τότε ὁ Θεός, καί πάλι ἀπό ἀγάπη, δέν θά τοῦ δώση τά ἀναμενόμενα χαρίσματα γιά νά μήν ἀλαζονευθῆ.
Ἄς διαβάσωμε τί λέγει σχετικά κάποιος Ρῶσος στάρετς ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ. Λέγει: «Ἄς ἀφήσωμε στόν ἴδιο τόν Κύριό μας τήν μεταμόρφωσι τῆς συγκεντρωμένης προφορικῆς προσευχῆς μας σέ νοερά προσευχή καί σέ καρδιακή προσευχή. Θά τήν μεταμορφώση, δίχως ἄλλο, σάν μᾶς ἰδῆ ἔστω καί λίγο ὡριμασμένους, καθαρισμένους, μέ τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν». Καί συνεχίζει λέγοντας παρακάτω: «Ὅποιος εἶναι νήπιος σέ πνευματική ἀνάπτυξι, δέν εἶναι κατάλληλος γιά πνευματικές δωρεές. Δέν θά τίς χρησιμοποιήση γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, οὔτε γιά ὠφέλεια δική του, ἤ γιά ὠφέλεια τοῦ πλησίον».
Καί συνεχίζει λέγοντας: «Θά τίς χρησιμοποιήση, τοὐναντίον, γιά νά πλήξη τόν ἑαυτό του. Θά γίνη ἀλαζόνας καί θά φουσκώση μέ τήν μοιραία ἔπαρσι καί τήν καταστρεπτική περιφρόνησι τοῦ πλησίον. Καί ὅταν, ἐνῶ δέν ἔχωμε χαρίσματα καί ἔχομε ἕνα σωρό ἀδυναμίες, συνεχῶς κομπάζωμε καί ταπεινώνωμε τόν ἄλλον, τί θά συνέβαινε, ἄν μᾶς εἶχαν ἐμπιστευθῆ κάποιον θησαυρό πνευματικό, κάποια εἰδικά χαρίσματα; Δέν θά γινόταν αὐτό αἰτία μιᾶς ἀκόμη πιό τρομερῆς καταστροφῆς μας;»
Ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος: «Θέλει ὁ Θεός νά μᾶς δώση λίγη Χάρι, καί πρίν καλά-καλά μᾶς τήν δώση, ὑπερηφανευόμαστε, νομίζομε ὅτι κάτι εἴμαστε, καί ἔτσι, γιά καλό δικό μας, δέν μᾶς τήν δίνει καθόλου».
Μά, ἄνθρωπέ μου, ὑπερηφανεύεσαι γιά τήν Χάρι; Μά τό λέγει ἐτυμολογικά καί ἡ ἴδια ἡ λέξις ὅτι εἶναι »χάρις». Τό ὅτι θέλει δηλαδή ὁ Θεός καί σοῦ τήν δίνει, δέν σημαίνει ὅτι εἶναι ὁ Θεός δεσμευμένος νά σοῦ τήν δώση ὁπωσδήποτε, ἄνθρωπέ μου».
Καί σέ κάποια ἄλλη συνάφεια ἔλεγε σχετικά, γιά τό ἴδιο θέμα, ὁ π. Παΐσιος, ὅτι πολλές φορές μοιάζει ὁ ἄνθρωπος σάν ἕνα μικρό παιδάκι, ἕνα βρέφος, πού προσπαθεῖ νά ἀνεβῆ μία μεγάλη σκάλα. Καί ἐνῶ βρίσκεται στό πρῶτο σκαλί, προσπαθεῖ νά πάη στό δεύτερο. Δέν τά καταφέρνει. Προσπαθεῖ, πέφτει, σηκώνεται, ξαναπέφτει… Αὐτό γίνεται πολλές φορές, ὥσπου τό πιάνει ἡ μάνα του, γιατί τό λυπᾶται, καί μέ μιᾶς τό τοποθετεῖ στό τελευταῖο σκαλί. Καί μετά λέει τό παιδάκι στόν ἑαυτό του: »Μπράβο μου, ποῦ ἀνέβηκα!» Ἔ, ὁ ἄνθρωπος, ἄν σκέφτεται ὅπως εἴπαμε πρίν, σκέφτεται ἀκόμη πιό ἀνώριμα καί ἀπό αὐτό τό βρέφος.
