Τρίτη 2 Μαρτίου 2021

Κυριακή του Τυφλού: Χριστός το Φως της ζωής Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας

 

Ἡ σημερινὴ περικοπή, ποὺ περιγράφει τὴ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς Τυφλοῦ, κάνει λόγο γιὰ τὸ Φῶς τῆς ζωῆς, τὸ Φῶς τὸ Οὐράνιο, τὸν Χριστό. Παρατηρεῖται σὲ αὐτὴ ἀνάλογη κλιμάκωση στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ σὲ σχέση μὲ τὴν περικοπὴτῆς προηγούμενης ἑβδομάδας. Ἡ Σαμαρείτιδα καὶ ὁ Τυφλὸς θεωροῦν ἀρχικὰ τὸν Χριστὸ ὡς ἄνθρωπο, στὴ συνέχεια ἀναγνωρίζουν ὅτι πρέπει νὰ εἶναι κάποιος ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, ἐνῶ στὸ τέλος Τὸν προσκυνοῦν ὡς τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτήρα τοῦ κόσμου.

Ὁ Κύριος ἤδη βρισκόταν ἀντιμέτωπος μὲ τὸ ἀναβράζον μίσος τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴν πρόφαση ὅτι καταργοῦσε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, Τὸν ἐκδίωκαν ἀπὸ παντοῦ ὡς βλάσφημο, θορυβημένοι ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποκαλοῦσε τὸν Ἑαυτό Του Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Τὸν εἶχαν κάνει τρόπον τινὰ ἀποσυνάγωγο καὶ Τοῦ εἶχαν στερήσει τὴ διδασκαλικὴ καθέδρα. Ὁ Κύριος ὅμως δὲν εἶχε ἀκόμη τελειώσει «τὸ ἔργον τοῦ Πέμψαντος Αὐτόν»[1]. Ἐφόσον δὲν Τοῦ ἐπέτρεπαν πλέον νὰ διδάσκει, τοὺς ἔστειλε τὸ «σημεῖο» Του, ἕνα ἁπλὸ ἄνθρωπο, τὸν ἐκ γενετῆς Τυφλό, γιὰ νὰ ἐλέγξει τὴν τύφλωση ὅσων νόμιζαν ὅτι ἦταν σοφοὶ καὶ διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ.

Ὁ νοῦς τῶν μαθητῶν πρὶν τὴν ἐπιδημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦταν ἀκόμη χοϊκός, γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ἀντίκρισαν τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐκ γενετῆς εἶχε στερηθεῖ τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν του, ἀπαίτησαν ἀπὸ τὸν Διδάσκαλό τους λογικὴ ἐξήγηση σχετικὰ μὲ τὴν αἰτία τῆς ἀναπηρίας. Δύο ἐνδεχόμενα περνοῦσαν ἀπὸ τὸν νοῦ τους: Ἢ ὅτι ἡ τύφλωση ὀφείλετο στὶς προσωπικές του ἁμαρτίες εἴτε στὶς ἁμαρτίες τῶν προγόνων του. Οἱ Ἀπόστολοι ἔθεσαν τὴν ἐρώτηση στὸ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο, ὁ Κύριος ὅμως διανοίγει ἄλληπροοπτικὴ στὸ θέμα. Ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξιχνιάσει «κριμάτων Αὐτοῦ ἀβύσσους»[2].

Στὴν παρούσα ζωὴ δὲν ὑπάρχει ἀπάντηση σὲ ὅλα τὰ ἐρωτήματα, διότι οἱ ἀξίες καὶ οἱ πεποιθήσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι σχετικές. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν ἐξαντλεῖται στὰ στενὰ ὅρια τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου. Ἡ μέριμνά Του καὶ ἡ φροντίδα Του εἶναι ἡ παλινόστηση τοῦ ἀνθρώπου στὴν «ἡτοιμασμένην αὐτῷ βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου»[3]. Τὰ παθήματα καὶ οἱ τραγωδίες αὐτῆς τῆς ζωῆς ἔρχονται σὲ δευτερεύουσα μοίρα, προκειμένου νὰ μπορέσει νὰ χορηγήσει στὸ πλάσμα Του «πλουσίαν εἴσοδον εἰς τὴν αἰωνίαν Βασιλείαν Αὐτοῦ»[4]. Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἐκφραζόταν μὲ πολὺ δυνατὸ τρόπο πάνω στὸ θέμα αὐτὸ λέγοντας ὅτι, «ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο ἐμφανίζεται ὡς κατάρα, καὶ ἡ κατάρα ὡς εὐλογία». Γιὰ παράδειγμα, ἡ φτώχια ἢ ἡ ἀρρώστια γιὰ τοὺς πολλοὺς εἶναι συμφορά, ἀλλὰ γιὰ ὅποιον ταπεινωθεῖ καὶ ἀντὶ νὰ πικραθεῖ μέσα του, στραφεῖ στὸν Θεὸ μὲ πνεῦμα παραδόσεως καὶ εὐχαριστίας, μπορεῖ νὰ μεταβληθεῖ, ὅπως ἡ πείρα ἀποδεικνύει,  στὴ μεγαλύτερη εὐλογία, σὲ ἀφορμὴ ἁγιασμοῦ.

Ὅταν ὁ Κύριος ἐπιτρέπει δοκιμασίες στὴ ζωή μας, μᾶς παρέχει τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίσουμε τὸ ἀκαταίσχυντο τῆς δυνάμεώς Του, τὸ μεγαλεῖο τῆς χάριτός Του, τὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας. Οἱ ἄνθρωποι ἀγνοώντας αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, τὸν καιρὸ τῶν θλίψεων ἀνθίστανται καὶ ἐπαναστατοῦν ἐνάντια σὲ Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς δημιούργησε, ποὺ μᾶς ἀνέχεται καὶ ἀντὶ νὰ μᾶς βδελύσσεται, «οὐκ ἀπέστη πάντα ποιῶν» γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Ἀντὶ νὰ διατυπώσουν τὴ σωτηριώδη ἐρώτηση: «Κύριε, πῶς νὰ συμπεριφερθῶ, ὥστε νὰ μὴν ἁμαρτήσω στὴ δοκιμασία ποὺ ὑφίσταμαι;», μὲ ὑπεροψία καὶ ἀφροσύνη ρωτοῦν: «Γιατί, Κύριε, νὰ περνάω τέτοια δοκιμασία;»· ἤ, ἀκόμη χειρότερα: «Γιατί, Κύριε, αὐτὴ ἡ συμφορὰ νὰ πέσει σὲ ἐμένα καὶ ὄχι σὲ κάποιον ἄλλο;» .Κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο σκοτίζονται καὶ πέφτουν στὸ κατάκριμα τοῦ διαβόλου. Ὡστόσο, σύμφωνα μὲ τὴ διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων, τὸν καιρὸ τῶν πειρασμῶν θὰ ἔπρεπε νὰἔχουμε χαρὰ μεγάλη[5], διότι ἡ λύπη τῶν δοκιμασιῶν ἀνήκει στὰ πρόσκαιρα, ἐνῶ ὅταν ἡ πίστη μας δοκιμασθεῖ σὲ κάμινο καὶ βρεθεῖ «πολυτιμότερη χρυσίου», ἡ ἀγαλλίαση θὰ εἶναι αἰώνια[6].

Ὅπως Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ δείξει τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης Του, ὑψώθηκε στὸν Σταυρό, τάφηκε στὴ γῆ καὶ κατῆλθε στὰ κατώτατα τοῦ ἅδη, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ παθήματα ἀποδεικνύει τὴν ἀσάλευτη πίστη του στὸν Θεό. Ὅταν ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει δοκιμασίες νὰ ταλαιπωρήσουν τὸν δοῦλο Του, τοῦ παρέχει τὸ προνόμιο νὰ φανερώσει τὴν ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς του καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Δημιουργό Του. Ὁ Κύριος διὰ τοῦ Πάθους καὶ τοῦ Σταυροῦ εἰσῆλθε στὴν αἰώνια δόξα Του. Καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ θλίψεις εἰσέρχεται στὴν αἰώνια Βασιλεία, γίνεται κοινωνὸς τῆς Θείας δόξας καὶ τὴν ἀντανακλᾶ σὲ ὅλη τὴ δημιουργία, ἐκπληρώνοντας κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὸν προορισμό του. Μὲ τὴν ἀνταπόκρισή μας στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ νὰ περάσουμε διὰ τῆς «στενῆς πύλης», γινόμαστε μέρος τῆς ὁδοῦ τοῦ Χριστοῦ καὶ μέσα ἀπὸ τὴν πτωχεία καὶ τὴν ἀδυναμία μας φανερώνεται στὸν κόσμο ἡ ἀλήθειά Του. Ἀντιθέτως, ἐὰν ὀλιγοψυχίσουμε καὶ δὲν δώσουμε στὸν Κύριο τὴν εὐκαιρία νὰ δείξει τὴ δύναμή Του, ἡ ὁποία «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»[7], γινόμαστε οἱ «ἀνασταυροῦντες ἑαυτοῖς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ»[8], ἀθετώντας κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴ νίκη τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως, ἡ ὁποία «διὰ τοῦ αἰωνίου Πνεύματος»[9] «μένει εἰς τὸ διηνεκές»[10].

Ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε ὅτι εἶχε ἕνα καθορισμένο χρόνο γιὰ νὰ «τελειώσει» τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, ποὺ Τοῦ ἀνέθεσε ὁ Οὐράνιος Πατέρας. Εἶπε στοὺς μαθητές: «Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου». Στὸ ἐγγὺς μέλλον πλησίαζε ἡ νύχτα τοῦ Σταυροῦ, «ἡ ὥρα καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους»[11]καὶ ὁ Κύριος γνώριζε ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ τελειώσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ σφραγίσει μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Ὡστόσο, ὁ Κύριος πάντοτε εἶναι «τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν, τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον»[12]. Ἑπομένως, ὁ περιοριστικὸς παράγοντας τοῦ χρόνου δὲν ἀπευθύνεται στὸν Θεό, ἀλλὰ στὸν ἄνθρωπο. Στὸν καθένα δίνεται ἕνα χρονικὸ διάστημα γιὰ νὰ ἐργασθεῖ τὸν ἁγιασμό του καὶ τὴ σωτηρία του. Ὁ Θεὸς εὐαγγελίζεται τὸν ἄνθρωπο μὲ τοὺς λόγους: «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας»[13]. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ πεῖ τὸ «Ἀμὴν» στὴ διάρκεια τοῦ πρόσκαιρου παρόντος αὐτῆς τῆς ζωῆς.  Ἂν ἀμελήσει καὶ ἀναβάλει νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου, δὲν εἶναι ἡ κραταιὰ δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ ἐξασθενίσει, ἀλλὰ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος σταδιακὰ ἀχρειώνεται, ἡ ὕπαρξή του στενεύει καὶ δὲν μπορεῖ πλέον νὰ χωρέσει «τηλικαύτην σωτηρίαν»[14]. Γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς, ἀλλὰ εἰδικότερα γιὰ τοὺς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ζοῦν ὑπὸ συνθῆκες ποὺ εὐνοοῦν τὴν πιὸ ἀκριβὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν, δὲν ὑπάρχει πιὸ πικρὴ διαπίστωση ἀπὸ τὴν τραγικὴ ἀνακάλυψη, ὅτι ὁ καιρὸς νὰ ἐπιτελέσουν «ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ»[15]τοὺς διέφυγε μέσα ἀπὸ τὰ χέρια, ἐφόσον «χωρὶς ἁγιασμὸν οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον»[16].

Ὁ Χριστὸς σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση δὲν θεράπευσε ἀμέσως τὸν τυφλό. Ἐφόσον οἱ Φαρισαῖοι Τοῦ εἶχαν στερήσει τὴ διδασκαλικὴ καθέδρα, χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος ἕνα ἐπιδεικτικὸ τρόπο θεραπείας γιὰ νὰ διδάξει μέσῳ ἑνὸς ἁπλοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πρώην Τυφλοῦ. Λιτάνευσε τρόπον τινὰ τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ μαρτυρήσει εὔγλωττα τὴν ἀλήθεια τῆς Θεότητας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ τὸ ἴδιο τὸ γεγονός. Ἐπίσης, ὡς εὐγενὴς Θεός, δὲν σώζει τὸν ἄνθρωπο παρὰ τὴ θέλησή του καὶ χωρὶς τὴν ἔστω καὶ πενιχρὴ συνέργειά του. Ἂν ὁ ἄνθρωπος αὐτοβούλως θελήσει νὰ ὑποτάξει τὸ μικρό του θέλημα στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε λαμβάνει χώρα μεγάλο θαῦμα. Ὁ Κύριος ἔφτυσε στὸ χῶμα, ἔκανε πηλὸ καὶ ἔχρισε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ. Οἱ ἱερεῖς συνοδεύουν τὴ χρίση τῶν πιστῶν μὲ εὐχές, ὅπως «εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καὶ σώματος». Ἴσως καὶ ὁ Κύριος, γιὰ νὰ μεταδώσει πρῶτα φῶς στὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, καθὼς ἄλειφε τὸν πηλὸ στὰ κλειστὰ μάτια τοῦ φτωχοῦ ζητιάνου νὰ ἔλεγε: «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς»[17].

Ὁ ὄχλος, βλέποντας παράδοξα καὶ μεγάλα νὰ λαμβάνουν χώρα, ἀναρωτιόταν ἂν ὁ Κύριος ἦταν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ ἂν ἦταν ἁμαρτωλός, ἐφόσον κατέλυε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου. Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως βρῆκαν τὴν ἀφορμὴ ποὺ γύρευαν γιὰ νὰ Τὸν κατηγορήσουν. «Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς»[18]. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐνεργεῖ τὸ κοφτερὸ καὶ δίκοπο μαχαίρι, ποὺ ἦλθενὰ βάλει ὁ Κύριος στὴ γῆ[19]. Ἐνεργεῖ τὸ πῦρ Του, ποὺ ἄλλους φωτίζει καὶ ἄλλους κατακαίει. Ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ ὁ Παράδεισος καὶ ἡ κόλαση γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γιὰ ὅποιον ἀγαπήσει τὴν ἐπιφάνειά Του καὶ ἔχει σωστὴ σχέση μὲ Αὐτόν, ὁ Κύριος εἶναι Παράδεισος καὶ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ἀνεκλάλητη. Γιὰ ὅσους ὅμως ἔχουν μείνει ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴ σωστικὴ σχέση, ὁ Κύριος εἶναι κόλαση καὶ τὸ πῦρ τῆς ἀγάπης Του ἀφόρητο.

Ὅταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπιδημήσει στὸν ἄνθρωπο, δὲν μπορεῖ νὰ παραμείνει ὁ ἴδιος. Σκέφτεται καὶ συμπεριφέρεται διαφορετικά. Τὸ ζωοποιὸ καὶ δημιουργικὸ χέρι τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸν ἀγγίζει, τὸν μεταπλάθει καὶ τὸν ἀνακαινίζει, διότι τοῦ μεταδίδει τὴ δική Του ἄπειρη ζωή. Ἀκόμη καὶ τὰ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικὰ ἀλλάζουν μὲ τὴ χάρη καὶ ἡ ἐσωτερικὴ ὀμορφιὰ ἀντανακλᾶται σὲ ὅλο τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ γείτονες τοῦ Τυφλοῦ τὸν ἔβλεπαν καθημερινὰ νὰ ζητιανεύει στὴ γωνιά του, ἐντούτοις, ὅταν τοὺς ἀνέκριναν μετὰ τὴ θεραπεία, ἀδυνατοῦσαν νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν μὲ σιγουριά. Ὁ θεραπευμένος ὅμως στὴν ἐπαφή του μὲ τὸν Κύριο εἶχε λάβει ὑπόσταση ἀπὸ τὸ θεουργὸ πρόσταγμά του καὶ μποροῦσε νὰ πεῖ: «Ἐγώ εἰμι».

Ἀκολούθησαν ἀνακρίσεις ἐπὶ ἀνακρίσεων τοῦ Τυφλοῦ, ὁ ὁποῖος ἐξέθεσε τὰ γεγονότα μὲ σαφήνεια. Μὲ τὴν ἁπλότητά του κατακεραύνωσε τὴν ἀφροσύνη καὶ τὴν κακεντρέχεια τῶν Ἰουδαίων, ποὺ πάνω στὴν ὀργή τους ἀντέφασκαν. «Τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν», ἔλεγαν στὸν Τυφλὸ καυχώμενοι ὅτι οἱ ἴδιοι ἦταν μαθητὲς τοῦ Μωυσέως, ἐνῶ λίγο νωρίτερα βεβαίωναν, «τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν»[20]. Ἐὰν ἦταν γνήσιοι μαθητὲς τοῦ Μωυσέως, θὰ ἀναγνώριζαν τὸν Χριστό, διότι ἦταν Αὐτὸς γιὰ τὸν Ὁποῖο εἶχε μιλήσει ὁ Προφήτης[21]. Ὅσοι ὅμως τυφλώνονται ἀπὸ ἀπιστία καὶ προπαντὸς ἀπὸ ὑπερηφάνεια συγχύζονται στὶς σκέψεις καὶ στοὺς λόγους τους, ἐνῶ ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος ἔχει νοῦ φωτισμένο, ποὺ βλέπει καθαρὰ καὶ ἀθόλωτα Ὁ πνευματικὰ τυφλὸς ἄνθρωπος ἔχει παύσει νὰ εἶναι δεκτικὸς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ καρδιά του ἀπολιθώνεται καὶ βαραίνει ὄχι μόνο τὴ δική του ὕπαρξη, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν κτίση. Τὸν σκοτασμὸ ἑπομένως ἀκολουθοῦν ἡ ἀπολίθωση καὶ ἡ πώρωση. Ὅλος ὁ κόπος καὶ ὁ μόχθος τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐκζητᾶ Πρόσωπο Θεοῦ, εἶναι γιὰ νὰ ἐκλιπαρήσει ἀπὸ τὸν Κύριο ἐκεῖνο «τὸ πῦρ, τὸ ἱκανὸ νὰ λειώσει ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ἀνθεκτικὰ μέταλλα καὶ τοὺς λίθους»[22], νὰ μεταβάλει τὴν πέτρα ποὺ φέρει στὸ στῆθος του σὲ εὔπλαστο κερί, ποὺ λειώνει ἀπὸ τὴ θέρμη τῆς θείας ἀγάπης.

Ἀκόμη καὶ οἱ γονεῖς τοῦ πρώην Τυφλοῦ ὅταν κλήθηκαν σὲ ἀνάκριση, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν κατάρα τοῦ ἀναθεματισμοῦ τους, ἂνὁμολογοῦσαν τὸν Χριστὸ ὡς Προφήτη, ἀπάντησαν μὲ μεγάλη σύνεση καὶ φρονιμάδα, ἀποποιούμενοι κάθε εὐθύνη· ὁ γιός τους ἄλλωστε «ἡλικίαν εἶχε». Πράγματι ὁ γιός τους ἀπέδειξε ὅτι εἶχε πνευματικὰ ὥριμη ἡλικία καὶ ἀνδρεῖο φρόνημα, καθὼς δὲν δίστασε νὰ ὁμολογήσει ὅτι ἐφόσον ὁ Θεὸς εἰσακούει τὶς προσευχὲς τῶν θεοσεβῶν, ὁ Ἰησοῦς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ. Μίλησε μὲ πεποίθηση, διότι μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπακοὴ ποὺ ἐπέδειξε, ἄνοιξαν οἱ ὀφθαλμοί του νὰ δεῖ τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ἀλλὰ συνάμα δέχθηκε καὶ ἕνα ἄλλο Φῶς· τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ αἰώνιο, τὸ Οὐράνιο.