Ἔτσι λοιπόν γιά νά ἐπανέλθωμε, τό πρῶτο πλεονέκτημα τοῦ κομβοσχοινιοῦ εἶναι ὁ σταθερός ρυθμός. Βέβαια, ἄν θέλωμε ἀκόμη πιό πολύ νά ἐμβαθύνωμε στό θέμα τῆς συχνότητας, πού γιά μᾶς εἶναι πάρα πολύ σοβαρό θέμα, καλό εἶναι νά ἀναφέρωμε τό ἑξῆς: Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἄν ἀγωνισθῆ γιά κάποιο διάστημα εἰς τό πνευματικό ἀγώνισμα τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, κάποια στιγμή ἀποκτᾶ μία δική του, ἄς τήν ὀνομάσωμε ἔτσι, στιγμιαία »ἰδιοσυχνότητα» εὐχῆς (δηλαδή τῆς περιόδου ἐκείνης). Αὐτή συμβαίνει νά εἶναι καί ἡ συχνότητα μέ τήν ὁποία λέγει ὁ ἄνθρωπος τήν προσευχή, ὅταν ἡ εὐχή λέγεται ἀπό μόνη της αὐτενέργητα, ἀβίαστα, νοερά, καρδιακά. Ἐπί παραδείγματι, ὅταν ὁ προσευχόμενος κοιμᾶται, ἤ ὅταν ξυπνάη καί ἀντιλαμβάνεται νά λέγεται ἡ εὐχή ἀπό μόνη της μέσα του, ἔ, αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἰδιοσυχνότητα εἶναι καί ἡ πιό ἐνδεικνυομένη συχνότητα γιά νά ἐκφέρεται ἡ εὐχή ἀπό τόν ἄνθρωπο αὐτό ἀνά πᾶσα ὥρα καί στιγμή. Ἔτσι, κατά τόν ταπεινό μας λογισμό, νομίζομε ὅτι ἔχομε ἐσωτερικό πνευματικό συντονισμό κατά τόν ὁποῖο μεγιστοποιοῦνται τά ὀφέλη τῆς εὐχῆς.
Ἐπίσης δεύτερη μεγάλη βοήθεια πού μᾶς παρέχει τό κομβοσχοίνι, εἶναι ὅτι μᾶς ὑπενθυμίζει νά λέμε τήν εὐχή ὅταν ὁ νοῦς μας ταξειδεύη τῇδε-κακεῖσε, πέρα-δῶθε, κλπ. Εἶναι δηλαδή τρόπον τινά ἕνας τέλειος ὑπομνηματιστής. Διότι μᾶς ὑπενθυμίζει συνεχῶς νά λέμε τήν εὐχή. Διότι, ὅπως καταλαβαίνετε, ἐάν κρατᾶς στό χέρι σου τό κομβοσχοίνι, καί νά ξεφύγης λίγο – πού σίγουρα θά ξεφεύγωμε κάπου-κάπου – ἔ, ὅταν κοιτᾶς τό κομβοσχοίνι, αὐτό θά σοῦ ὑπενθυμίζη τό ἱερό καί ἀδιάκοπο χρέος σου. Ἔτσι εἶναι πάρα πολύ καλό νά κρατᾶμε τό κομβοσχοίνι στό χέρι – ὅταν βέβαια εἶναι ἐφικτό – καί νά μή τό ἀποχωριζώμεθα. Καί ἐάν τό ἀποχωρισθοῦμε – αὐτό εἶναι εὐχή βέβαια – νά εἶναι μόνον ἀπό πολλή ἀνεξέλεγκτη πνευματική χαρά-ἡδονή.
Ὅπως συνέβαινε σέ κάποια ψυχή, πού σταματοῦσε τήν εὐχή καί ἄφηνε τό κομβοσχοίνι, ἐπειδή ἐγοητεύετο. Καί ὅταν ἐπυρπολῆτο ἀπό τήν πολλή θεία ἡδονή καί ἀπό τήν ὑπερφυσική θεία λάμψι, τῆς φαινόταν ὁ πολύς χρόνος πού προσευχόταν σ᾽ αὐτήν τήν κατάστασι γιά πολύ λίγος. Ἤ καλύτερα, τῆς φαινόταν ὅτι σταματοῦσε ὁ χρόνος, καθ᾽ ὅσον τότε ὑπῆρχε ἐμπειρικά ἄϋλη αἴσθησις τοῦ ἄϋλου Θεοῦ. Ἀλλά γιά νά γίνωνται αὐτά καί ἄλλα ἀνώτερα, ὡραιότερα, γοητευτικώτερα, χρειάζεται πολύς καί σωστός ἀγῶνας.