Ταραγμένοι οἱ Φαρισαῖοι καὶ ἀποστομωμένοι ἀπὸ ἕνα πρώην τυφλὸ ἐπαίτη, «ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω»[23]. Ὡστόσο, ἐκείνη τὴ στιγμὴ τῆς ἀπορρίψεώς του ἔγινε ἐγνωσμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀδελφὸς τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶχε γίνει καὶ ὁ Ἴδιος ἀποσυνάγωγος ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Του. Ἐπιλέγοντας νὰ ἀνήκει στὸν Κύριο καὶ ὄχι στὸν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου, ἔλαβε τὴ χάρη τῆς υἱοθεσίας καὶ ὁ μεγαλύτερος μακαρισμὸς ἐπαληθεύθηκε στὸ πρόσωπό του: «Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ῥῆμα καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ»[24]. Οἱ ἀπερριμμένοι αὐτοῦ τοῦ κόσμου γίνονται οἱ πιὸ ἀγαπητοὶ πολίτες τοῦ Οὐρανοῦ. Ὁ Ἰησοῦς ἦλθε ὁ Ἴδιος νὰ τὸν βρεῖ καὶ ὁ πρώην Τυφλός, ἔχοντας ἀφομοιωθεῖ στὴν ὁδό Του, δὲν ἄργησε νὰ κάνει τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως στὸν ἀληθινὸ Κύριο καὶ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ Τὸν προσκυνήσει «ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ»[25].

Ὁ Χριστός, ὅπως συχνὰ ἐπανελάμβανε, ἦλθε γιὰ τοὺς «χρείαν ἔχοντας ἰατροῦ καὶ θεραπείας»[26]. «Ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι»[27], ὁ Παντοκράτωρ Ἰησοῦς, λάμπει «πρὸ ςφωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς καρδίαις»[28] ὅσων κράζουν πρὸς Ἐκεῖνον ὅτι ποθοῦν νὰ ἀναβλέψουν, ἀψηφώντας τὴ λοιδορία καὶ τὸν χλευασμὸ τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει πλαστεῖ, ὄχι γιὰ τὴν ὅραση τῆς αἰσθητῆς δημιουργίας, ὅσο ὄμορφη καὶ ἂν εἶναι, ἀλλὰ γιὰ τὴν ὅραση τῶν θαυμασίων τοῦ Θεοῦ μέσα στὸ Φῶς τοῦ Προσώπου Του. Ἡ πνευματικὴ ὅραση παρέχεται ἀνάλογα μὲ τὴν πίστη. Καθίσταται ἐναργέστερη ὅσο πιὸ ἀπαρέγκλιτα ἐγκολπώνεται ὁ πιστὸς τὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου καὶ ὅσο πιστότερα Τὸν ἀκολουθεῖ προσδεδεμένος μαζί Του μὲ τὸν ἀκατάλυτο δεσμὸ τῆς ἁγίας ἀγάπης.

Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀναγνωρίζει τὴν πνευματική του πτωχεία καὶ τὴν τυφλότητα τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς του, θρηνεῖ καὶ μὲ δάκρυα καθαρίζει ὀλίγον κατ’ ὀλίγον τὸ κάτοπτρο τῆς καρδιᾶς του ἀπὸ τὸν σπίλο τῆς ὑπερηφανείας καὶ τῶν παθῶν, ὥστε νὰ ἀντανακλᾶ τὴ λάμψη τῆς δόξας τοῦ Κυρίου σὲ ὅλη τὴν κτίση, ἐπιστρέφοντας τὰ πάντα μὲ εὐχαριστία στὸν Θεό.

Παραπομπές:

[1]. Πρβλ. Ἰωάν. 4,34καὶ17,4.

[2]. Βλ. Ὄρθρος Μ. Τετάρτης, Ἀπόστιχα, ΤροπάριονΚασσιανῆς.

[3]. Βλ. Ματθ. 25,34.

[4]. Βλ. Β’ Πέτρ. 1,11.

[5]. Πρβλ. Ἰακ. 1,2.

[6]. Πρβλ. Α’ Πετρ. 1,6-7.

[7]. Β’ Κορ. 12,9.

[8]. Βλ. Ἑβρ. 6,6.

[9]. Βλ. Ἑβρ. 9,14.

[10]. Βλ. Ἑβρ. 10,12.

[11]. Λουκ. 22,53.

[12]. Βλ. Ἰωάν. 1,9· Βλ. Εὐχὴ Α’ Ὥρας.

[13]. Β’ Κορ. 6,2.

[14]. Βλ. Ἑβρ. 2,3.

[15]. Β’ Κορ. 7,1.

[16]. Βλ. Ἑβρ. 12,14.

[17]. Ἰωάν. 8,12.

[18]. Ἰωάν. 9,16.

[19]. Πρβλ. Ματθ. 10,34.

[20]. Ἰωάν. 7,27.

[21]. Πρβλ. Ἰωάν. 5,46.

[22]. ὈψόμεθατὸνΘεὸν καθώς ἐστι, σ. 77.

[23]. Ἰωάν. 9,34.

[24]. Ματθ. 5,11.

[25]. Ἰωάν. 4,24.

[26]. Πρβλ. Ματθ. 9,12.

[27]. Β’ Κορ. 4,6.

[28]. Βλ. Β’ Κορ. 4,6.