Καί στό σημεῖο αὐτό, ἐπειδή ὅλοι μας ἀπογοητευόμεθα, λίγο-πολύ ἀπό τήν μή συγκέντρωσι τοῦ νοός μας, θά σᾶς διαβάσω, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀποσπασματικά, ἕνα κομμάτι ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Λέγει ὁ ἱερός Πατήρ:
«Ἡ θύμησις τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ διεγείρει τόν ἐχθρό γιά μάχη. Γιατί μία ψυχή πού πιέζει τόν ἑαυτό της νά λέη τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, μπορεῖ μέ αὐτήν τήν ἴδια τήν προσευχή νά βρῆ ὁ,τιδήποτε. Καί ἀγαθό, καί πονηρό. Πρῶτα ἡ ψυχή μπορεῖ νά δῆ τό πονηρό στά μύχια τῆς καρδιᾶς της, νά τό ἐντοπίση δηλαδή, καί ὕστερα μπορεῖ νά δῆ τό ἀγαθό. Ἡ προσευχή αὐτή μπορεῖ νά ὑποκινήση τόν ὄφι σέ δρᾶσι. Καί ἡ ἴδια αὐτή μπορεῖ νά τόν συντρίψη μετά. Ἡ προσευχή αὐτή μπορεῖ νά ξεχώση τήν ἁμαρτία πού ζεῖ μέσα μας φωλιασμένη καί ἡ ἴδια αὐτή προσευχή μπορεῖ νά τήν ξερριζώση καί νά τήν ἐξοστρακίση». Καί καταλήγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγοντας: «Χρειάζεται πολύς χρόνος καί μόχθος γιά νά διωχθῆ ὁ ἐχθρός καί νά ἐγκατασταθῆ μέσα μας ὁ Χριστός».
Γιά τό θέμα τώρα τῶν δυσκολιῶν κατά τήν προσευχή, πάνω ἀπ᾽ ὅλα ὁ Θεός βλέπει τήν διάθεσι στόν ἄνθρωπο. Εἶναι ἀνθρώπινο κάποιες φορές, ἀπό κούρασι καί ἀπό ἀκηδία, ἄν τό θέλετε, ἀπό κάποια ψυχική ταραχή, ἀπό κάποια ἄλλα αἴτια, νά ἔχωμε κάποιες παρενέργειες πού βέβαια δέν εἶναι ἐπαινετές. Ἀλλά καί τότε εἶναι πολύ καλύτερα νά λέμε τήν εὐχή, ἀπό τό νά μή προσπαθοῦμε καθόλου τήν νά λέμε.
Μᾶς ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος σχετικά: «Νά, σήμερα μοῦ ἦλθε ἕνας κοσμικός μέ φόρα καί σκανδαλίσθηκε γιατί πῆγε σέ κάποιο μοναστήρι καί εἶδε νά γελάη, στήν ἐκκλησία μέσα, ἕνας μοναχός. Καί τόν ἄρχισα καί τοῦ εἶπα: »Βρέ, αὐτός ὁ μοναχός κατ᾽ ἀρχάς, εἶναι ὁ ἐκκλησιαστικός τῆς Μονῆς – τόν ἤξερε ὁ Γέροντας. Δηλαδή σχεδόν ὅλη μέρα εἶναι μέσα στήν ἐκκλησία. Ἕνα ὀκτάωρο, πάνω-κάτω, εἶναι οἱ ἀκολουθίες μιᾶς ἡμέρας, τό εἰκοσιτετράωρο. Ἐπί πλέον ἀπό τό ὀκτάωρο, ὁ ἐκκλησιαστικός χρειάζεται τρεῖς-τέσσερις ὧρες γιά νά ἑτοιμάση, καντήλια, πολυελαίους καί ὅλα τά σχετικά γιά τίς προβλεπόμενες καθημερινές ἀκολουθίες. Ἔ, εἶναι φυσικό νά μή κάθεται ὅλες αὐτές τίς ὧρες πάντα κολώνα μέσα στήν ἐκκλησία». Καί τοῦ εἶπα: »Ξέρεις τί ἀγῶνα κάνει αὐτός; Καί σύ σκανδαλίσθηκες, καϋμένε; Ἐσύ τί κάνεις; Πᾶς ἕνα τέταρτο, μισή ὥρα, τήν Κυριακή στήν ἐκκλησία. Καί ἄν πᾶς, καί πῶς πᾶς, καί γιατί πᾶς…. Καί μετά, τήν ὑπόλοιπη ἑβδομάδα, ποῦ πηγαίνεις, ποῦ συχνάζεις, τί κάνεις; Ἄς μή τό προχωρήσωμε…. Καί σκανδαλίζεσαι, γιατί αὐτός γέλασε λιγάκι, ἤ γιατί κουράσθηκε λίγο καί λαγοκοιμήθηκε στήν ἐκκλησία καί τά παρόμοια; Αὐτός εἶναι εὐλογημένος ὕπνος, ὁ ἐντός τῆς Κιβωτοῦ, μέσα στήν ἐκκλησία. Ὁ Θεός δέν τά μετράει ἔτσι. Ἄς μή κάνωμε σάν τούς Καθολικούς, πού πᾶνε λίγο στήν ἐκκλησία καί κάθονται σάν βρεγμένες γάτες, σάν παγόβουνα. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι τήν ἐκκλησία τήν αἰσθανόμαστε σπίτι μας καί καθόμαστε πιό ἄνετα, πιό φυσικά καί πιό ἀνθρώπινα»».
Τό τρίτο ἐπί πλέον στοιχεῖο πού ἔχει τό κομβοσχοίνι, εἶναι ὅτι εἶναι ἕνας πολύ καλός μετρητής. Μποροῦμε δηλαδή μέ αὐτό νά μετρᾶμε τίς εὐχές τοῦ κανόνα μας, τίς εὐχές πού λέμε. Καί ὡς γνωστόν ὑπάρχουν κομβοσχοίνια τριαντατριάρια, πενηντάρια, κατοστάρια, τριακοσάρια καί δωδεκάρια. Βέβαια τά δωδεκάρια καί τά τριαντατριάρια εἶναι πιό εὔχρηστα νά τά ἔχη κανείς καί ὅταν εἶναι σέ χῶρο δημόσιο, γιά νά μή γίνεται δηλαδή ἀντιληπτός, ὥστε νά μή προκαλῆ…
Ἐπίσης ὑπάρχουν οἱ σταυρωτές εὐχές πού γίνονται μέ τό κομβοσχοίνι. Σέ αὐτές τίς περιπτώσεις, κρατᾶμε, ἄν θέλωμε, τό κομποσχοίνι μέ τό ἀριστερό χέρι καί μέ τό ἴδιο αὐτό χέρι, τό ἀριστερό δηλαδή, μετρᾶμε τίς εὐχές πού λέμε. Τώρα, μέ τό δεξί χέρι, παράλληλα μέ τήν κάθε εὐχή πού λέμε τοῦ Ἰησοῦ, κάνομε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, τό ὁποῖο αὐτό σημεῖο συνοδεύεται μέ μία μικρή μας ταυτόχρονη ὑπόκλισι, μέ μία δηλαδή ἐλαφρυά μικρή μετάνοια, ὅπως λέγεται. Ἀλλά πρέπει αὐτή ἡ κίνησις νά εἶναι χαλαρή, γιά νά μή γίνεται διάσπασις στήν εὐχή. Ἐννοιολογικά βέβαια ταιριάζει σέ κάθε εὐχή πού κάνομε μαζί μέ τόν σταυρό μας, ὅταν φθάσωμε στό »ἐλέησόν με», τότε ἀκριβῶς τό δεξί μας χέρι νά βρίσκεται στό κατώτερο σημεῖο τῆς ὑποκλίσεώς μας. Βέβαια αὐτά τά κομβοσχοίνια γίνονται, εἴτε εἴμαστε ὄρθιοι, εἴτε εἴμαστε γονατιστοί.
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τά κομβοσχοίνια, μαζί μέ τίς ἐδαφιαῖες μετάνοιες, ἀπαρτίζουν τόν λεγόμενο »πνευματικό προσωπικό κανόνα» τῶν μοναχῶν καί ὄχι μόνο τῶν μοναχῶν, ἀλλά καί κάποιων λαϊκῶν. Θεωροῦνται πιό δραστικά ἀπό τά ἁπλᾶ κομβοσχοίνια, τά ὁποῖα γίνονται ἐλεύθερα χωρίς ταυτόχρονες σταυρωτές ὑποκλίσεις. Αὐτά τά ἐλεύθερα λεγόμενα κομβοσχοίνια μποροῦμε νά τά κάνωμε, εἴτε ὅταν εἴμαστε ὄρθιοι, εἴτε περπατῶντας, εἴτε γονατιστοί, εἴτε καθιστοί, εἴτε ὅταν εἴμαστε ἀκόμη καί στό κρεββάτι, ἀνάλογα βέβαια μέ τήν περίπτωσι. Ἐνῶ, ὅπως ἤδη εἴπαμε, τά σταυρωτά κομβοσχοίνια γίνωνται ὅταν εἴμαστε κυρίως ὄρθιοι. Καί ὅταν ὑπάρχη κάποιος λόγος, κάποιο πρόβλημα ὑγείας, κάποια ὑπερβολική κόπωσις, τότε τά κάνομε γονατιστοί.