Ο Ιησούς Χριστός αποκαλύπτεται ως το φως Πρωτοπρ. Ιωάννου Αγγελιδάκη, Ο Θεός ως φως και πηγή του φωτός,

 


Αθήνα, 2016, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 55-60

Με τον ερχομό του Χριστού ανατέλλει το αληθινό φως («Ο 'Ηλιος της δικαιοσύνης»), το οποίο φωτίζει τον δρόμο της Ιστορίας σε όλο το βάθος και πλάτος της. Μπαίνει μέσα στην Ιστορία και τη χωρίζει στα δύο, στην προ του Χριστού και στη μετά Χριστόν εποχή, δεν διαιρεί την Ιστορία παρά μόνο για να της δώσει νόημα. Ο Χριστός είναι η ζωή και δίνει ζωή «και λέγεται ζωή, διότι είναι φως, η σύσταση και η ουσία κάθε λογικής φύσεως». Διότι «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» (Πράξεις 17, 28).

Με τη διπλή δύναμη του εμφυσήματος όλοι γεμίζουμε πνοή ζωής, [«και έπειτα εφύσηξε στο πρόσωπο πνοή ζωής κι έγινε ο άνθρωπος ζωντανή ύπαρξη» (Γένεσις κεφ. Β΄) « όταν είπε αυτό εφύσησε εις το πρόσωπον και τους λέγει: Λάβετε Πνεύμα 'Αγιον» (Ιωάννου 20, 22) όλοι και άγιο Πνεύμα όσοι είμαστε έπιδεκτικοί, και τόσο περισσότερο πνεύμα όσο περισσότερο ανοίξαμε το στόμα της διανοίας (Ψαλμός IP ', IK ', 131 ) (1) .

Ο Χριστός είναι το φως του κόσμου : «Εγώ ειμι το φως του κόσμου· ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία αλλ ' έξει το φως της ζωής» ( Ιωάννου 8, 12) .

Για την ονομασία αυτή του Χριστού ο άγιος Γρηγόριος λέει : «Και λέγεται φως, επειδή είναι η λαμπρότητα των ψυχών, που καθαρίζονται στον λόγο και στον βίο. Αν η άγνοια και η αμαρτία είναι σκοτάδι, η γνώση και ο κατά Θεόν βίος θα είναι φως».

Στο μεσώριο τροπάριο της Θ' 'Ωρας διαβάζουμε: « Εσύ, Κύριε, που είσαι ο καλός ποιμένας και φώτισες με τον Σταυρό σου όλα τα επίγεια, και κάλεσες σε μετάνοια τους αμαρτωλούς, μη με χωρίσεις από την ποίμνη σου. ..» (2) .

Στον Ιησού Χριστό δεν υπάρχει ούτε το ελάχιστο ίχνος συννεφιάς και θύελλας. Τα πάντα στον Ιησού έχουν τη φωτεινή διαφάνεια του κρυστάλλου. Η τραγικότητα της ανθρώπινης υπάρξεως εξαφανίζεται μπροστά στο καθαρό φως του Χριστού. Όταν βλέπει κανείς το φως, μπορεί να βαδίζει μέσα στο φως. Οι Εβραίοι δεν γνώριζαν άλλο θείο φως εκτός από τη στήλη του πυρός που οδηγούσε τον Ισραήλ στην έρημο. Φως περιορισμένο, πρόσκαιρο, φως ενός λαού και μιας εποχής. Ο Ιησούς όμως είναι το φως του κόσμου, φως αιώνιο, παγκόσμιο, «φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (Ιωάννου 1,9).

«Φώτισον τους οφθαλμούς μου, μήποτε υπνώσω εις θάνατον » (Ψλ. 12,4), προσεύχεται ο Ψαλμωδός. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός διεκήρυξε πως είναι το φως και η ζωή των ανθρώπων: «Εγώ ειμι το φως του κόσμου· ο ακολουθών ε μοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ' έξει το φως της ζωής» (Ιω. 8, 12). Ο Ησαΐας αναφέρεται στον Θεό Πατέρα, που απευθύνεται στον Μεσσία και του λέει: « Ιδού δέδωκά σε εις διαθήκην γένους, εις φως εθνών του είναι σε εις σωτηρίαν έως εσχάτου της γης» (Ησ. 49, 6). Το φως των εθνών που είναι ο Χριστός οφείλει η Εκκλησία με τους πιστούς να το μεταδώσει στα πέρατα της γης. Οι πνευματικοί άνθρωποι, που καθαρίζουν συνέχεια τον εαυτό τους για την αγάπη του Θεού, που με άσκηση, με προσευχή και μελέτη του λόγου του Θεού γεμίζουν τον νου τους με φως, αυτοί λοιπόν μπορούν να κηρύξουν τον Χριστό και να μεταδώσουν το φως του Ευαγγελίου. Προς αυτούς απευθύνεται ο Κύριος, αρχής γενομένης από τους μαθητές του, όταν λέγει « υμείς εστε το φως του κόσμου» (Μτ. 5, 14).

Στο Εύαγγέλιο του Ματθαίου περιγράφεται η κλήσις των πρώτων Αποστόλων, Ανδρέα, Πέτρου, Ιακώβου και Ιωάννη. Χρειάστηκε απλώς μια λέξη από τον Ιησού κι εκείνοι «είδαν» και η ζωή τους άλλαξε. Απευθυνόμενος λοιπόν προς τους μαθητές του είπε: « Εσείς είστε το φως του κόσμου... έτσι ας λάμψει το δικό σας φως μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξολογήσουν τον ουράνιο Πατέρα σας» (Μτ. 5,14-16).

Και στην προκειμένη περίπτωση, καθώς εκείνος είναι φως κατά φύσιν, μας προσκαλεί να γίνουμε φως κατά χάριν. Να είσαι φως σημαίνει «φως που θα φωτίσει τα έθνη», δηλαδή να φανερώνεται στη ζωή μας η αφοσίωση στον Θεό, να φανερώνεται στις συναλλαγές μας με τους άλλους. Η ορθόδοξη πίστη είναι από μόνη της ένα φως. Ας μην τοποθετήσουμε αυτό το φως «υπό το μόδιον » αλλά «επί την λυχνίαν » ώστε να φωτίσει όλους όσοι είναι στο σπίτι (Μτ. 5, 16).

Φως επίσης κατηύγασε και τον Ζακχαίο - το φως που είδε στον Χριστό ήταν μία κλήση για δικαιοσύνη, για αμεροληψία στις συναλλαγές με τους άλλους και σε μοίρασμα των αγαθών του στους φτωχούς. Φως επίσης κατηύγασε τη γυναίκα που έπλυνε τα πόδια του Ιησού με τα δάκρυά της στο σπίτι του Σίμωνος του Φαρισαίου. Είδε στον Χριστό τη συγχώρεση του Θεού και τη δυνατότητα της σωτηρίας. Εκείνη είδε και οδηγήθηκε στη μετάνοια. Φως επίσης κατηύγασε τους μαθητές, όταν μετά τη Σταύρωση κατόρθωσαν να δουν στον σταυρικό θάνατο του Χριστού μια αποκάλυψη της αγάπης του Θεού Πατρός, τη δυνατότητα ανακαίνισης της ζωής, τη νίκη κατά του θανάτου και του σκότους. Με όλους αυτούς τους τρόπους ο Χριστός φανέρωσε τον εαυτό του ως φως του κόσμου (3) . .

Οι θεραπείες τυφλών (Μτ. 8, 22-26) έχουν ιδιαίτερη σημασία, όπως αναφέρει ο Ιωάννης στο επεισόδιο του εκ γενετής τυφλού (Ιω. 9, 5). Ο Ιησούς διακηρύσσει: «όταν εν τω κόσμω ω, φως ειμι του κόσμου». Αλλού σχολιάζει: «ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσω εν τη σκοτία, αλλ' έξει το φως της ζωής» ( Ιω. 8,12) (4) . Η εικόνα του οφθαλμού στον ευαγγελιστή Ματθαίο σε σχέση με το φως είναι ιδανική αλλά και εντυπωσιακή.

Ο Ιησούς μιλάει τη γλώσσα της φύσεως, της καθημερινότητας και τη γλώσσα των συνειδήσεων. Το μάτι είναι το λυχνάρι του σώματος και της ζωής. Η καθημερινή ζωή και οι σχέσεις των ανθρώπων έχασαν την απλότητα και τη φωτεινότητα και έχουν γίνει περίπλοκες και σκοτεινές. « Έάν ο οφθαλμός σου πονηρός η, (τότε) όλον σου το σώμα σκοτεινόν έσται» και ο ευαγγελιστής Λουκάς προσθέτει: « Όταν ο οφθαλμός σου απλούς η, (τότε) και όλον σου το σώμα φωτεινόν εστι».

Ο απόστολος Παύλος κάνει έναν σαφή διαχωρισμό δύο περιόδων στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στην περίοδο του σκότους, χωρίς αλήθεια και Θεό, και στην περίοδο του φωτός και της αλήθειας, όταν ανατέλλει το φως του Χριστού: «νυν δε φως εν Κυρίω». Σ' αυτή τη νέα περίοδο δεν δικαιολογείται να πορεύεται κανείς «εν σκότει». « Ο Θεός ο ειπών εκ σκότους φως λάμψαι, ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού ...» (Β΄ Κορ. 4, 6 ). ( Ο Θεός που είπε να λάμψει φως από το σκοτάδι, αυτός έλαμψε μέσα μας, δια να φέρει εις φως την γνώσιν της δόξης του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού ).

Ο Χριστός ονομάζεται ζωή και φως, «εν αυτώ ζωή ην και η ζωή ην το φως των ανθρώπων». Ο ιερός Χρυσόστομος τον ονομάζει ζωή και φως διότι μας χάρισε το φως της γνώσεως και απ' αυτό τη ζωή. Σε άλλο σημείο προσθέτει : «Και η ζωή ήταν το φώς· όπως λοιπόν το φως, όσες μυριάδες κι αν φωτίσει δεν χάνει καθόλου τη λάμψη του, έτσι κι ο Θεός πριν να ε ργαστεί και μετά τη Δημιουργία, παραμένει με όμοιο τρόπο πλήρης, χωρίς καθόλου να ελαττώνεται, ούτε να ατονεί από τη μεγάλη δημιουργία. Αλλά κι αν χρειαστεί να γίνουν μύριοι τέτοιοι κόσμοι, ακόμα και ο άπειρος, παραμένει ο ίδιος και επαρκής σε όλους, όχι μόνο για να τους φέρει στην ύπαρξη, αλλά και να τους διατηρήσει μετά τη δημιουργία» (5) .