Ἐπίσης μέ τό κομβοσχοίνι γίνονται καί οἱ »ἐδαφιαῖες» στρωτές μετάνοιες. Δηλαδή, ἀπό ὄρθιοι πού εἴμαστε, πέφτομε κάτω στό δάπεδο, στηριζόμενοι στά χέρια μας, καί σκύβομε ὥσπου ἡ κεφαλή μας νά ἀκουμπήση σχεδόν τό δάπεδο. Παράλληλα μέ ὅλην αὐτήν τήν κίνησι, κάνομε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, μέ τό δεξί μας χέρι, καί κρατῶντας τό κομβοσχοίνι μέ τό ἀριστερό, μετρᾶμε τίς μετάνοιες πού κάνομε.
Στίς μετάνοιες ἐνδείκνυται, χωρίς βέβαια νά εἶναι ἀπαραίτητο, νά λέμε τήν εὐχή πιό ἀναλυτικά, δηλαδή νά λέμε »Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν». Βέβαια, αὐτό εἶναι θέμα καθαρά προσωπικό. Κατά τήν γνώμη μας εἶναι καλύτερα νά λέμε ὁλόκληρο τόν στίχο αὐτόν τῆς προσευχῆς γιά νά προλαβαίνωμε νά κάνωμε, ὅπως ἤδη εἴπαμε, τήν πλήρη μετάνοια, δηλαδή ἀπό ὄρθιοι νά πέφτωμε γονατιστοί καί ἐν συνεχείᾳ ἡ κεφαλή μας να βρίσκεται σχεδόν μπρούμυτα κάτω, καί κατόπιν ἀντίστροφα νά σηκωνώμεθα πάλι ὄρθιοι. Ἑπομένως χρειάζεται κάποιος χρόνος. Ὁπότε, ἄν λέμε πιό πολλές λέξεις στήν κάθε εὐχή, προλαβαίνομε νά κάνωμε ὅλην αὐτήν τήν κίνησι πιό φυσιολογικά, πιό ἄνετα, πιό ἁρμονικά. Βέβαια, καί στήν περίπτωσι αὐτή, πρέπει νά φροντίζωμε, γιατί ἔτσι ταιριάζει ἐννοιολογικά, ὅταν λέμε τό »ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό», κατά τήν στιγμή ἐκείνη πού λέμε τήν λέξι »τόν ἁμαρτωλό», νά εὑρίσκεται ἡ κεφαλή μας στήν πιό χαμηλή θέσι, σχεδόν δηλαδή στό ἔδαφος. Γιατί ἔτσι, μέ τήν στρωτή μετάνοια, παραστατικά ἐκδηλώνομε, δείχνομε τήν πτῶσι μας, λόγῳ τῆς προσωπικῆς μας ἁμαρτίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Αὐτά ὡς πρός τά κομβοσχοίνια.
Βέβαια ξανατονίζομε ὅτι ἐμεῖς πού εἴμαστε στόν κόσμο, μέ ἕνα σωρό ὑποχρεώσεις, πρέπει νά ἐξασκηθοῦμε νά λέμε τήν εὐχή ψιθυριστά ἤ νοερά καί χωρίς κομβοσχοίνι. Παράλληλα δηλαδή μέ ἄλλες ἀσχολίες πού ἔχομε, κατά τίς ὁποῖες τίς περισσότερες ἴσως φορές, δέν εἶναι δυνατόν, οὔτε ἄλλωστε ἁρμόζει, νά κρατᾶμε παράλληλα μέ τήν εὐχή μας καί τό κομβοσχοίνι. Ὅπως καί νἄχη βέβαια τό πρᾶγμα ὡς πρός τό κομβοσχοίνι, ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι ὅτι δέν πρέπει νά προκαλοῦμε τούς ἄλλους. Δέν πρέπει νά ἐπιδεικνυώμεθα δημόσια. Ταυτόχρονα ὅμως πρέπει νά ἔχωμε ἔνθεο ζῆλο γιά ὁμολογία πίστεως, εὐχῆς, κλπ. Ὅλα αὐτά βέβαια εἶναι θέμα διακρίσεως καί ποτέ δέν μπαίνουν σέ καλούπια.
Στό σημεῖο αὐτό, ἄς ἀναφερθοῦμε καί στούς κεκοιμημένους, πῶς γίνεται δηλαδή ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ γιά τούς ἀπ᾽ αἰῶνος κεκοιμημένους ἀδελφούς μας.