Ο Χριστός, λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης , «ην το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον ».

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύει: « Πώς λοιπόν φωτίζει κάθε άνθρωπο; Όσο εξαρτάται απ' αυτόν. Εάν όμως μερικοί με τη θέλησή τους κλείνουν τα μάτια της διανοίας και δεν θέλουν να παραδεχτούν τις ακτίνες αυτού του φωτός, ο σκοτισμός τους δεν οφείλεται στη φύση του φωτός αλλά στην πανουργία εκείνων που θεληματικά αποστρέφουν τους εαυτούς τους από τη δωρεά. Διότι η μεν χάρη ξεχύνεται προς όλους, χωρίς να αποστρέφεται ούτε τον Ιουδαίο, ούτε τον Έλληνα, ούτε τον βάρβαρο, ούτε τον Σκύθη, ούτε τον δούλο, ούτε τον ελεύθερο, ούτε τον άνδρα, ούτε τη γυναίκα, ούτε τον ηλικιωμένο, ούτε τον νέο. Όλους τους προσδέχεται με τον ίδιο τρόπο και τους καλει με την ίδια τιμή. Όσοι δεν θέλουν να απολαύσουν αυτή τη δωρεά, θα ήταν δίκαιοι εάν καταλόγιζαν στον ε αυτό τους αυτή την τύφλωση » (6) .

Το κάλεσμα, λοιπόν, του αποστόλου Παύλου είναι σαφές προς όλους μας: «Ως τέκνα φωτός περιπατείτε». Δεν επιτρέπεται πλέον πνευματική τύφλωση. Το σκότος διαλύθηκε - « νυν πάντα πεπλήρωται φωτός».

Ο απόστολος Πέτρος απαντά στο ερώτημα «μέχρι πότε πρέπει ο καθένας μας να είναι προσεκτικός και ανοικτός ενώπιον του Θεού;». Και απαντά «έως οδ η ημέρα διαυγάση και φώσφορος ανατείλη εν ταις καρδίαις ημών» (Β' Πέτρ. 1, 19). «Έως ότου γλυκοχαράξη η ημέρα και ο αυγερινός α νατείλη στις καρδιές σας». Το χωρίο βεβαίως αυτό έχει σχέση με την εσχάτη ημέρα, που θα είναι η ημερα η φωτεινή, η διαυγής, η ολοφώτεινη, διότι τα πάντα θα φανερωθούν μέσα στο φως του Χριστού. Την ημερα εκείνη θα έρθει ο φωσφόρος, ο ίδιος ο Χριστός « επί νεφελών δόξης και επί πτερύγων αγγέλων» (7) .

Στα κείμενά του ο αείμνηστος γέροντας Σωφρόνιος κάνει διαρκώς λόγο για τη μετάνοια, που είναι η οδός για την έλευση της βασιλείας του Θεού, δηλαδή της θέας του ακτίστου φωτός. Η μετάνοια συνδέεται αφενός μεν με την όραση της βασιλείας του Θεού, αφού αποτελεί την προϋπόθεσή της, αφετέρου δε με την αγάπη προς όλον τον κόσμο. Ο Απόστολος Παύλος έφτασε στο σημείο να προσφέρει τον εαυτό του ανάθεμα υπέρ της σωτηρίας των αδελφών του (Ρωμ. 9, 3-5). Στο σημείο αυτό αναφέρεται ο γέροντας Σωφρόνιος: « Ότε όμως δια του εμφανισθέντος εις εμέ φωτός έβλεπον το βάθος της πτώσεως μου, τότε ήρχετο κλαυθμός, τον οποίον δεν ηδυνάμην να αναχαιτίσω... αλλά εκ της φρίκης ταύτης της μετανοίας εγεννήθη εμοί προσευχή ιδιαιτέρας απογνώσεως, ήτις εβύθισεν εμέ εις θάλασσαν δακρύων... και η παράφορος αυτή προσευχή είλκυσε προς εμέ την συμπάθειαν του υψίστου Θεού, και το φως αυτού κατηύγασε το σκότος του είναι μου» (8).


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1)Λόγοι Γρηγορίου Θεολόγου.

(2) Γεωργίου Μαυρομάτη, Η παραδοθείσα πίστις, εκδ. Ορθόδοξη πορεία, Αθήνα, 1988, σσ. 49 κ.ε.

(3) Βασίλειος Όσμπορν, Επισκοπος Σεργκίεβο, Η έλευση της όγδοης ημέρας, εκδ. εν Πλω, Αθήνα, χ.χ.

(4) Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, σσ. 983-985.

(5) Γεωργίου Μαυρομάτη, Η παραδοθείσα πίστις, εκδ. Ορθόδοξη πορεία, Αθήνα, 1988, σσ. 249-250.

(6) Όπ.π.

(7)Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, Λόγοι εόρτιοι μυσταγωγικοί, σ.221.

(8) Κλάδος Εκδόσεων Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος «Ο Απόστολος Παύλος πρώτος μετά τον Ένα». Αθήνα, 2009, σ. 97.