Μᾶς εἶχε ρωτήσει, φοιτητές ὄντες ἐκείνη τήν ἐποχή, ὁ π. Παΐσιος τό ἐξῆς: «Τί εἶναι πιό χρήσιμο, πιό ἀναγκαῖο, νά προσευχώμαστε γιά τούς ζωντανούς ἤ γιά τούς κεκοιμημένους;» Καί ἐμεῖς ἀπαντήσαμε, συναισθηματικά ἴσως: «Γιά τούς ζωντανούς, γιά νά μετανοήσουν». Καί μᾶς εἶπε ὁ σοφός Γέροντας: «Εἶναι προτιμώτερο νά προσευχώμαστε γιά τούς κεκοιμημένους, γιατί αὐτοί δέν μποροῦν πλέον νά αὐτοβοηθηθοῦν, ὅπως οἱ ζῶντες οἱ ὁποῖοι μποροῦν ἀπό μόνοι τους νά μετανοήσουν».
Ἔτσι λοιπόν ἐπιβάλλεται μέ τό παραπάνω νά προσευχώμαστε μέ τήν μέθοδο αὐτή τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ γιά τούς κεκοιμημένους λέγοντας, στήν περίπτωσι αὐτή: »Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἀνάπαυσον τούς δούλους Σου». Παρακαλῶ νά προσέξωμε, ποτέ νά μή γράφωμε τήν λέξι »πεθαμένοι» στά ψυχοχάρτια ἤ νά τήν ἀναφέρωμε στίς κουβέντες μας, γιατί ἁπλούστατα στήν Ὀρθοδοξία δέν ὑπάρχουν πεθαμένοι, ἐπειδή ἀναμένεται ἡ Κοινή Ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Οἱ κεκοιμημένοι δέν μποροῦν πλέον νά βοηθήσουν τόν ἑαυτό τους, διότι ἔληξε γι ᾽αὐτούς ἡ προθεσμία. Ὁ πανάγαθος ὅμως Θεός καί ὁ δικαιότατος Κριτής, ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή, θέλει ὅλους νά τούς σώση, »πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι». Γι᾽ αὐτό περιμένει ἀπό ἐμᾶς κάτι, στήν περίπτωσι αὐτή.
Ἐδῶ εἶναι ἕνα πάρα πολύ λεπτό σημεῖο, στό ὁποῖο φαίνεται ἡ ἀρχοντιά τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά δυστυχῶς αὐτή ἡ ἀρχοντιά τοῦ Θεοῦ, ἀντί νά μᾶς συγκινῆ, νά μᾶς φιλοτιμῆ καί νά μᾶς γοητεύη, πολλές φορές μᾶς σκανδαλίζει καί μᾶς ἀποπροσανατολίζει. Ἐν προκειμένῳ, στό θέμα μας, ἐάν ἐπενέβαινε ἀπό μόνος του ὁ Θεός γιά νά σώση τίς ψυχές αὐτές τῶν κεκοιμημένων, οὐσιαστικά θά παραβίαζε τήν ἐλευθερία τους, τήν ἐλευθερία μας δηλαδή γενικώτερα, τό αὐτεξούσιό μας, πού εἶναι τό μεγαλύτερο ἀγαθό μας. Διότι δέν ὑπάρχει λογικό δημιούργημα ἄνευ ἐλευθερίας. Καί ἀντίστροφα, κάθε ἐλεύθερο δημιούργημα εἶναι, ἐκ κατασκευῆς, ἐξ ὁρισμοῦ, λογικό. Καί ἡ μεγαλύτερη διαφορά πού ἔχομε ἀπό τά ἄλογα ζῶα, δέν εἶναι ἡ δύναμις – ἐπί παραδείγματι ὑπάρχουν ζῶα πολύ πιό δυνατά καί πολύ πιό ἀδύνατα, ἄν τό θέλετε, ἀπό ἐμᾶς -, οὔτε τόσο ἡ νοημοσύνη. Ἀλλά, ἄς μήν ἐπεκταθοῦμε. Ἡ μεγαλυτέρα διαφορά μας εἶναι ἡ ἐλευθερία καί ἡ λογική.
Γιά νά γίνωμε πιό σαφεῖς: Κανένα ζῶο, ὅσο δυνατό κι ἄν εἶναι, δέν διανοεῖται νά ἀλλάξη τό φυσικό περιβάλλον στό ὁποῖο ζεῖ. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ὡς γνωστόν, εἶναι ἱκανός νά φέρη τά πάνω κάτω, νά τά κάνη ὅλα ἀγνώριστα. Ἀλλά, καί αὐτὀς ἀκόμα ὁ Θεός, στό ὅλο σχέδιο τῆς σωτηριολογίας Του ἔναντι τοῦ ἀνθρώπου, σεβάσθηκε καί ἐνήργησε ἔτσι ὥστε νά μή παραβιασθῆ ἡ ἀνθρωπίνη ἐλευθερία, ἔστω καί ἐλάχιστα. Γιατί εἴμαστε ἐκ κατασκευῆς ἐλεύθεροι καί ἐπιμένει νά μᾶς θέλη ἐλευθέρους. Ἄλλο θέμα βέβαια, ὅτι ὑφιστάμεθα τίς συνέπειες τῆς ἐλευθερίας μας.
Μία φορά ἐρωτήσαμε τόν μακαριστό Γέροντα Παΐσιο: «Γιατί δέν σαρκώθηκε πιό πρίν ὁ Χριστός, ὥστε νά ὑπάρχη ἡ βεβαιότητα τῆς σωτηρίας γιά περισσοτέρους ἀνθρώπους;» Καί μᾶς ἀπήντησε: «Τό ἤθελε, ἀλλά δέν εὕρισκε τόν κατάλληλο ἄνθρωπο. Βρῆκε τήν Παναγία ἄμεμπτη, πού δέχθηκε ἐλεύθερα τόν Εὐαγγελισμό Της ἀπό τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ». Ὡς γνωστόν, ἡ Παναγία μετά τόν σεσοφισμένο δισταγμό της εἶπε τό περίφημο »ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου». Καί μετά ἀπό αὐτές τίς λέξεις τῆς Παναγίας Μητέρας μας, ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά κάνη ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους θεούς κατά Χάριν.
Ἤ, ἄς τό γενικεύσωμε κάπως. Γιατί δέν κάνει στήν ἐπόχή μας προκλητικά θαύματα ὁ Χριστός; Γιατί δηλαδή στά πρῶτα χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐγίνοντο πάρα-πάρα πολλά θαύματα, ἐνῶ μετέπειτα ὑπεχώρησε ἡ ποσότης αὐτῶν τῶν θαυμάτων; Πολλά τά αἴτια: Ἡ πίστις, ἡ ἀγωνιστική διάθεσις καί πολλά ἄλλα. Ἀλλά, ἡ κυριωτέρα αἰτία εἶναι ἐπειδή πλέον σέβεται ὁ Θεός τήν ἐλευθερία μας. Τότε, στήν ἀρχή δηλαδή τῆς διαδόσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὑπῆρχε ἀνάγκη νά γίνουν πολλά θαύματα. Ὑπῆρχε ἀνάγκη νά ὑπάρχη γιά παράδειγμα τό ἔκτακτο χάρισμα τῆς γλωσσολαλιᾶς κατά τήν Πεντηκοστή. Καί τοῦτο, ὄχι γιατί τό θαῦμα εἶχε καί ἔχει καμμία ἰδιαίτερη ἀξία, ἀλλά ἐπειδή, μέ ἀφορμή καί αἰτία τό θαῦμα, ἦταν εὐκολώτερο νά πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν τότε ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ ὁποῖοι μέ τά θαύματα τά ὁποῖα ἔκαναν, ἐγίνοντο, ὅλοι αὐτοί, πιό πιστευτοί καί πιό ἀποδεκτοί στό ἀκροατήριό τους. Ἀλλά, ἐάν τά τότε θαύματα, τά ὁποῖα ἐγίνοντο σωρηδόν, ἐάν ἐσυνεχίζοντο μέ τήν ἴδια συχνότητα καί ἀργότερα, τότε οὐσιαστικά θά ἐκαταργεῖτο ἡ ἀνθρωπίνη ἐλευθερία, διότι τό συνεχές προκλητικό θαῦμα οὐσιαστικά καταργεῖ τήν πίστι καί δημιουργεῖ μιά μορφή καταναγκασμοῦ.
Ὁπότε ἐν προκειμένῳ τώρα γιά τούς κεκοιμημένους περιμένει ἀπό μᾶς ὁ καλός Θεός νά προσφέρωμε ἐλεύθερα τό δικό μας αὐτεξούσιο, τήν δική μας ἐλευθερία, ἀβίαστα, ἀπό φιλότιμο, ὑπέρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν τῶν κεκοιμημένων γιά νά βρῆ, ἄς μᾶς ἐπιτραπῆ ἡ ἔκφρασις, γιά νά βρῆ ἀφορμή ὁ Θεός νά βοηθήση καί ὅλες αὐτές τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων. Καί ἔτσι οἱ πάντες ὠφελοῦνται. Καί οἱ σεσωσμένοι, καί οἱ κολασμένοι, ἐφ᾽ ὅσον καί στίς δύο καταστάσεις ὑπάρχουν ἄπειρες, ἀτελείωτες, διαβαθμίσεις. Στόν μέν Παράδεισο, »εἰς τήν οἰκία δηλαδή τοῦ Πατρός», ὅπως λέγει καί ἡ Γραφή, »πολλαί μοναί εἰσί». Ὑπάρχουν πολλές καταστάσεις σεσωσμένων, ἀνάλογα μέ τό πόσο ἀγῶνα ἔκαναν ἐπί τῆς γῆς. Ὅπως ἀκριβῶς στόν Παράδεισο, τό ἴδιο καί στήν κόλασι ὑπάρχουν διάφορες διαβαθμίσεις. Βλέπετε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, καί στόν Παράδεισο ὑπάρχουν τά λεγόμενα πνευματικά »πηγαδάκια». Ἐκεῖνο πού θέλω νά συνειδητοποιήσωμε στό σημεῖο αὐτό εἶναι ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος πεθαίνη χωρίζεται ἡ ψυχή του ἀπό τό σῶμα του. Ἡ ψυχή πηγαίνει στόν οἰκεῖο τόπο ὅπου ἐκεῖ προγεύεται, ἤ τήν Κόλασι, ἤ τόν Παράδεισο.
Ἀλλά καί στόν Παράδεισο δέν ὑπάρχει πλήρης, τετελεσμένη κατάστασις, ἐφ᾽ ὅσον δέν ὑπάρχουν τά ἀναστημένα σώματα τῶν σεσωσμένων ἀνθρώπων. Δέν ἔχει γίνει ἡ Κοινή Ἀνάστασις τῶν κεκοιμημένων. Ἀκόμη καί οἱ Ἅγιοι, ἐκτός φυσικά τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τοῦ Θεανθρώπου πρωτοτόκου ἀδελφοῦ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅλοι οἱ Ἅγιοι, εὑρίσκονται στόν Παράδεισο μόνον ὡς ψυχές. Καί ὅταν εἶπε ὁ Κύριος, ὅτι ἡ βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος – πού ὅπως ἔχομε ἐξηγήσει σέ ἄλλη σύναξι εἶναι ἡ ἀμετανοησία – δέν θά συγχωρηθῆ, οὔτε τώρα, οὔτε εἰς τόν μέλλοντα αἰῶνα, ἐξηγοῦν, οἱ θεόσοφοι ἑρμηνευτές, ὅτι ὁ Χριστός ἐννοοῦσε ἐν προκειμένῳ ὅτι ὁ μέλλων αἰών εἶναι ἡ χρονική περίοδος ἡ ὁποία ξεκινᾶ ἀπό τόν προσωπικό θάνατο τοῦ καθενός ἀνθρώπου καί φθάνει μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Τότε θά ἔλθη ὁριστικά καί ὁλοκληρωμένα ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε, σύμφωνα μέ τά προαναφερθέντα λόγια τοῦ Χριστοῦ συμπεραίνεται ὅτι μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία οἱ ἄλλες ἁμαρτίες μποροῦν νά συγχωρηθοῦν, ἀνάλογα βέβαια μέ τήν βαρύτητα τῶν ἁμαρτιῶν, μέ τήν προσευχή τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας, δηλαδή μέ τίς προσευχές ὅλων ἡμῶν γιά τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας.
Ἔτσι λοιπόν, παράλληλα μέ τά τρισάγια, τά μνημόσυνα, μαζί μέ τά ὀνόματα πού δίνομε στήν Προσκομιδή γιά μνημόνευσι, μαζί μέ τά Σαρανταλείτουργα καί τίς ἐλεημοσύνες ὑπέρ τῶν ψυχῶν τῶν κεκοιμημένων, παράλληλα μέ ὅλα αὐτά πού ἔχει θεσπίσει θεοπνεύστως ἡ ἁγία μας Μητέρα Ἐκκλησία, ἐνδείκνυται καί ἐπιβάλλεται νά λέμε, εὐκαίρως-ἀκαίρως, τό »Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἀνάπαυσον τούς δούλους σου».
Ἀλλά γιά τά ὑπόλοιπα πού ἀφοροῦν τούς κεκοιμημένους, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πρῶτα ὁ Θεός, θά συνεχίσωμε μέ περαιτέρω ἀνάλυσι στήν ἑπόμενή μας σύναξι.
(Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος,
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
Ἑσπερινή ὁμιλία στόν Ἱ. Ναό Παναγίας Δεσποίνης Λαμίας κατά τό ἔτος 1999)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου