Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

"Εξομολόγηση" χωρίς εξομολόγηση: "Μια ευχή για να κοινωνήσω"

 

Παρουσιάζονται κατά διαστήματα στους Πνευ­ματικούς άνθρωποι μεγάλης συνήθως ηλικίας, σε σπάνιες περιπτώσεις στις πόλεις, αλλά πολύ συχνό­τερα στα χωριά και ζητούν να τους διαβάσουν (οι Εξομολόγοι) μια ευχή για να κοινωνήσουν.

Είναι προφανώς προκατειλημμένοι από μακροχρόνια επικρατούσα συνήθεια, η οποία εμφανίζεται μάλι­στα και ως «παράδοση»!

Από αμνημονεύτων χρόνων, και μάλλον από της τουρκοκρατίας, λόγω απαιδευσίας κλήρου και λα­ού, διέφυγε το στοιχείο της εξομολογήσεως από το μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως και ο λαός συνήθισε να «εξομολογείται» χωρίς να εξαγορεύει τα αμαρτήματά του, δηλ. στην ουσία χωρίς να εξομολογείται.

Προσέρχονταν στον Ιερέα και αυτός, χωρίς να τους συστήνει την εξομολόγηση, τους διάβαζε τη συγχωρητική ευχή, ή ατομικώς ή και ομαδικώς. Με­τά κοινωνούσαν έχοντας προφανώς και ήρεμη τη συνείδησή τους!

Και επειδή οι άνθρωποι πάντοτε ρέπουν προς τα εύκολα, θέλουν δηλαδή λύση των προβλημάτων τους και στην προκειμένη περίπτωση των αμαρτημάτων τους, χωρίς μετάνοια και εξομο­λόγηση, χωρίς κόπο και θυσία, όσοι είναι αυτής της νοοτροπίας, συνεχίζουν την… «παράδοση»!

Αυτή η άγνοια και παρεξήγηση πρέπει να εκλεί­ψει. Πρέπει να καταλάβουμε όλοι μας ότι, διάγο­ντες τον 21ον αιώνα, δεν είναι επιτρεπτό και τιμητι­κό οι Ιερείς να δέχονται και οι «πιστοί» να ζητούν εξομολόγηση χωρίς εξαγόρευση των αμαρτιών. Αυτός που θέλει να κοινωνήσει, πρέπει να υποδε­χτεί τον Χριστό στο καθαρό «σαλόνι» της ψυχής του· και η κάθαρση της ψυχής, γίνεται με την εξομο­λόγηση.

Για να υποδεχτούμε στην ονομαστική μας γιορτή τους επισκέπτες μας, καθαρίζουμε μέρες το σπίτι μας και στολίζουμε ιδιαίτερα το σαλόνι μας. Εάν αυτά τα προσέχουμε για τους ανθρώπους, πώς θα υποδεχτούμε τον Χριστό με τη Θ. Κοινωνία στην καρδιά μας, χωρίς να την καθαρίσουμε από τις ποι­κίλες αμαρτίες που καθημερινά κάνουμε, χωρίς να εξομολογηθούμε; Γίνεται να βάλουμε τον επισκέ­πτη μας να καθίσει σε κάθισμα λερωμένο; Όταν δεν συμμετέχουμε σωστά στο μυστήριο της Μετανοίας – Εξομολογήσεως μοιάζει σαν να μη νοιώθου­με πού βάζουμε να «καθίσει» ο Χριστός.

Έκτος αυτών πρέπει να γνωρίζουμε ότι η εξαγό­ρευση των αμαρτιών μας είναι τελείως απαραίτητη για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, διότι (η εξαγό­ρευση) αποτελεί ένα από τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου και χωρίς αυτό δεν υπάρχει Μυστήριο. Δεύτερον, διότι ο Εξομολόγος όταν διαβάζει τη σχετική ευχή μετά την εξομολόγηση του εξομολογουμένου, λέει ότι συγχωρούνται οι αμαρτίες που ήδη έχει πει ο εξομολογούμενος (και όχι αυτές που δεν είπε).

Επομένως, ποτέ ξανά να μη πει κανείς: «Μια ευχή για να κοινωνήσω». Αλλά όταν θέλω να κοινωνήσω προετοιμάζομαι για την εξομολόγησή μου με τη βοήθεια κάποιου βοη­θήματος και πάω να εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου μετανοιωμένος και αποφασισμένος να διορθωθώ.

Δεν εξομολογούμαι από φόβο ή από συνήθεια, ούτε για να φύγει το βάρος που έχω μέσα μου. Δεν εξομολογούμαι δύο – τρεις μόνο αμαρτίες για να αναπαύσω τη συνείδησή μου ή για να απαλλαγώ από τις ενοχές που με βαραίνουν.

Εξομολογούμαι γνωρίζοντας ότι, όποιες αμαρ­τίες μου αποκρύπτω η «τις ξεχνώ», όποιες παρου­σιάζω συγκεκαλυμμένες για να μη φανεί το μέγεθος ή το είδος της αμαρτίας μου και όποιες ωραιοποιώ από ντροπή, μένουν αθεράπευτες και οι πληγές των αμαρτιών μου με μολύνουν. Στη Θεία Κοινωνία που ακολουθεί, η Θεία χάρη μένει ανενέργητη, διότι ο Χριστός δεν αναπαύεται μέσα μου, επειδή είμαι «ακάθαρτος». ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΜΑΙ διότι αμάρτησα· προς τον Θεό, προς τον πλησίον μου (τον οποιονδήποτε) και προς τον εαυτό μου.

Εξομολογούμαι διότι ανακαλύπτω και αναγνω­ρίζω ΟΛΕΣ τις αμαρτίες που έκανα, διότι μετανοιώνω γι’ αυτές και τις καταθέτω χωρίς ντροπή στον Πνευματικό μου. (Όσες τυχόν τις ξέχασα και τις θυμήθηκα καθυστερημένα τις σημειώνω, για να μη τις ξεχάσω πάλι και τις λέω στην επόμενη εξομολό­γησή μου).

Εξομολογούμαι, διότι θέλω να λάβω τη συγχώ­ρηση και την ευλογία του Θεού, ώστε να ζήσω από δω και μπρος, όπως θέλει ο Θεός εν μετάνοια και υπακοή στο νόμο Του.

Πηγή: sinodiporos.blogspot.gr
- See more at: http://perivolipanagias.blogspot.gr/2015/02/blog-post_435.html#sthash.umri6zbU.dpuf

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Το βαθύτερο νόημα της Καθαράς Δευτέρας και της όλης Μεγ. Σαρακοστής

  

κ
Στα πολλά χρόνια που πέρασαν, μας είχε δοθεί η ευκαιρία πολλές φορές να μιλήσουμε για τη νηστεία καθώς επίσης να αναλύσουμε πότε το Ευαγγελικό και πότε το Αποστολικό ανάγνωσμα.
Τελευταία ημέρα σήμερα του Τριωδίου χριστιανοί μου, Κυριακή της Τυρινής. Και από αύριο Καθαρά Δευτέρα, αρχίζει η Μεγάλη Σαρακοστή. Σήμερα η συγνώμη και από αύριο οι ημέρες του πένθους και της νηστείας σωματικής, αλλά κυρίως όμως πνευματικής νηστείας. Αύριο είναι ημέρα αργίας. Η εκκλησία μας πενθεί και αρχίζει από πρωίας με πολύωρες κατανυκτικές ακολουθίες και προσευχές. Οι περισσότεροι όμως από μας τους ορθοδόξους χριστιανούς ακολουθούμε λαϊκές παραδόσεις και όχι θρησκευτικές. Έτσι λοιπόν οι χριστιανοί μας θα βγουν στην ύπαιθρο με τα λεωφορεία, με τα αυτοκίνητά τους, θα το στρώσουν στο γλέντι, στο χορό και στη μέθη, την οποία όπως ακούσατε στο Αποστολικό ανάγνωσμα πόσο την καυτηριάζει ο λόγος του Θεού… Βέβαια, το να υψώσουν τα παιδιά το χαρταετό τους αυτό δεν είναι κακό, που θα γιορτάσουν τα κούλουμα και άλλα έθιμα…θα μείνουν όμως, και αυτό είναι σημαντικό, μακριά από αυτό που ζητά αυτή την ημέρα η Ορθόδοξος Εκκλησία μας.


Αρκετοί θα νηστέψουν με άλαδες τροφές, και άλλοι θα κάμουν μονοήμερη ή διήμερη ή και τριήμερη ακόμα όσοι μπορούν μόνο με νερό και αντίδωρο. Και αυτή είναι η πρώτη καλή αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής. Η Καθαρά Δευτέρα είναι ημέρα πένθους. Η εκκλησία μας και όλοι οι ναοί ενδύονται με μαύρα καλύμματα. Ακόμα και τα κανδήλια μας γίνονται πένθιμα. Μετά από την βραδινή συγνώμη στους ιερούς ναούς και στις οικογένειες όπου υπάρχει η ευλαβής αυτή συνήθεια, όλοι οι σωστοί ορθόδοξοι χριστιανοί, θα καλλιεργήσουν έτι περισσότερο τη μετάνοια. Διότι ανοίγεται ένα στάδιο 49 ημερών πνευματικών αγώνων (ακούσατε το στάδιο των αρετών «ηνέοκται» που έψαλλαν οι ψάλτες μας) δια μέσου των οποίων καλούνται οι χριστιανοί να συμμετάσχουν στο Πάθος του Χριστού μέχρι τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Δεν μπορούμε να υποδεχτούμε τον Νυμφίον Χριστόν ψυχικά απροετοίμαστοι. Σωματικά δεν μπορούμε έτσι κι αλλιώς, διότι κουβαλάμε χίλιες δυο αρρώστιες ο καθένας, και οι περισσότεροι από μας είμεθα άρρωστοι και ανήμποροι. Μπορούμε όμως να προετοιμαστούμε πνευματικά με αυστηρή πνευματική νηστεία.
Και πρώτον, με εγκράτεια της γλώσσης (το επανέλαβε και το τόνισε και το αποστολικόν ανάγνωσμα) όχι κρίσεις και όχι κατακρίσεις.
Δεύτερον, με νηστεία των σωματικών μας αισθήσεων
και τρίτον με νηστεία των λογισμών, των ακαθάρτων σκέψεων, των αισχρών νοημάτων και των πονηρών φαντασιών.
Η τριπλή αυτή νηστεία είναι νηστεία παθών. Δηλαδή, καλούμεθα σε αυστηρή πνευματική νηστεία εναντίον των παθών μας, και πρέπει να τα υποβάλλουμε σε ασιτία. Και πρέπει να τα σκοτώσουμε τα πάθη μέσα μας. Γι’αυτό και λέμε ότι η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής, αλλά όπως και κάθε άλλη νηστεία, Τετάρτης, Παρασκευής, Χριστουγέννων, Δεκαπενταυγούστου και λοιπά, είναι κυρίως η τριπλή πνευματική νηστεία που αναφέραμε, και αυτή η νηστεία είναι παθοκτόνος και όχι σωματοκτόνος. Δε σκοτώνουμε δηλαδή, το σώμα μας που είναι ναός του Παναγίου Πνεύματος, αλλά τα πάθη μας. Η εκκλησία μας, μας συνιστά και μας προτρέπει όπως από σήμερα καθαρίσουμε εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος. Τις δε λαμπάδες των ψυχών μας, να τις στολίσουμε, να τις ευπρεπίσουμε με έργα αγάπης, ελεημοσύνης, φιλοξενίας, με έργα που να έχουν το πνεύμα μέσα της επιεικείας, της συγχωρητικότητος, της ταπεινοφροσύνης. «Μη κατεσθίοντες τον πλησίον τη συκοφαντία και τη κατακρίση».
Το λέει αρχαία ε; πιστεύω να το καταλάβατε. Δηλαδή, να μη καταξεσχίζουμε και να μη κατατρώγουμε τις σάρκες του πλησίον, του αδελφού μας, του συνανθρώπου μας. Με τι; Με τις συκοφαντίες και τις κατακρίσεις. Ο πλησίον μπορεί να είναι οποιοσδήποτε…να είναι ο φίλος, να’ ναι ο γνωστός, να’ ναι ο γείτονας, να’ ναι ο συγγενής, να’ ναι ο παπάς σας…κι εγώ μέσα, να’ ναι ο Δεσπότης, να’ ναι ο γιατρός, να’ ναι ο συνεργάτης, να’ ναι ο προϊστάμενος, να’ ναι το παιδί μας, να’ ναι ο σύντροφός μας, να’ ναι ο βουλευτής, ο υπουργός, ο υπάλληλος, και κάθε χριστιανός.
Σκοπός μας είναι λοιπόν να σκοτώσουμε και να διαλύσουμε κάθε πάθος, κάθε κακία και κάθε πονηριά από μέσα μας. Να αποβάλλουμε δηλαδή τα έργα του σκότους – το ακούσατε και αυτό στο αποστολικό ανάγνωσμα – και να ενδυθούμε και να θωρακιστούμε με τα όπλα του φωτός. Και όπλα του φωτός είναι κατά πρώτον τα σωστικά μυστήρια της Εκκλησίας μας (βάπτισμα, χρίσμα, Θεία Κοινωνία και Ιερά Εξομολόγησις), είναι η υπακοή μας στο θέλημα του Αγίου Θεού με την πιστή τήρηση των Ευαγγελικών Του εντολών και με την αντίστοιχη καλλιέργεια των θειοτάτων αρετών, με πρώτη τη μετάνοια. Η μετάνοια μαζί με όλες τις αρετές, θα βοηθήσει αποτελεσματικά ώστε με ασφάλεια να διαπεράσουμε το πέλαγος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και να φθάσουμε λαμπαδοφορούντες στο θεϊκό λιμάνι της τριημέρου Αναστάσεως του Κυρίου μας.
Και με άλλο κατανυκτικότατο τροπάριο, η Εκκλησία μας απευθύνεται στην ψυχή του καθενός από μας…στην ψυχή μου, αλλά και στη δική σου ψυχή και στη δική σου ψυχή… και φωνάζει: «Νίψον ψυχή μου.. », «πλύσου ψυχή μου… », «Νίψου…. » και ψυχή σου και ψυχή όλων… «Νίψον, γρηγόρησον, στέναξον, δάκρυσον, βόησον δια προσευχής (και δια της διπλής νηστείας πνευματικής και της κατά δύναμιν σωματικής) όλων των της αμαρτίας και των παθών σου φόρτον απόρριψον». Όλο το βάρος που φέρνεις πάνω στους ώμους σου και πάνω στην καρδιά σου και στην ψυχή σου…το βάρος αυτό το τεράστιο, το μεγάλο, το ασήκωτο από την αμαρτία και τα πάθη…να το απορρίψεις. Πώς όμως; Και απαντάει η Εκκλησία, στο ίδιο τροπάριο… «Τη θερμή μετανοία». Με την ολόθερμη, με την ολοζώντανη, με την αληθινή μετάνοια. Με αυτόν τον τρόπον απορρίπτεται το βάρος της αμαρτίας και των παθών. Να λοιπόν, τι μας διδάσκει και σε τι μας προτρέπει η αρχή της πρώτης ημέρας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Αλλά και στο πρώτο μεγάλο απόδειπνο της Καθαράς Δευτέρας, αύριο το απόγευμα δηλαδή, θα ακούσουμε ψαλτά την μεγαλοπρεπέστατη προειδοποίηση της Εκκλησίας μας. Δεν είναι μόνο μεγαλοπρεπής, είναι και αυστηρά προειδοποιητική: «Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις;… » Ψυχή μου, λέει, ψυχή μου, σήκω αμέσως επάνω, σήκω όρθια, στάσου όρθια και μάλιστα γρήγορα, τώρα αμέσως. Γιατί κοιμάσαι τόσο βαριά τον ύπνο της αμαρτίας; Γιατί αμελείς τον πνευματικό σου αγώνα που αφορά τη σωτηρία σου; Γιατί καθυστερείς στο να πολεμάς εναντίον των παθών σου; Γιατί κοιμάσαι; Ξύπνα επιτέλους! Δε βλέπεις ότι πλησιάζει το τέλος σου; Δε βλέπεις ότι σήμερα, αύριο, μεθαύριο φεύγεις απ’αυτή τη ζωή, πεθαίνεις; Ψυχή μου, ψυχή μου, θα βρεθείς είτε το θέλεις είτε δεν το θέλεις, είτε σ’αρέσει είτε δε σ’αρέσει μπροστά στο φοβερό κριτήριο του Αγίου Θεού. Και τότε;…μέλλεις θορυβείσθαι. Και τότε θα θορυβηθείς, θα φοβηθείς, θα τρομάξεις. Γι’αυτό πριν είναι αργά «Νίψον, ψυχή μου, γρηγόρησον, στέναξον, δάκρυσον, μετανόησον» και τότε φώναξε δυνατά και με όλη σου την καρδιά «Ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», «’Ημαρτον στον ουρανόν και ενώπιόν Σου», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με ότι η ψυχή μου κακώς δαιμονίζεται μέσα της, από τα δικά μου τα πάθη και τις δικές μου κακίες». «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη βασιλεία Σου». «Κύριε, Κύριε, δώρισέ μου..του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν ουδέποτε τον αδελφόν μου». Έτσι κλείνει κάθε Μεγάλη Σαρακοστή και κάθε από τις Ώρες που διαβάζουμε.
Υπάρχουν λοιπόν πάθη που κάθε μέρα μας βασανίζουν, υπάρχουν αδυναμίες που καθημερινώς μας ταλαιπωρούν, υπάρχουν κακίες και πονηριές που μαυρίζουν τις σκέψεις μας και σκοτίζουν το νου μας. Πολλά τα αγκάθια της ψυχής μας που θέλουν τη φωτιά του Αγίου Πνεύματος για να καούν και να εξαφανιστούν τελείως. Και η φωτιά αυτή είναι η αληθινή μετάνοια, είναι τα δάκρυα της μετανοίας και στην προσευχή και ιδιαίτερα στο πετραχήλι του πνευματικού. Για να πάρει όμως φωτιά η προσευχή μας, αυτή η προσευχή που κάνουμε κάθε μέρα, αυτό το μικρό κομποσχοινάκι, αυτό το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» πρέπει να γίνεται κι αυτό με πνεύμα μετανοίας.
Αλλά και ο εκκλησιασμός μας πρέπει να έχει τη θερμότητα της μετανοίας. Σήμερα που εκκλησιαστήκαμε όλοι μας και που όλοι μας (είτε κοινωνήσουμε είτε όχι) παίρνουμε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος… για να τη νιώσουμε βαθιά μέσα μας πρέπει να έχουμε έρθει ήδη με πνεύμα μετανοίας. Και όταν κοινωνούμε των αχράντων μυστηρίων να μην προσερχόμεθα μόνον μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης, αλλά και με μετάνοια αληθινή. Και την Αγία Γραφή όταν τη μελετάμε, πρέπει η καρδιά μας να πυρπολείται όχι μόνο από τη ζέουσα πίστη ότι αυτός είναι ο αληθινός λόγος του Θεού, αυτή είναι η αλήθεια που σώζει, αλλά και από τη μετάνοια. Πολύ δε περισσότερο η μετάνοια οφείλει να μας διακατέχει ψυχοσωματικά στο μεγάλο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Αλλά και η πολλαπλή μας νηστεία, κυρίως η πνευματική, στις αισθήσεις και στη γλώσσα και στους λογισμούς και ύστερα η σωματική όπως είπαμε, διότι έχουμε πολλές ασθένειες θα πρέπει κι αυτή να μπολιάζεται με το πνεύμα της μετανοίας. Και τότε… και τότε θα λάβουμε πλουσιοπάροχα την άφεση, την άφεση των αμαρτιών. Και η ψυχή μας θα καθαριστεί, θα γίνει πεντακάθαρη σαν το πανάλευκο χιονάκι…

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Η μοναχική ζωή δείκτης τελειώσεως Καθηγητής Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης

 

Με την εμφάνιση του μοναχισμού παρουσιάστηκε μια ιδιαίτερη μορφή ζωής στην Εκκλησία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δημιουργήθηκε και νέα ηθική. Η Εκκλησία δεν έχει ιδιαίτερη ηθική για τους κοσμικούς και ιδιαίτερη για τους μοναχούς, ούτε διαφοροποιεί τις δύο αυτές κατηγορίες των πιστών ως προς τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο Θεό. Η χριστιανική ζωή είναι κοινή για όλους. Όλοι οι Χριστιανοί έχουν ως κοινό γνώρισμα «το από Χρίστου και είναι και ονομάζεσθαι»(1). Η υπόσταση δηλαδή και το όνομά τους ανάγονται στο Χριστό. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστιανός είναι γνήσιος και αληθινός, όταν στηρίζει τη ζωή και τη διαγωγή του στο Χριστό. Η προσπάθεια όμως αυτή δυσχεραίνεται μέσα στον κόσμο.
62163
Αυτό που είναι δύσκολο στον κόσμο επιχειρείται με ιδιαίτερη φροντίδα στο μοναχισμό. Ο μοναχός επιδιώκει στην πνευματική του ζωή ότι οφείλει να επιδιώκει και οποιοσδήποτε πιστός να ζει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού. Οι βασικές αρχές του μοναχισμού συμπίπτουν ουσιαστικά με τις βασικές αρχές της ζωής όλων των πιστών. Αυτό γίνεται εμφανέστερο στην ιστορία της Εκκλησίας κατά τους πρώτους αιώνες, όταν δεν είχε ακόμα εμφανισθεί ο μοναχικός θεσμός.
Στην παράδοση της Εκκλησίας είναι προφανής η προτίμηση της παρθενίας ή της αγνότητας απέναντι στο γάμο. Η θέση αυτή δεν στρέφεται βέβαια εναντίον του γάμου, που αναγνωρίζεται ως μέγα μυστήριο(2), αλλά επισημαίνει τις δυσκολίες που συνεπάγεται σε πρακτικό επίπεδο για την πνευματική ζωή. Γι΄ αυτό εξαρχής υπήρχαν πολλοί Χριστιανοί, που απέφευγαν τη σύναψη γάμου. Έτσι ο απολογητής Αθηναγόρας, που έζησε κατά το δεύτερο αιώνα, γράφει: «Εύροις δ΄ αν πολλούς των παρ΄ ημίν άνδρας και γυναίκας καταγηράσκοντας αγάμους ελπίδι του μάλλον συνέσεσθαι τω Θεώ»(3).
Εξάλλου η χριστιανική ζωή συνδέθηκε εξαρχής με την αυταπάρνηση και τη θυσία: «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι»(4). Ο Χριστός ζητά από τον άνθρωπο την πλήρη αυτοπροσφορά του: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος»(5).
Τέλος η επίδοση στην έντονη και αδιάλειπτη προσευχή, η υπακοή στους ποιμένες της Εκκλησίας, η αγάπη και η υποταγή στους άλλους, όπως και όλες γενικά οι βασικές αρετές του μοναχισμού, καλλιεργούνταν εξαρχής από τα μέλη της Εκκλησίας.
Βέβαια ο μοναχός και ο έγγαμος ζουν δύο διαφορετικές μορφές ζωής. Αυτό όμως δεν αλλάζει την κοινή ευθύνη τους απέναντι στο Θεό και τις εντολές του. Ο καθένας έχει κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα μέσα στο ενιαίο και αδιαίρετο σώμα της Εκκλησίας του Χριστού(6). Κάθε μορφή ζωής, είτε η έγγαμη είτε η μοναχική, υπόκειται εξίσου στο απόλυτο θέλημα του Θεού. Γι΄ αυτό δεν επιτρέπεται να εκλαμβάνεται οποιαδήποτε μορφή ζωής ως πρόσχημα για παραθεώρηση ή επιλεκτική ανταπόκριση στην κλήση του Χριστού και την τήρηση των εντολών του. Και στις δύο περιπτώσεις απαιτείται άσκηση και αγωνιστική διάθεση.
Ιδιαίτερα κατηγορηματικός στο σημείο αυτό είναι ο Ιερός Χρυσόστομος, που λέει: «Απατάς πολύ τον εαυτό σου και σφάλλεις, αν νομίζεις ότι άλλα απαιτούνται από τον κοσμικό και άλλα από το μοναχό· γιατί η διαφορά μεταξύ τους έγκειται στη σύναψη η τη μη σύναψη γάμου, ενώ σε όλα τα άλλα έχουν τις ίδιες ευθύνες Γιατί όλοι πρέπει να ανεβούν στο ίδιο ύψος· και αυτό που ανέτρεψε όλη την οικουμένη είναι το ὀτι νομίζουμε πως μόνο ο μοναχός πρέπει να ζει με ακρίβεια, ενώ οι υπόλοιποι επιτρέπεται να ζουν με ραθυμία»(7). Αναφερόμενος μάλιστα στην τήρηση συγκεκριμένων εντολών του Ευαγγελίου παρατηρεί: Όποιος οργίζεται εναντίον του αδελφού του χωρίς λόγο, άσχετα αν είναι κοσμικός ή μοναχός, έρχεται με τον ίδιο τρόπο σε αντίθεση προς το Θεό. Και όποιος βλέπει γυναίκα με πονηρή επιθυμία, οποιαδήποτε ιδιότητα και αν έχει, δημιουργεί την ίδια ένοχη. Εδώ μάλιστα σημειώνει ότι ο κοσμικός που πέφτει στο σφάλμα αυτό είναι πιο ασύγγνωστος. Και γενικώτερα, παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος, δίνοντας ο Χριστός τις εντολές του δεν διακρίνει κατηγορίες ανθρώπων «ούτε βιωτικού (κοσμικού) ούτε μονάζοντος όνομα τίθησιν, αλλ΄ από της των ανθρώπων διανοίας ούτος εισενήνεκται ο διορισμός»(8).
Οι εντολές του Χριστού απαιτούν απ΄ όλους τους πιστούς ακρίβεια ζωής, την οποία συχνά περιορίζουμε στους μοναχούς. Η απαίτηση κοσμιότητας και σωφροσύνης, η κατάκριση του πλούτου και η σύσταση της ολιγάρκειας(9), η αποφυγή της αργολογίας και η υπόδειξη της ανιδιοτελούς αγάπης δεν απευθύνονται μόνο στους μοναχούς, αλλά σε όλους τους πιστούς.
Τέλος η απόρριψη του κοσμικού φρονήματος δεν αποτελεί καθήκον μόνο των μοναχών, αλλά όλων των Χριστιανών. Οι πιστοί δεν πρέπει να έχουν κοσμικό φρόνημα, αλλά να ζουν ως πάροικοι και παρεπίδημοι, έχοντας το νου τους στο Θεό. Η πατρίδα τους δεν βρίσκεται στη γη, αλλά στην ουράνια βασιλεία· «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν»(10). Η Εκκλησία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κοινωνία εξόδου. Ο κόσμος είναι ο τόπος της πρόσκαιρης διαμονής της. Προορισμός της είναι η βασιλεία του Θεού. Όπως οι Ισραηλίτες που ελευθερώθηκαν από την Αίγυπτο βάδισαν προς την Ιερουσαλήμ με πολλές δυσκολίες και δοκιμασίες, έτσι και οι Χριστιανοί που ελευθερώνονται από τη δουλεία της αμαρτίας βαδίζουν με πολλές δυσκολίες και δοκιμασίες προς την ουράνια βασιλεία. Η έξοδος αυτή από τον κόσμο δεν βιώθηκε πρωτίστως τοπικά αλλά τροπικά. Όπως η αποστροφή από τον Θεό και η στροφή προς τον κόσμο δεν πραγματοποιήθηκε «τόπω» αλλά «τρόπω», γιατί ο Θεός ήταν και παραμένει πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, έτσι και η αποστροφή από τον κόσμο και η επιστροφή προς το Θεό εκλαμβάνονται πρωτίστως τροπικά και όχι τοπικά. Αυτό αποτυπώνεται ιδιαίτερα στη ζωή των Χριστιανών των πρώτων αιώνων. Ευρισκόμενοι μέσα στον κόσμο είχαν σαφή συνείδηση ότι δεν προέρχονται από αυτόν, ούτε ανήκουν σ΄ αυτόν «εν τω κόσμω αλλ΄ ουκ εκ του κόσμου». Και όσοι ακόμα ζούσαν με παρθενία και ακτημοσύνη, πράγματα που αποτέλεσαν αργότερα θεμελιώδεις αρχές της μοναχικής ζωής, δεν μακρύνονταν από την κοινωνία των ανθρώπων ούτε κατέφευγαν στα όρη.
Η τοπική μάκρυνση από τον κόσμο γίνεται για να διευκολύνει την τροπική μάκρυνση. Η πείρα διδάσκει ότι η σωτηρία του ανθρώπου μέσα στον κόσμο είναι δυσκολότερη. Όπως σημειώνει ο Μέγας Βασίλειος, η διαβίωση μεταξύ ανθρώπων που αδιαφορούν για την ακριβή τήρηση των εντολών του Θεού είναι βλαβερή. Η ανταπόκριση στην πρόσκληση του Χριστού, να λάβει ο άνθρωπος το σταυρό του και να τον ακολουθήσει, είναι δυσκολώτερη, αν όχι αδύνατη, μέσα στα πλαίσια της κοσμικής ζωής. Βλέποντας κάποιος το πλήθος των ανομούντων όχι μόνο δεν συνειδητοποιεί τα αμαρτήματά του και δεν μετανοεί, αλλά και φαντάζεται ότι κατόρθωσε κάτι, γιατί συγκρίνει τον εαυτό του με τους χειρότερους. Έπειτα οι θόρυβοι και οι ασχολίες της κοσμικής ζωής αποσπούν τον άνθρωπο από τη μνήμη του Θεού, και όχι μόνο δεν επιτρέπουν να αισθανθεί τη χαρά της κοινωνίας με το Θεό, αλλά και οδηγούν σε καταφρόνηση και λήθη του θείου θελήματος(11).
Αυτά δεν σημαίνουν ότι η φυγή από τον κόσμο εξασφαλίζει τη σωτηρία του ανθρώπου, αλλά ότι είναι θετικός και βοηθητικός παράγοντας. Όταν όμως ο άνθρωπος προσηλώνεται ολοκληρωτικά στο Θεό και το θέλημά του, τίποτε δεν μπορεί να εμποδίσει τη σωτηρία του. Ο ιερός Χρυσόστομος σημειώνει χαρακτηριστικά τα έξης: «Ουδέν κώλυμα γίνεται προς αρετήν τω νήφειν βουλομένω αλλ΄ έξεστι και χλαμύδα και ζώνην περικειμένω και γυναίκα έχοντα και παίδων επιμελούμενον και οικετών φροντίζοντα και αρχήν εγκεχειρισμένον της αρετής πολλήν ποιείσθαι την επιμέλειαν»(12). Και ο όσιος Συμεών ο νέος Θεολόγος παρατηρεί: «Ούτε μέση πόλις εμποδίζει ημάς εις το κατεργάζεσθαι τας έντολάς του Θεού, εάν σπουδαίοι ώμεν και διεγηγερμένοι, ούτε ησυχία ωφελεί ή αναχώρησις κόσμου, εάν ραθυμώμεν και αμελώμεν»(13). Σε άλλη περίπτωση πάλι λέει ότι είναι δυνατό σε όλους, όχι μόνο στους μοναχούς αλλά και στους λαϊκούς, «το αεί και διηνεκώς μετανοείν και κλαίειν και δέεσθαι του Θεού, και δια των τοιούτων πράξεων και τας λοιπάς πάσας αρετάς κτήσασθαι»(14).
Ο χριστιανικός μοναχισμός συνδέθηκε εξαρχής με την ησυχία. Αυτή εκλαμβάνεται πρωτίστως ως εσωτερική κατάσταση. Η εξωτερική ησυχία αναζητείται για την ευκολώτερη και τελειότερη πραγματοποίηση της εσωτερικής. Η ησυχία δεν είναι αδράνεια ή απραξία, αλλά εγρήγορση και ενεργοποίηση στο επίπεδο της πνευματικής ζωής. Είναι έντονη επαγρύπνηση και καθολική προσήλωση στο Θεό. Αποσυρόμενος ο μοναχός σε τόπους εξωτερικής ησυχίας και επισκεπτόμενος εκεί τον εαυτό του, κατορθώνει να τον γνωρίσει καλύτερα, να πολεμήσει ριζικώτερα τα πάθη του και να καθαρίσει πληρέστερα την καρδιά του, για να καταξιωθεί να προσεγγίσει και να δει το Θεό.
Ο πατέρας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά -Κωνσταντίνος- ζούσε ησυχαστική ζωή ως συγκλητικός και μέλος της αυτοκρατορικής αύλης μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Το ουσιώδες γνώρισμα της ζωής αυτής είναι η αποδέσμευση από την εμπαθή προσήλωση στον κόσμο και η πλήρης αναφορά στον Θεό. Γι΄ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει ότι η εν Χριστώ σωτηρία είναι δυνατή σε όλους: «Και ο γεωργός και ο σκυτοτόμος και ο οικοδόμος και ο ράπτης και ο υφαντής, και απλώς πας ο δι΄ οικείων πόνων και της από των χειρών εργασίας ποριζόμενος το ζην, εάν την επιθυμίαν του πλούτου και της δόξης και της τρυφής από της οικείας εκβάλωσι ψυχής, όντως μακάριοι»(15). Με το ίδιο πνεύμα και ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας παρατηρεί ότι δεν είναι ανάγκη να καταφύγει κάποι¬ος στην έρημο, να τραφεί με ασυνήθιστη τροφή, να αλλάξει την περιβολή του, να καταστρέψει την υγεία του ή να επιχειρήσει κάτι άλλο, προκειμένου να μένει αφοσιωμένος στο Θεό(16).
evhi
Η μοναχική ζωή με την τοπική μάκρυνση από τον κόσμο και την αναχώρηση στην έρημο άρχισε από τα μέσα περίπου του τρίτου αιώνα. Για τη φυγή των Χριστιανών στην έρημο κατά την περίοδο αυτή συνέβαλαν και οι σκληροί διωγμοί εκ μέρους των Ρωμαίων. Η ανάπτυξη όμως του μοναχισμού, που σημειώνεται από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, οφείλεται κυρίως στην άρνηση πολλών πιστών να προσαρμοστούν στην εκκοσμίκευση που άρχισε στους κόλπους της Εκκλησίας, και στην επιθυμία τους να ζήσουν συνεπέστερα τη χριστιανική ζωή. Έτσι εμφανίστηκε ο μοναχισμός ταυτόχρονα σε διάφορες περιοχές της νοτιανατολικής Μεσογείου, στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, το Σινά, τη Συρία, την Κύπρο, για να φθάσει σύντομα στη Μικρά Ασία και τέλος στην Ευρώπη. Κατά τη δεύτερη όμως χιλιετία κέντρο του ορθόδοξου μοναχισμού αναδείχθηκε το Άγιον Όρος.
Η εξέλιξη της πορείας του αγιορείτικου μοναχισμού παρουσιάζεται σε γενικές γραμμές ως επανάληψη της εξελίξεως του ανατολικού μοναχισμού. Σήμερα ο τόπος αυτός με την ερημιτική, την κοινοτική και την κοινοβιακή μοναχική ζωή διατηρεί συνοπτικά όλες τις βασικές μορφές που παρουσίασε ο χριστιανικός μοναχισμός στη μακραίωνη ιστορία του.
Η συνηθέστερη και ασφαλέστερη μορφή μοναχικής ζωής είναι η κοινοβιακή. Αυτήν ακολουθούν τώρα και οι είκοσι ιερές μονές του Αγίου Όρους. Στο κοινόβιο τα πάντα είναι κοινά: η στέγη, η τροφή, η εργασία, η προσευχή, οι κόποι, οι φροντίδες, οι αγώνες, τα κατορθώματα. Αρχηγός και πνευματικός πατέρας των μοναχών του κοινοβίου είναι ο ηγούμενος. Χαρακτηριστική είναι η προτροπή, που σημειώνεται στο Τυπικό του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου προς τον ηγούμενο: «Παραφυλάξεις πάντως το πάντα τα εν τη αδελφότητι κοινά είναι και αμέριστα και μηδέν κατά μέρος του καθ΄ έκαστον εις εξαυθέντησιν μέχρι και ραφίδος σου δε το σώμα και η ψυχή, μη τι γε άλλο, έστωσαν διαμεμερισμένα εν ισότητι αγάπης πάσι τοις πνευματικοίς σου τέκνοις και αδελφοίς και πατράσι». Το κοινόβιο αποτελεί την ιδανική χριστιανική κοινωνία, όπου δεν υπάρχει η διάκριση ανάμεσα στο δικό μου και το δικό σου, αλλά όλα αποβλέπουν στην καλλιέργεια του κοινού φρονήματος και του αδελφικού πνεύματος. Προέχουσα θέση στο κοινόβιο έχουν η υποταγή κάθε μέλους στον ηγούμενο και την αδελφότητα, η φιλαδελφία, η αλληλεγγύη και η φιλοξενία. Όπως επισημαίνει ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, ολόκληρη η κοινωνία των πιστών οφείλει σε τελική ανάλυση να είναι μία Εκκλησία κοινοβιακή(17). Αυτό άλλωστε υπαγορεύει και το κοινοβιακό πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το μοναστικό κοινόβιο αποτελεί τη συνεπέστερη προσπάθεια για την πραγμάτωσή της.
Εξαρτήματα των είκοσι ιερών μονών του Αγίου Όρους είναι τα καθίσματα, τα κελλιά, οι καλύβες, οι σκήτες και τα ησυχαστήρια. Στα εξαρτήματα η μοναχική ζωή έχει περισσότερο ησυχαστικό χαρακτήρα.
Τα καθίσματα συνδέονται άμεσα με τις μονές και χρησιμοποιούνται από μέλη της αδελφότητας για μεγαλύτερη ησυχία. Στα κελλιά και τις καλύβες, που είναι μικρά μοναστικά συγκροτήματα, ζουν ολιγομελείς συνοδείες. Αυτές επιδίδονται στην ησυχαστική ζωή, ασκούν την υπακοή προς το γέρο¬ντά τους και συντηρούνται με γεωργικές εργασίες και εργόχειρα.
Στο Άγιον Όρος υπάρχουν δώδεκα σκήτες, που εξαρτώνται επίσης από μονές. Οι σκήτες, που μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχες προς τις αρχαιότερες λαύρες, διαθέτουν κοινό ναό, το Κυριάκο, και κοινή διοίκηση, που ασκείται από το Δίκαιο. Και σ΄ αυτές κυριαρχεί η ησυχαστική ζωή με ευρύτερο κοινοτικό πνεύμα. Η φιλοξενία δεν απασχολεί συνήθως τις καλύβες της σκήτης, αλλά το Δίκαιο και τους συνεργάτες του.
Πλήρως ησυχαστική είναι τέλος η ζωή στα ησυχαστήρια. Αυτά βρίσκονται σε ερημικούς τόπους της Αθωνικής χερσονήσου, και ιδίως στο νοτιώτερο άκρο της. Οι ερημίτες αποτελούσαν εξαρχής τους πυρήνες, γύρω από τους όποιους οργανώθηκαν οι πρώτες μοναχικές κοινότητες. Αλλά και μετά την οργάνωση του κοινοτικού και του κοινοβιακού μοναχισμού οι ερημίτες εξακολούθησαν να υπάρχουν ως τα κατεξοχήν χαρισματικά πρόσωπα μέσα στο σώμα της Εκκλησίας. Ήδη όμως τα κοινόβια και οι μοναστικές κοινότητες έγιναν τόποι προετοιμασίας των ερημιτών. Η εν Τρούλλω Σύνοδος μάλι¬στα όρισε με τον 41ο Κανόνα της ως προϋπόθεση για την αναχώρηση στην έρημο την επί τρία τουλάχιστο χρόνια παραμονή μέσα σε μονή. Και σήμερα οι ερημίτες τοΰ Αγίου Όρους, πριν επιδοθούν στην πλήρως ησυχαστική ζωή της έρημου, ζουν ορισμένα χρόνια είτε σε μονές είτε σε κελλιά και καλύβες ως υποτακτικοί γερόντων.
Ο μοναχισμός με τη φυγή από τον κόσμο υπογραμμίζει τη θέση της Εκκλησίας ως «αντικοινωνίας» μέσα στον κόσμο, και με την έντονη πνευματική άσκηση καλλιεργεί το εσχατολογικό της πνεύμα. Η μοναχική ζωή χαρακτηρίζεται ως «αγγελική πολιτεία», δηλαδή ως πολιτεία που ακολουθεί στη γή το πρότυπο της ουράνιας ζωής. Εδώ εντάσσεται και η παρθενία ή η αγαμία. Αυτή προτυπώνει την κατάσταση των ανθρώπων στη μέλλουσα ζωή, όπου «ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται, αλλ΄ ως άγγελοι Θεού εν ουρανώ εισί»(18).
Πολλοί θεωρούν ως κύριο γνώρισμα της μοναχικής ζωής την αγαμία. Η γνώμη αυτή αποδίδει και την αντίληψη που υπήρχε εξαρχής στην Εκκλησία για την ταυτότητα της χριστιανικής ζωής και την καθολικότητά της αναφοράς των ευαγγελικών εντολών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το σπουδαιότερο στη μοναχική ζωή είναι η αγαμία. Σημαίνει απλώς ότι αυτό που διαμορφώνει την ιδιαιτερότητα της μοναχικής ζωής έγκειται ουσιαστικά στην αγαμία. Όλες οι υπόλοιπες υποχρεώσεις, ακόμα και οι δύο άλλες μοναχικές υποσχέσεις, η υπακοή και η ακτημοσύνη, αφορούν ουσιαστικά όλους τους πιστούς. Αυτονόητο βέβαια είναι ότι όλα αυτά μέσα στα πλαίσια της μοναχικής ζωής προσλαμβάνουν ιδιαίτερη μορφή. Αυτά όμως δεν αφορούν την ουσία των πραγμάτων.
Η πιστή τήρηση των θείων εντολών αποτελεί κοινή οφειλή όλων των Χριστιανών. Άλλά αυτή απαιτεί άσκηση. Η έκπεσμένη ανθρώπινη φύση δεν είναι πρόθυμη να ανταποκριθεί στην οφειλή αυτή, γιατί δουλεύει στα πάθη. Αναζητεί την ηδονή των αισθήσεων και αποφεύγει την οδύνη που απαιτεί η καταπολέμηση των παθών και της φιλαυτίας. Η μοναχική ζωή οργανώνεται με τρόπο που διευκολύνει την άσκηση. Αντίθετα η κοσμική ζωή, ιδιαίτερα μέσα στη σύγχρονη εκκοσμικευμένη κοινωνία, δυσχεραίνει την άσκηση. Το μειονέκτημα του κοσμικού Χριστιανού είναι ότι καλείται να πραγματοποιήσει τον ίδιο σκοπό μέσα στο δυσμενές κοσμικό περιβάλλον.
monk2
Η μοναχική κουρά χαρακτηρίζεται ως «δεύτερον βάπτισμα»(19). Το βάπτισμα όμως είναι ενιαίο και κοινό για όλα τα μέλη της Εκκλησίας. Είναι η συμμετοχή στο θάνατο και την ανάσταση του Χριστού. Η μοναχική κουρά δεν επαναλαμβάνει, αλλά ανανεώνει και συνειδητοποιεί το ένα βάπτισμα. Και οι υποσχέσεις που δίδονται κατά την κουρά δεν είναι στην ουσία τους διαφορετικές από αυτές που δίδονται κατά το βάπτισμα, έκτος βέβαια από την υπόσχεση της αγαμίας. Άλλωστε κουρά γίνεται και κατά το βάπτισμα.
Η μοναχική ζωή είναι δείκτης τελειώσεως. Στην τελείωση όμως καλείται ολόκληρη η Εκκλησία. Όλοι οι πιστοί, κοσμικοί και μοναχοί, καλούνται να τελειωθούν κατά το θείο πρότυπο: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος έστιν»(20). Αλλά ενώ η μοναχική ζωή καταφάσκει στη ριζοσπαστικότητα της χριστιανικής ζωής, η κοσμική αρκείται στη συμβατική θεώρησή της. Έτσι η συμβατικότητα της ηθικής των κοσμικών Χριστιανών από τη μια πλευρά και η ριζοσπαστικότητα της ηθικής των μοναχών από την άλλη δημιουργούν μια διαλεκτική διαφοροποίηση, που προσλαμβάνει τη μορφή της διαλεκτικής αντιθέσεως.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αντιπαραθέτοντας τη μοναχική προς την κοσμική ζωή παρατηρεί ότι τα κατορθώματα των κοσμικών είναι αποτυχίες για τους μοναχούς, όπως και τα κατορθώματα των μοναχών είναι αποτυχίες για τους κοσμικούς: «Τα των κοσμικών κατορθώματα πτώματα είσι των μοναχών και των μοναχών κατορθώματα πτώματα είσι των κοσμικών. Οίον, τα των κοσμικών κατορθώματα, πλούτός έστι και δόξα και δυναστεία και τρυφή και ευσαρκία και ευτεκνία και τα τούτων ακόλουθα, εις άπερ ελθών ο μοναχός απόλλυται. Τα δε του μονάχου κατορθώματα, ακτημοσύνη, αδοξία, αδυναμία, εγκράτεια, κακοπάθεια και τα τούτων ακόλουθα, εις άπερ ελθών ο φιλόκοσμος παρά πρόθεσιν πτώμα ηγείται μέγα· και κινδυνεύει πολλάκις και αγχόνη χρήσασθαι, τινές δε και εχρήσαντο»(21).
Βέβαια η αντιπαράθεση αυτή γίνεται ανάμεσα στον τέλειο μοναχό και τον εκκοσμικευμένο Χριστιανό. Αλλά και στη συνήθη εκκλησιαστική κατάσταση τα ίδια πράγματα είναι φυσικό να λειτουργούν διαφορετικά. Η διαφορά όμως αυτή δεν μπορεί να φθάνει στα άκρα. Έτσι π.χ. δεν μπορεί ο πλούτος ή η δόξα να χαρακτηρισθούν εξίσου καταστροφικά για τους μοναχούς και τους κοσμικούς. Στους μοναχούς αυτά είναι σε κάθε περίπτωση αρνητικά, γιατί έρχονται σε αντίθεση με τη μορφή ζωής που επέλεξαν. Στους κοσμικούς όμως μπορούν να λειτουργήσουν και θετικά, έστω και αν συνεπάγονται σοβαρούς κινδύνους. Η ύπαρξη της οικογένειας, όπως και της ευρύτερης κοσμικής κοινωνίας με τις ποικίλες ανάγκες και απαιτήσεις της, όχι μόνο δικαιολογούν, αλλά και επιβάλλουν μερικές φορές τη συγκέντρωση χρημάτων ή την ανάληψη αξιωμάτων. Αυτά που μπορούν να λειτουργήσουν και ενοποιητικά στην κοσμική κοινωνία ενεργούν διασπαστικά στη μοναστική. Ο τελικός ενοποιητικός παράγοντας είναι σε τελική ανάλυση ο ίδιος ο Χριστός.
Η χριστιανική ζωή δεν στηρίζεται μόνο στην ανθρώπινη προσπάθεια αλλά πρωτίστως στη χάρη του Θεού. Ειδικώτερα η άσκηση με όλες τις μορφές και σε όλες τις βαθμίδες της δεν αποβλέπει σε τίποτε άλλο, παρά στην προετοιμασία του ανθρώπου να συντονίσει το θέλημα του με το θέλημα του Θεού και να δεχθεί τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο συντονισμός αυτός φθάνει στην υψηλότερη έκφραση και τελειότητά του με την προσευχή. «Η αληθινή προσευχή εισάγει ημάς εις το Θείον Είναι διά της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος»(22). Αυτή οδηγεί τον άνθρωπο στο αρχέτυπό του και τον καθιστά αληθινό πρόσωπο, όμοιο με το Δημιουργό του.
Η χάρη της χριστιανικής ζωής δεν βρίσκεται στα εξωτερικά σχήματά της. Δεν βρίσκεται στην άσκηση, τη νηστεία, την αγρυπνία, την κακοπάθεια. Όταν μάλιστα αυτά αυτονομούνται και θεωρούνται καθεαυτό, γίνονται αποκρουστικά. Και ο αποκρουστικός χαρακτήρας δεν περιορίζεται πιά στην εξωτερική μορφή τους, αλλά εισχωρεί και στο εσωτερικό περιεχόμενο τους. Δεν γίνονται αποκρουστικά μόνο γιατί παρουσιάζονται εξωτερικά ως άρνηση της ζωής, περιφρόνηση των υλικών αγαθών η αυτοεγκατάλειψη, αλλά και γιατί νεκρώνουν το πνεύμα, στηρίζουν τον εγωϊσμό και καλλιεργούν την αυτοδικαίωση.
Η χριστιανική ζωή δεν είναι άρνηση αλλά θέση. Δεν είναι θάνατος αλλά ζωή. Και δεν είναι απλώς θέση και ζωή, αλλά η μόνη αληθινή θέση και η μόνη αληθινή ζωή. Είναι η μόνη αληθινή θέση, γιατί προχωρεί πέρα από κάθε δυνατότητα αρνήσεως. Και είναι η μόνη αληθινή ζωή, γιατί αφήνει πίσω της το θάνατο. Η αρνητική μορφή, που παρουσιάζει η χριστιανική ζωή στα εξωτερικά σχήματα της, οφείλεται ακριβώς στην επιδίωξη της να τοποθετηθεί πέρα από κάθε ανθρώπινη διάψευση. Επειδή δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη θέση που δεν καταλήγει στην άρνηση, επειδή δεν υπάρχει καμμία εγκόσμια ζωή που δεν καταλήγει στο θάνατο, γι΄ αυτό η Εκκλησία δημιουργεί τη θέση της και φανερώνει τη ζωή της μετά την αποδοχή κάθε ανθρώπινης αρνήσεως και την κατάφαση σε κάθε μορφή εγκόσμιου θανάτου.
Η δυναμική της χριστιανικής ζωής βρίσκεται στην ελπίδα της αναστάσεως. Και ο σκοπός της ασκήσεως είναι η μετοχή στην ανάσταση. Η μοναχική ζωή, ως αγγελική ή ουράνια ζωή που βιώνεται μέσα στην ιστορία, αποτελεί πρόληψη και πρόγευση της αιώνιας ζωής, που διαβρώνει τη θνητότητα. Δεν αποβλέπει στην απέκδυση του ανθρώπινου στοιχείου, αλλά στην επένδυση της αφθαρσίας και της αθανασίας· «και γαρ οι όντες εν τω σκήνει στενάζομεν βαρούμενοι εφ΄ ου θέλομεν εκδύσασθαι, αλλ΄ επενδύσασθαι, ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής»(23).
Υπάρχει ο στεναγμός που προκαλεί η παρουσία της αμαρτίας. Παραμένει η οδύνη για την απελευθέρωση από τα πάθη και την ανάκτηση της καθαρότητας της καρδιάς. Αυτά επιβάλλουν την άσκηση. Και αυτά έχουν οπωσδήποτε αρνητική μορφή, γιατί αποσκοπούν στο γκρέμισμα. Είναι κοπιαστικά και επώδυνα, γιατί συνδέονται με καταστάσεις και συνήθειες που έγιναν δεύτερη φύση μας. Με αυτό όμως το γκρέμισμα, με αυτή την αυτοκάθαρση ελευθερώνει ο άνθρωπος το έδαφος, για να φανερωθεί και να ενεργήσει η χάρη του Θεού. Αν δεν καθαρίσει η καρδιά, δεν φανερώνεται ο Θεός.
Οι μοναχοί «φυλάσσουν τον τόπον». Επιλέγουν τον αυτοπεριορισμό μέσα στο χώρο και καλλιεργούν εκεί την πνευματική ελευθερία που πρόσφερε ο Χριστός. Καθηλώνονται στην περιοχή του θανάτου, για να ζήσουν εντονώτερα την προσδοκία της καινής ζωής. Συμφιλιώνονται με το χώρο, όπου αφανίζεται ο άνθρωπος που φθείρεται μέσα στο χρόνο, τον αισθάνονται ως σώμα τους, τον μεταμορφώνουν σε Εκκλησία και τον προσανατολίζουν στη βασιλεία του Θεού.
Η πορεία του μοναχού προς την τελείωση γίνεται κατά στάδια και συνδέεται με διαδοχικές αποταγές, που συνοψίζονται σε τρεις. Η πρώτη αποταγή πραγματοποιείται με την πλήρη εγκατάλειψη του κόσμου. Αυτή δεν περιορίζεται στα πράγματα του κόσμου, αλλά περιλαμβάνει και τους ανθρώπους και τους γονείς. Η δεύτερη αποταγή συνίσταται στην εκγατάλειψη του ατομικού θελήματος, ενώ η τρίτη στην απελευθέρωση από την κενοδοξία, που ταυτίζεται με την απελευθέρωση από την εξουσία του κόσμου(24).
Οι διαδοχικές αυτές αποταγές δεν έχουν αρνητικό αλλά θετικό νόημα. Γίνονται για την πλήρη διάνοιξη του ανθρώπου και την τελείωσή του ως προσώπου «κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν» Θεού. Όταν ο άνθρωπος αποδεσμεύεται από τον κόσμο και από τον εαυτό του, ευρύνεται απεριόριστα. Γίνεται αληθινό πρόσωπο, που «συγχωρεί» μέσα του ολόκληρη την ανθρωπότητα κατά το πρότυπο του Χριστού. Γι΄ αυτό άλλωστε και σε ηθικό επίπεδο ο Χριστιανός καλείται να αγαπά όλους τους ανθρώπους, ακόμα και τους εχθρούς του. Τότε έρχεται και σκηνώνει μέσα του και ο ίδιος ο Θεός, οπότε ο άνθρωπος αποκτά το πλήρωμα του θεανθρώπινου είναι(25). Εδώ βρίσκεται το μεγαλείο του ανθρώπινου προσώπου, και αυτό ερμηνεύει τους υπεράνθρωπους αγώνες που απαιτούνται για την τελείωσή του.
Η μοναχική ζωή είναι πορεία διαρκούς πνευματικής ανόδου. Ενώ ο κόσμος προχωρεί σε οριζόντια πορεία, και οι πιστοί με τις δεσμεύσεις και τους περισπασμούς του κόσμου προσπαθούν κατά την πορεία αυτή να κρατηθούν στα θεσμικά όρια της εκκλησιαστικής παραδόσεως, ο μοναχισμός στρέφεται προς άλλη κατεύθυνση, την κατακόρυφη. Παραμερίζει τη συμβατικότητα και ζητεί το απόλυτο. Πραγματοποιεί κίνηση απογείωσεως ή εξόδου από τον κόσμο με άμεσο σκοπό τη βασιλεία του Θεού. Αυτή άλλωστε αποτελεί και το σκοπό της Εκκλησίας.
Στην παράδοση της Εκκλησίας η πορεία αυτή συμβολίζεται με κλίμακα που οδηγεί στον ουρανό. Όλοι δεν κατορθώνουν να φθάσουν ως την κορυφή της πνευματικής αυτής κλίμακας. Αρκετοί βρίσκονται στις πρώτες βαθμίδες της. Άλλοι ανεβαίνουν ψηλότερα. Υπάρχουν τέλος κι εκείνοι που πέφτουν από κάποια χαμηλότερη ή ψηλότερη βαθμίδα. Το σημαντικώτερο εδώ δεν είναι η βαθμίδα στην οποία κάποιος βρίσκεται, αλλά η προσπάθεια του για διαρκή άνοδο. Και το αξιοσημείωτο είναι ότι η άνοδος αυτή γίνεται με τη διαρκώς αυξανόμενη ταπείνωση, δηλαδή με διαρκώς αυξανόμενη κάθοδο. «Κράτα το νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι», ήταν ο λόγος του Θεού προς τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη. Όταν ο άνθρωπος κατεβαίνει στον άδη της εσωτερικής του πάλης έχοντας μέσα του το Θεό, τότε ανυψώνεται και βρίσκει την πληρότητα(26).
Στην κορυφή της πνευματικής κλίμακας βρίσκονται οι «μωροί δια Χριστόν», όπως χαρακτηρίζει ο Απόστολος Παύλος τον εαυτό του και τους λοιπούς Αποστόλους(27), ή «οι δια Χριστόν σαλοί», που «κάνουν τον τρελλό για την αγάπη του Χριστού και κοροϊδεύουν όλη τη ματαιότητα του κόσμου»(28). Η αναζήτηση της ανθρώπινης δόξας, λέει ο Χριστός, εμποδίζει την πίστη στο Θεό(29). Μόνο όταν αποβάλει ο άνθρωπος την κενοδοξία, μπορεί να νικήσει τον κόσμο και να προσηλωθεί στο Θεό(30).
Στους βίους των μοναχών βλέπει ο Χριστιανός παραδείγματα ανθρώπων, που έλαβαν στα σοβαρά τη χριστιανική πίστη και αυτοδεσμεύθηκαν στην πορεία που καλεί ο Χριστός κάθε άνθρωπο. Δεν έφθασαν όλοι στην τελείωση. Όλοι όμως προσπάθησαν και ανέβηκαν ως κάποια βαθμίδα. Δεν είχαν όλοι τα ίδια τάλαντα. Όλοι όμως εργάστηκαν ως δούλοι αγαθοί και πιστοί. Το παράδειγμα τους δεν προβάλλεται πάντοτε για αντιγραφική μίμηση, ιδιαίτερα εκ μέρους των κοσμικών. Αποτελεί όμως πολύτιμο δείκτη για την πορεία προς την τελείωση, που είναι κοινή για όλους και κορυφώνεται στην τελειότητα του Θεού.
Ο αγιορείτικος μοναχισμός με την άσκηση και την προσευχή διατηρεί ανοικτούς τους απεριόριστους ορίζοντες για την τελείωση και την αληθινή καταξίωση του ανθρώπου. Η αθωνική πολιτεία ως πρότυπο χριστιανικής κοινωνίας πλουτίζει τη ζωή των πιστών και ενισχύει τους πνευματικούς αγώνες τους. Η παρουσία της ως «πόλεως επάνω όρους κειμένης» έχει κεφαλαιώδη σπουδαιότητα για την Εκκλησία και για ολόκληρο τον κόσμο. Ιδιαίτερα η σύγχρονη μετανεωτερική κοινωνία, που ζει μέσα στο σώμα της τη διάσπαση και τη σύγχυση, μπορεί να βρει στο Άγιον Όρος το πνεύμα και τις δυνάμεις, που οδηγούν στην ενότητα και την απόκτηση του νοήματος της ανθρώπινης ζωής.
Βιβλιογραφία
1 Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία 1, PG 91.665C
2 Βλ. Εφ. 5,32.
3 Πρεσβεία 33. Πρβλ. και Ιουστίνου, Απολογία 1,15,6.
4 Μάρ. 8,34.
5 Ματθ. 10,37.
6 «Έκαστος ίδιον έχει χάρισμα εκ Θεού, ος μεν ούτως ος δε ούτως». Α΄Κορ. 7,7.
7 Προς πιστόν πατέρα 3,14, PG 47,372-74.
8 Ό.π. 373.
9 «Έχοντες διατροφάς και σκεπάσματα, τούτοις αρκεσθησόμεθα». Α΄ Τιμ. 6,8.
10 Εβρ. 13,14.
11 Βλ. Όροι κατά πλάτος 6, PG 31, 925Α.
12 Κατηχήσεις 7,28, έκδ. Α΄. Wegner, “Sources Chretiennes”, τόμ. 50, Paris 1970, σ.243.
13 Κατηχήσεις 5,122-5, έκδ. Β΄. Krivocheine, “Sources Chretiennes”, τόμ. 104, Paris 1964, σ.374.
14 Κατηχήσεις 5,122-5, έκδ. Β΄. Krivocheine, “Sources Chretiennes”, τόμ. 96, Paris 1963, σ.386.
15 Ομιλία 15, PG 151J80BC.
16 Βλ. Περί της εν Χριστώ ζωής 6, PG 150,660Α.
17 Βλ. Επιστολή 53, PG 99,1264CD.
18 Ματθ. 20,30.
19 Βλ. Ακολουθία μεγάλου σχήματος. Μέγα ευχολόγιον, Αθήναι 1970, σελ. 208.
20 Ματθ. 5,48.
21 Μαξίμου Όμολογητού, Κεφάλαια περί αγάπης 3,85, PG 90J044A.
22 Αρχιμ. Σωφρονίου, Άσκησις και θεωρία, Έσσεξ Αγγλίας 1996, σελ. 26.
23 Β΄ Κορ. 5,4.
24 Βλ. Κλίμαξ 2, PG 88, 657Α. Συγκριτική παρουσίαση της πατερικής παραδόσεως για τα τρία στάδια της αποταγής βλέπε στο βιβλίο του Αρχιμ. Σωφρονίου, Άσκησις και θεωρία, σελ. 26 κ.ε.
25 Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς έστι, Έσσεξ Αγγλίας 1996, σελ. 389.
26 Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 1995, σελ. 572, Πρβλ. και Άσκησις και Θεωρία, σελ. 42.
27 Α΄ Κορ. 4,10.
28 Γέροντος Παϊσίου, Επιστολές, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1994, σελ. 235.
29 Ιω. 5,44.
30 Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, Άσκησις και Θεωρία, σελ. 33-34.
Πηγή: Ματιές στον Άθω – Images of Athos, σελ.:11-21, Χαρίτων Μοναχός, έκδοσις γ΄, Άγιον Όρος 2007, ISBN: 960-7735-04-8
- See more at: http://www.vatopedi.gr/2013/04/%CE%B7-%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B1%CF%87%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B6%CF%89%CE%AE-%CE%B4%CE%B5%CE%AF%CE%BA%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CF%8E%CF%83%CE%B5%CF%89%CF%82/#sthash.AD1wjti2.dpuf

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ


Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος
Η ανάβαση προς τη Θέωση
του Γεωργίου Φλωρόφσκυ
Επίτιμου καθηγητού της Ιστορίας της Ανατολικής Εκκλησίας του Πανεπιστημίου του Harvard

Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο: "Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες". (Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 379 - 394).
(Τίτλος πρωτοτύπου: The Byzantine Ascetic and Spiritual Fathers. © BUCHERVERTRIEBSANSTALT. © 1992 Για την ελληνική γλώσσα Πουρναράς Παναγιώτης Καστριτσίου 12 Θεσσαλονίκη ISBN: 960-242-031-6).

Ο Άγ. Ισαάκ ο Σύρος, που είναι γνωστός και ως Ισαάκ της Νινευή, ήταν στην αρχή μοναχός στη Bethabe του Κουρδιστάν. Υπάρχουν πολλά ασαφή σημεία στη βιογραφία του Αγ. Ισαάκ. Σπουδαιότατη είναι μια εξισόρηση γι’ αυτόν από το Σύρο συγγραφέα τούο ογδόου αιώνα Jesudenas στο βιβλίο του «Βιβλίο της Αγνότητας». Αυτό είναι μια συλλογή σύντομων σημειώσεων για Σύριους Αγίους και Ιδρυτές μοναστηριών. Στον αριθμό 124 ο Jesudenas μιλά για τον Άγ. Mar-Isaac, τον Επίσκοπο Νινευής, «ο οποίος εγκατέλειψε τον επισκοπικό θρόνο και έγραψε βιβλία για τη ζωή των ασκητών».
Ο Άγ. Ισαάκ ο Σύρος γεννήθηκε σε μια πόλη στα Ινδικά σύνορα. Τοποθετήθηκε Επίσκοπος στο μοναστήρι της Bethabe από τον Πατριάρχη Γεώργιο (660-680). Κάθησε μόνο πέντε μήνες στον επισκοπικό θρόνο και ύστερα έφυγε για τα βουνά του Κουρδιστάν «για να αγωνιστεί» εκεί τον πνευματικό αγώνα ανάμεσα στους ερημίτες. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Rabban Shapur, Εδώ μελέτησε την αγία Γραφή και έχασε την όρασή του λόγω της εντατικής μελέτης του. «Γνώριζε βαθιά τα Θεία μυστήρια και έγραψε αξιοσημείωτα έργα για τη ζωή των μοναχών». Εν τούτοις, προκάλεσε σύγχυση σε πολλούς ανθρώπους με τις απόψεις του. Πέθανε σε βαθιά γεράματα και τον έθαψαν στο μοναστήρι όπου είχε εργαστεί. Άλλες βιογραφίες στα Συριακά και Αραβικά προσθέτουν ότι ο Ισαάκ ως νέος έζησε στο μοναστήρι του Mar - Mattai κοντά στη Νινευή. Όλην αυτήν την εποχή βρισκόμαστε σ' ένα Νεστοριανικό περιβάλλον, και εδώ ο Ισαάκ βρίσκεται κάπως μόνος του.
Δεν είναι γνωστό γιατί αυτός εγκατέλειψε τη Νινευή. Μπορεί κανείς να εικάσει ότι έφυγε λόγω διαφωνιών με τον Κλήρο της περιοχής. Έζησε απομονωμένος στο μοναστήρι, αλλά και πάλι η διδασκαλία του ήταν το ίδιο ελκυστική. Σ’ αυτήν αποκλίνει πολύ από τις παραδόσεις των Αντιοχειανών εν τούτοις, αναφέρεται στον «Εξηγητή» πάνω από μια φορά δηλαδή στον Θεόδωρο Μομψουεστίας.
Η Αλεξανδρινή επίδραση φαίνεται πιο ισχυρή σ' αυτόν -ιδιαίτερα στην ερμηνευτική του μέθοδο. Ερμηνεύει συνήθως τις Γραφές συμβολικά, προσπαθώντας να αποκαλύψει τη βαθιά πνευματική τους σημασία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ζούσε, τον αποκαλούσαν «Δεύτερο Δίδυμο».
Κατά πολλούς τρόπους ο Άγ. Ισαάκ μοιάζει με τον Αρεοπαγίτη, και αναφέρεται άμεσα στον «μέγα Διονύσιο». Αγωνίζεται για μια καθολική σύνθεση. Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι από πολύ νωρίς τα έργα του αναγνωρίστηκαν από Ορθόδοξους ακόμα και Μονοφυσιτικούς κύκλους, και κυκλοφόρησαν ευρέως σ' αυτούς. Είναι περίεργο ότι ο Άγ. Ισαάκ άσκησε μια αδιαμφισβήτητη επίδραση και στον μεταγενέστερο Μουσουλμανικό μυστικισμό.
Το ασκητικό βιβλίο του Αγ. Ισαάκ -που είναι κανονικά χωρίς κανένα ιδιαίτερο τίτλο - στα χειρόγραφα έγινε προσιτό στο Συριακό πρωτότυπο κείμενο μόνο σχετικά πρόσφατα και φαίνεται ότι δεν είναι ακόμα πλήρες. Μέχρι τότε, μόνο η Ελληνική μετάφραση ήταν γνωστή -και η Ελληνική μεταφράστηκε από την Αραβική. Μεταφράστηκε στο μοναστήρι του Αγ. Σάββα, πιθανόν τον ένατο αιώνα. Η μετάφραση είναι συχνά ανακριβής, και η ίδια η σειρά των κεφαλαίων ή τών άρθρων έχει αλλάξει.
Στο Συριακό κείμενο υπάρχει λιγότερη τάξη, περισσότερη ασυνέπεια. Αυτό είναι περισσότερο μια συλλογή αποσπασμάτων ή σκιαγραφημάτων παρά ένα ολοκληρωμένο βιβλίο. Αυτό ανταποκρίνεται στο σχέδιο του συγγραφέα — αυτός ούτε καν καταγράφει τις πνευματικές του σκέψεις, αλλά μάλλον τις υπαγορεύει. Η δύναμή τους έγκειται όχι στη λογική ανάπτυξη της σκέψεως αλλά στη λαμπρότητα των θεωριών τους και στη βαθύτητα των ενοράσεων τους. Ο Άγ. Ισαάκ έγραψε όχι τόσο για τους αρχαρίους όσο για τους τελείους. Μιλά κυρίως για το έσχατο και ύψιστο στάδιο της πνευματικής «δοκιμασίας», για τους στόχους και το τέλος της πνευματικής οδού.
Είναι δυνατόν να διακρίνει κανείς τρία στάδια ή τρεις στιγμές στην πνευματική πορεία: τη μετάνοια, την κάθαρση, την τελείωση. Μετάνοια κάποιου για τις αμαρτίες του, κάθαρση από τα πάθη του, και τελείωσή του στην αγάπη και την έκσταση. Έτσι διαιρεί ο ίδιος ο Ισαάκ την πνευματική οδό.
Η μετάνοια είναι η μητέρα της ζωής. Είναι το ύψιστο για τον άνθρωπο δώρο, η «ύψιστη χάρη», η δυνατότητα μεταστροφής και επιστροφής, η «θύρα του ελέους». Η μετάνοια είναι η «δεύτερη γέννηση από τον Θεό». Συγχρόνως αυτή δεν είναι μόνο μια στιγμή αλλά το μόνιμο θέμα της γνήσιας ζωής, γιατί κανένας δεν είναι ακόμα υπεράνω του πειρασμού, και η μετάνοια δεν μπορεί ποτέ να έχει τέλος. «Η μετάνοια πάντα αρμόζει σε όλους, αμαρτωλούς και δικαίους -σε οποίον ζητά τη σωτηρία. Και δεν υπάρχει όριο στην τελείωση, έτσι ώστε ακόμα και η τελείωση των πιο τελείων να είναι ολοσχερής ατέλεια. Γι’ αυτό, δεν υπάρχουν όρια στη μετάνοια, ούτε στο χρόνο ούτε στα έργα, ως τη στιγμή του θανάτου». Θα πρέπει κανείς πάντα «να προσέχει την ελευθερία του».
Η μετάνοια είναι ένας ορισμένος τρόμος της ψυχής προ των πυλών του παραδείσου: πώς θα περάσω αυτήν την απερίγραπτη είσοδο; Είναι ακριβώς τα δάκρυα και η μετάνοια που ανοίγουν το δρόμο στην αληθινή χαρά και παρηγοριά, «γιατί μέσα από το θρήνο φθάνει ο άνθρωπος στην πνευματική καθαρότητα». Για χάρη της μετανοίας ο μοναχός αποσύρεται σε απομόνωση, επιλέγει τη σιωπή, αποκηρύσσει τον κόσμο, αποκόπτεται από τους ανθρώπους, και αποφεύγει το πλήθος.
Σιωπή και μετάνοια συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους. Η σιωπή αποζητά την απομόνωση, και η απομόνωση είναι η ερημία της ψυχής προ του προσώπου του Θεού. «Μακάριος είναι αυτός που αποσύρεται από τον κόσμο και από το σκότος του, και ακούει μόνο τον εαυτό του».
Το να είσαι ερημίτης προϋποθέτει πρώτα απ’ όλα μια εσωτερική έξοδο ή αναχώρηση από τον κόσμο. Αυτή είναι πρώτα απ’ όλα μια εσωτερική προσαρμογή της ψυχής «να απογυμνώσει κανείς τον εαυτό του και να εγκαταλείψει τον κόσμο». Ο κόσμος είναι και ένα είδος εσωτερικής πραγματικότητας. «Από την θεωρητική άποψη, ο κόσμος είναι ένα περιληπτικό όνομα που περιλαμβάνει κάθε τι που ονομάζεται "πάθος" στα πάθη». Ο κόσμος αποτελείται από πάθη, που είναι τα συνθετικά στοιχεία του. «Τα πάθη είναι μέρος της διαδοχικής πορείας του κόσμου, και όπου τα πάθη παύουν, εκεί σταματά η συνέχιση του κόσμου. Όπου τα πάθη σταματούν την πορεία τους, εκεί ο κόσμος πεθαίνει», γιατί ο άνθρωπος αφήνει τα δεσμά του κόσμου. «Για να το πούμε σύντομα, ο κόσμος είναι μια σαρκική λειτουργία και μια αντίληψη της σάρκας».
Η εγκατάλειψη του κόσμου είναι πρώτα απ’ όλα μια νέα προσαρμογή του νου. Ο κόσμος είναι παραλυσία και διάχυση, η οδός των παθών. Η αποκήρυξη του κόσμου σημαίνει αυτοσυγκέντρωση, περισυναγωγή, και αυτό πειθαρχία, δύναμη και σταθερότητα ή ευστάθεια της ψυχής. «Τα πάθη είναι κάτι πρόσθετο», κάτι δευτερεύον. Εκ φύσεως η ψυχή είναι απαθής, και σύρεται στο μέσον των παθών. Οδηγεί τον εαυτό της σ' αυτά, και τότε «είναι έξω από τη φύση της».
Το πάθος είναι ένα είδος φρενίτιδας, η έκπτωση της ψυχής από την «αρχική τάξη» της. Τότε η ψυχή σύρεται μέσα στον κόσμο αλλά μπορεί να τον εγκαταλείψει. Για την ψυχή αυτό είναι επιστροφή στον εαυτό της -και απελευθέρωση «από τους νόμους του κόσμου», από την αναγκαιότητα του κόσμου.
Μετάνοια είναι αυτή η διαρκής έξοδος, μια μεταβολή του τρόπου σκέψεως «μετάνοια», μια νέα τοποθέτηση του νου ή της σκέψεως. Ο άνθρωπος συνδέεται με τον κόσμο διαμέσου των αισθήσεών του, διαμέσου των αισθησιακών του εντυπώσεων — όχι τόσο πολύ διαμέσου του ίδιου του σώματος όσο διαμέσου της φιληδονίας του. Η ακαθαρσία της ψυχής οφείλεται σ’ αυτήν την εξάρτησή της από τις αισθησιακές εντυπώσεις — στη ζωηρότητα των αισθησιακών εντυπώσεων βρίσκεται ο θάνατος και η θνητότητα της καρδίας. Οι αισθησιακές εικόνες τυφλώνουν την δράση της ψυχής και εμποδίζουν την ορθή αντίληψη — τα πάθη κατακαίουν τη γνώση της ψυχής.
Γι’ αυτό η κάθαρση συνίσταται στην υπερνίκηση και ακόμα στην εκμηδένιση ή στη «φυλάκιση» των αισθήσεων. Τότε είναι δυνατό να υπάρχει γνήσια, αξιόπιστη δράση. Η ψυχή αρχίζει να βλέπει καθαρά στον αληθινό κόσμο και επανευρίσκει την όρασή της μέσα σ’ αυτήν την ενόραση. Έτσι ο Άγ. Ισαάκ επαναλαμβάνει ένα Πλατωνικό θέμα. Ο κόσμος είναι μια απάτη των αισθήσεων, και η αληθινή γνώση δεν αποκτάται δια των αισθήσεων. Η αισθησιακή αντίληψη είναι μάλλον κάτι το αντίθετο προς τη φύση. «Η φυσική κατάσταση της ψυχής είναι η 'γνώσις' της δημιουργίας του Θεού, της αισθητής και πνευματικής. Η κίνηση της ψυχής μέσα σ' εκείνους που ταράσσονται από πάθη είναι σε μια μη φυσική (αντι-φυσική) κατάσταση», γιατί το μόνο που είναι αληθινά αξιόπιστο είναι η γνώση της δημιουργίας στα υπαρξιακά της θεμέλια η γνώση εκείνου που υπάρχει ακριβώς ως δημιουργία του Θεού, «η πνευματική γνώση» του- δηλαδή, η θεώρηση της σοφίας του Θεού που ενεργεί μέσα στη δημιουργία, μια «αίσθηση των Θείων μυστηρίων που είναι κρυμμένα μέσα στα πράγματα και μέσα στις αιτίες τους». Μόνον η γνώση εκείνου που είναι γνήσιο μπορεί να είναι αληθινή δηλαδή, η γνώση εκείνου που είναι γνήσιο μέσα στα πράγματα, εκείνου που είναι αληθινά. Και πάλιν, αυτό είναι ένα Πλατωνικό θέμα.
Η απόρριψη του κόσμου από κάποιον κατά τη γνωστική διαδικασία σημαίνει πρώτα απ’ όλα αποτροπή της προσοχής του από κάθε τι το παροδικό και «τυχαίο» (αφύσικο) μέσα στα πράγματα, και επίγνωση των μη παροδικών. Σημαίνει εγκατάλειψη από αυτόν του ψεύτικου κόσμου και λήθη αυτών που είναι ψεύτικα, και γι’ αυτό ανεύρεση του εαυτού του. Σ' αυτό το σημείο βρίσκεται η αίσθηση της «καθάρσεως». «Η σιωπή απονεκρώνει τις εσωτερικές αισθήσεις και ζωντανεύει τις εσωτερικές κινήσεις». Αυτή είναι η καθαρτική της δύναμη και σπουδαιότητα.
Η αληθινή γνώση αρχίζει με σιωπή. «Και το σιωπηλό κελί κάποιου είναι η σχισμή εκείνη στο βράχο όπου ο Κύριος μίλησε στο Μωυσή». Η γνώση έχει τα στάδια της. Το πρώτο είναι η σαρκική γνώση, «η απλή γνώση», που είναι φυλακισμένη μέσα στην ύπαρξη. Αυτό είναι ένα ψεύτικο και επικίνδυνο στάδιο, και πρέπει κανείς να το αφήσει.
Στο δεύτερο στάδιο ο άνθρωπος διακατέχεται από φυσικές επιθυμίες και αναγνωρίζει ποια είναι η πραγματική φύση της ψυχής. Αυτός τότε αντιλαμβάνεται τη σοφία και την πρόνοια μέσα στη δομή και τη φύση των πραγμάτων. Αλλά όχι αρκετά.
Μόνο στο τρίτο στάδιο ο άνθρωπος αποκτά πνευματικότητα και η γνώση του γίνεται πνευματική και υψώνεται πάνω από ό,τι είναι γήινο. «Τώρα αυτή μπορεί να υψωθεί στη χώρα των ασωμάτων όντων, να αγγίξει τα βάθη της απέραντης θάλασσας, να φανταστεί τα Θεία και θαυμαστά έργα της πρόνοιας μέσα στη φύση των όντων, αισθητών και νοητών — και να ερευνήσει τα πνευματικά μυστήρια που κατανοούνται από τη λεπτή και απλή σκέψη».
Πρέπει κανείς να θυμάται ότι όλην αυτήν την ώρα μιλούσαμε για τη γνώση του κόσμου. Υπάρχει, όμως, ακόμη ένα άλλο, ανώτερο στάδιο όπου το μέτρο της φύσεως υπερβαίνεται ο νους καθαρίζεται από την πνοή του Πνεύματος, και συναρπάζεται από τη θεωρία του Θεού. Αυτό, όμως, είναι κάτι ανώτερο, κάτι διαφορετικό, όχι μόνο «γνώσις». Αυτό είναι η αρχή της τελειώσεως. «Η κλίμακα εκείνης της βασιλείας είναι μέσα σας -είναι κρυμμένη μέσα στην ψυχή σας. Βουτίξετε βαθύτερα από την αμαρτία μέσα σας, και θα βρείτε εκεί την ανάβαση που μπορεί να σας φέρει ψηλά».
Ο Άγ. Ισαάκ μιλά επίμονα για την ελευθερία. Η ελευθερία είναι η πηγή και ένα σταυροδρόμι όπου διασταυρώνονται το καλό και το κακό. Το κακό πραγματοποιείται δια της ελευθερίας, και το καλό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί κατ’ άλλον τρόπο πάρα μόνο δια της ελευθερίας -δηλαδή, δια της ασκήσεως και της «δοκιμασίας». Ο ίδιος ο Θεός εργάζεται πάνω στην ψυχή «με το μυστήριο της ελευθερίας». Η ζωή του μέλλοντος αιώνος είναι η «πατρίδα της ελευθερίας». Η «δοκιμασία» είναι δυνατή μόνο δια της ελευθερίας, αλλά η ελευθερία είναι δυνατή μόνο δια της «δοκιμασίας» πραγματοποιείται και εξασφαλίζεται στη «δοκιμασία».
Η «δοκιμασία» είναι ένας αγώνας και το ανένδοτο της βουλήσεως. Ο αγώνας γίνεται ανεκτός από το Θεό για χάρη της δοκιμασίας. Κάθε αδυναμία και αναλήθεια αποκαλύπτεται με την πτώση. «Γιατί ο Θεός είναι παντοδύναμος και ισχυρότερος από τον καθένα και είναι πάντα ο νικητής μέσα στο θνητό σώμα, όταν πηγαίνει να πολεμήσει στο πλευρό των ασκητών. Και αν αυτοί νικηθούν, είναι φανερό ότι νικήθηκαν γιατί ήταν χωρίς αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι δια της μωρίας της ισχυρογνωμοσύνης τους έχουν απεκδυθεί τον Θεό». Αυτό σημαίνει ότι ο ζήλος έφυγε απ’ αυτούς, και ότι η αποφασιστικότητα εξασθένισε. Είναι και πάλι ανάγκη να προσελκύσουν το έλεος του Θεού με ταπείνωση και αυταπάρνηση.
Η δύναμη του Θεού αποκαλύπτεται πάντοτε μόνο ύστερα από την αναζήτηση του ανθρώπου. «Αυτός ο κόσμος είναι ένας κόσμος ανταγωνισμού και αυτός ο αιώνας είναι αιώνας αγώνος». Και είναι μακάριος αυτός που δεν εξακολουθεί να κοιμάται όλο το δρόμο ως το λιμάνι του θανάτου.
Η κινητήρια δύναμη της «δοκιμασίας» είναι η προσευχή, και η προσευχή γεννά και διεγείρει την αγάπη. Ο Άγ. Ισαάκ δίνει στην προσευχή έναν ευρύτατο ορισμό: προσευχή είναι «κάθε συνομιλία που γίνεται μυστικά —εσωτερικά — και κάθε σεβασμός ενός αγαθού πνεύματος για τον Θεό, και κάθε λογισμός για τα πνευματικά». Με άλλους λόγους, είναι κάθε εμφάνιση ενώπιον του Θεού — με τη σκέψη, τα έργα, και τα λόγια.
Το χρέος της «δοκιμασίας» είναι να γίνει η προσευχή συνεχής, να προσεύχεται κανείς πάντα -δηλαδή, να βρίσκεται κανείς σε επαγρύπνηση και να εμφανίζεται συνεχώς ενώπιον του Θεού. Αυτό δίδεται από το Πνεύμα. Γι’ αυτό, η αδιάλειπτη προσευχή είναι ένα σημείο τελειότητας, και δείχνει ότι ένας άνθρωπος «έχει ανυψωθεί στο ύψος όλων των αρετών και έχει γίνει κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος». Γιατί μόνο με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος είναι δυνατή μια τέτοια σταθερότητα. Αυτό είναι το απόγειο της προσευχής, και δεν είναι σχεδόν πια προσευχή.
Η προσευχή αρχίζει με ικεσία: «υπάρχει ικεσία και ενδιαφέρον για κάτι». Αλλά πρώτα απ' όλα αυτή είναι η κίνηση της ψυχής, ο πλήρης αγώνας της για τον Θεό σ’ αυτό βρίσκεται ο θεοκεντρισμός της προσευχής. Είναι δυνατό να πούμε ότι προσευχή είναι η θεοκεντρική οργάνωση της ψυχής. Στην αληθινή προσευχή «η σκέψη του νου κατευθύνεται μόνο προς τον Θεό — ο νους κατευθύνει προς αυτόν όλες τις κινήσεις του».
Εν τούτοις, είναι ακριβώς αυτός ο δυναμισμός ή ο τόνος τής προσευχής ο ευλαβής τόνος της ψυχής- που κρίνει το περιορισμένο της. Γιατί, «όταν ο νους είναι σε κίνηση, βρίσκεται ακόμα στην ψυχική περιοχή». Αυτό είναι ακόμα το κατώτερο, προκαταρκτικό επίπεδο — το πνευματικό επίπεδο δεν έχει ακόμα προσεγγισθεί. «Και αμέσως μόλις φθάσει κανείς στην πνευματική περιοχή, η προσευχή παύει».
Η κίνηση, η δραστηριότητα, ή η ένταση παύουν. Ανέκφραστη ειρήνη και ηρεμία εμφανίζονται. «Κάθε είδος προσευχής σταματά, κι ένα είδος θεωρίας αρχίζει και δεν προσεύχεται με προσευχή ο νους. Εντούτοις, μπορεί κανείς να αποδώσει τον όρο «προσευχή» σ’ αυτήν την ανώτερη κατάσταση, γιατί αυτή είναι ο καρπός της προσευχής και ο τελικός στόχος προς τον οποίο αγωνίζεται να φθάνει το ορμέμφυτο της ευσεβείας.
Η «προσευχή που συνοδεύεται με γονυκλισίες» -δηλαδή, μια ικετευτική προσευχή, κατά συνέπεια μια προσευχή που αγωνιά για κάτι- είναι ένα αναγκαίο πρόδρομο στάδιο της πνευματικής προσευχής. Αυτή είναι η «δοκιμασία», η αιτία της ελευθερίας. Και τότε, τα έργα του Πνεύματος αποκαλύπτονται ξαφνικά στην ψυχή. «Τα ορμέμφυτα της ψυχής, με την αυστηρή αγνότητα και καθαρότητα τους, μυούνται στα έργα του Πνεύματος. Και ένας μεταξύ πολλών τιμάται μ' αυτό, γιατί αυτό είναι ένα μυστήριο της μελλοντικής καταστάσεως και ζωής. Γιατί η ψυχή ανυψώνεται και η φύση παραμένει ανίκανη, χωρίς καμιά ορμή ή μνήμη του εδώ και του τώρα».
Αυτό είναι ένα είδος φρενίτιδας ή αρπαγής της ψυχής, με τη δύναμη του Πνεύματος —ή εκστάσεως. Αυτό είναι «σιγή του νού» — και η «σιγή είναι το μυστήριο του μέλλοντος αιώνος. Αυτό είναι η ηρεμία της θεωρίας, κι αυτή είναι πάνω από κάθε ανάγκη. Αυτό είναι η αποκάλυψη του Θεού στον καθαρό νου, και σ’ αυτήν η βασιλεία του Θεού -και ο καινός ουρανός- το φως και το Πνεύμα -προεικονίζονται». «Γιατί οι Άγιοι στον μέλλοντα αιώνα, όταν ο νους τους απορροφηθεί από το Πνεύμα, δεν θα προσεύχονται με προσευχή, αλλά θα σιωπούν έκθαμβοι μέσα σε χαρωπή δόξα. Έτσι γίνεται με μάς. Αμέσως μόλις ο νους αξιωθεί να αισθανθεί τη μέλλουσα μακαριότητα, θα λησμονήσει τον εαυτό του και κάθε τι που ανήκει στο εδώ και στο τώρα, και δεν θα έχει καμιά ορμή μέσα του για ό,τιδήποτε. Και η ελευθερία θα παραλύσει, και ο νους θα οδηγείται, αλλά δεν θα οδηγεί».
Με την ακατάληπτη ένωση της η ψυχή γίνεται όμοια με τον Θεό και φωτίζεται μ' ένα ανώτερο φως, όπως δέχεται και ο Αρεοπαγίτης. Αλλά το δώρο δίδεται σε ανταπόδοση τής «δοκιμασίας», συνήθως κατά την ώρα της προσευχής όταν η ψυχή συναθροίζεται και συγκεντρώνεται κατ' ιδίαν, και ετοιμάζεται να ακούσει τον Θεό, όταν ξαγρυπνά στις πύλες της βασιλείας.
Στα ύψη αυτής της εμπειρίας η συνεργία «δοκιμασίας» και δώρου, ελευθερίας και χάριτος, απλώς δεν καταργείται. Αλλά η αναζήτηση σταματά όταν ο Κύριος του οίκου έρθει.
Ο άνθρωπος αρχίζει να προσεύχεται από φόβο, και από ανάγκη, και προσεύχεται για απαλλαγή και για την προσφορά ευλογιών. Αλλά οι λέξεις αρχίζουν να σπανίζουν σε βαθμό ανάλογο προς τη «δοκιμασία». Η Θεία Πρόνοια, που αγκαλιάζει τα πάντα, γίνεται ολοφάνερη, και τα επί μέρους αιτήματα σταματούν. Ο νους προσεύχεται όχι για οποιοδήποτε επιμέρους πράγμα, αλλά παραδίνεται ολόκληρος στο θέλημα του Θεού. Συγκλονίζεται καθώς λαμβάνει πείρα της Θείας Προνοίας.
Έτσι ο νους δεν ζητά πια, αλλά περιμένει και λαχταρά να δει. «Θεώρηση είναι μια όραση του νου που καταπλήσσεται από την οικονομία του Θεού σε κάθε δυνατό πράγμα». Σ’ αυτήν τη θεώρηση το Πνεύμα αποκαλύπτει τη συνάφεια και την ολότητα του χρόνου. Ο μυστηριώδης αιώνας του μέλλοντος είναι ήδη ορατός μέσα στο ανέκφραστο φως του, και επιπλέον η παρούσα γήινη ζωή φαίνεται θαυμαστή. Η σκέψη ανατρέχει στην πρώτη δημιουργία όταν μ' ένα αιφνίδιο πράσταγμα το κάθε τι οδηγήθηκε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη «και κάθε τι εμφανίστηκε ενώπιον του Θεού σε τέλεια κατάσταση».
Όλη η μοίρα του ανθρώπου αποκαλύπτεται ενοραματικά, και μ' αυτήν τη σκέψη η ελπίδα ενισχύεται και ο φόβος και η δυσπιστία διασκορπίζονται. Όλη η αγωνία παύει, και κάθε επιμέρους επιθυμία σταματά. «Και δεν βλέπουν τις δυσκολίες του ταξιδιού. Δεν υπάρχουν λόφοι και ποτάμια μπροστά τους και ό,τι εξέχει στο δρόμο τους θα ισοπεδωθεί».
«Η προσοχή τους είναι ακατάπαυστα στραμμένη στον κόλπο του Πατέρα τους. Η ίδια η ελπίδα κάθε στιγμή φαίνεται να τους δείχνει το μακρινό και αόρατο, και η επιθυμία για το απόμακρο ανάβει όλη την ψυχή σαν κάποιο φως, και ό,τι απουσιάζει γίνεται με τη φαντασία σαν να είναι παρόν».
Η θεωρία της Θείας ζωής φλέγει την καρδιά και ανάβει την αγάπη μέσα της. Και η αγάπη οσφραίνεται την ευωδία της «μελλούσης αναστάσεως». «Η καρδιά καίει και φλογίζεται μέρα και νύχτα». Τότε δίνεται το δώρο των δακρύων. Αυτά είναι δάκρυα χαράς και τρυφερότητας ένα ασταμάτητο ρεύμα ακούσιων δακρύων. Αυτά δεν είναι πια δάκρυα θλίψεως, δεν είναι πια δάκρυα θρήνου, αλλά μια αφθονία δακρύων, όχι λυγμός και λύπη, αλλά δάκρυα αγάπης. «Γιατί ακόμα και η αγάπη μπορεί να προκαλέσει δάκρυα με την ανάμνηση του αγαπημένου».
Αυτά τα δάκρυα είναι ένα προαίσθημα μιας καινούριας γεννήσεως, ένα προαίσθημα και μια προαίσθηση μιας καινούριας ζωής που έχει ήδη γεννηθεί. «Και αυτό είναι ένα ακριβές τεκμήριο ότι ο νους έχει αφήσει αυτόν τον κόσμο και έχει αισθανθεί εκείνον τον πνευματικό κόσμο». Και αν ο άνθρωπος οπισθοδρομήσει κι αυτά τα δάκρυα σταματήσουν, τότε αυτό σημαίνει ότι το πρόσωπο για μια ακόμα φορά ενταφιάστηκε μέσα στα πάθη.
Η οδός της «δοκιμασίας» και της προσευχής είναι η οδός της απαρνήσεως και της αποτροπής της προσοχής από τον εξωτερικό κόσμο, η οδός της απομακρύνσεως και αποξενώσεως. Εντούτοις, με κανένα τρόπο αυτό δεν σημαίνει λησμοσύνη και αδιαφορία προς τους πλησίον μας και προς τη δημιουργία. Εντελώς το αντίθετο. Μόνο η αγάπη είναι η νόμιμη θύρα προς τη θεωρία. Χωρίς αγάπη η καρδιά κλείνεται στον εαυτό της.
Εκείνο που εννοείται εδώ δεν είναι μόνο η προς τον Θεό αγάπη, αλλά πρώτα απ’ όλα η αγάπη προς τον πλησίον με την οποία είναι δυνατό να γίνει κανείς όμοιος με τον Θεό. «Τέτοιο είναι το κριτήριο εκείνων που έχουν φθάσει την τελειότητα: «αν γίνονταν να ριφθούν στις φλόγες δέκα φορές την ημέρα από αγάπη για τους ανθρώπους, και να μην είναι ικανοποιημένοι μ' αυτό».
Το αποκορύφωμα της αγάπης είναι η «δοκιμασία» του σταυρού. «Και οι άγιοι επιθυμούν αυτό το τεκμήριο -να μοιάσουν τον Θεό στην τελειότητα της αγάπης τους για τον πλησίον». «Αλλά αυτή η αγάπη δεν είναι εκ του κόσμου τούτου». Και τι είναι μια συγχωρούσα καρδία; Η ανάφλεξη της καρδιάς για όλη τη δημιουργία, για τους ανθρώπους, για τα πουλιά, για τα ζώα, για τους δαίμονες, και για όλα τα δημιουργήματα. Όταν τα αναλογίζεται, όταν τα ατενίζει, τα μάτια υγραίνονται από μια μεγάλη και δυνατή συμπάθεια, που τυλίγει την καρδιά. Και η καρδιά μαλακώνει, και δεν μπορεί να υποφέρει ούτε να ακούει ούτε να βλέπει ένα δημιούργημα να υφίσταται κάποια βλάβη ή τη μικρότερη λύπη. Γι’ αυτόν το λόγο προσεύχεται κάθε ώρα για τα άφωνα όντα και για τους εχθρούς της αλήθειας, προσεύχεται να σωθούν και να εξαγιασθούν. Και με μεγάλη συμπάθεια προσεύχεται η καρδιά για τη φύση ακόμα και των ερπετών. Αυτή η συμπάθεια εγείρεται μέσα στην καρδιά χωρίς μέτρο έτσι ώστε να είναι όμοια με τον Θεό σ’ αυτό. Είναι μέσα σ’ αυτήν τη συγχωρούσα αγάπη που αποκαλύπτεται η καθαρότητα. Η έκσταση του νου συνδυάζεται με το φλογερό ενθουσιασμό της καρδίας.
Η αλήθεια είναι θεωρία. «Αυτός που επικεντρώνει την δράση του νου του μέσα του βλέπει εκεί την αυγή του Πνεύματος. Αυτός που αποστρέφεται κάθε πέταγμα του νου βλέπει τον Κύριό του μέσα στην καρδιά του. Και αν είσαι καθαρός, τότε ο ουρανός θα είναι μέσα σου και μέσα σου, θα βλέπεις τους αγγέλους και το φως τους, και μαζί μ’ αυτούς και μέσα σ’ αυτούς τον Κύριο των αγγέλων», γιατί τα ουράνια μυστικά αντανακλώνται μέσα σε μια καθαρή ψυχή σαν μέσα σ' έναν καθαρό καθρέφτη.
Αλλά κανένας δεν μπορεί να δει αυτή την εσωτερική ομορφιά αν δεν καταφρονήσει την εξωτερική ομορφιά, αν δεν αποστραφεί και δεν αποκόψει τα πάθη του υπό τον ορατό κόσμο. Υπάρχουν δυο στάδια στις Θείες αποκαλύψεις. Πρώτον, υπάρχουν οράσεις αποκάλυψης σε εικόνες αισθητές δράσεις, σαν την Καιόμενη Βάτο, ή πνευματικές δράσεις, σαν την Κλίμακα του Ιακώβ. Κάποτε αυτές έρχονται μέσα στην έκσταση του Πνεύματος, όπως συνέβη με τον Απόστολο Παύλο. Τέτοιες είναι οι ενοράσεις των Προφητών, και η σοφία για την οποία μίλα ο Απόστολος στα χωρία Κολοσσ. 1:9 και Εφεσίους 1:17-19. Και τέλος υπάρχουν προφητικά όνειρα.
Στα χαρακτηριστικά αυτών των αποκαλύψεων ο Άγ. Ισαάκ παραθέτει φανερά από τον Θεόδωρο Μομψουεστίας -βλέπε τις εξηγήσεις του Θεοδώρου στις Πράξεις των Αποστόλων και στον Ιώβ. Όλες αυτές οι αποκαλύψεις έχουν παιδαγωγική σημασία, και δεν περιέχουν ακριβή γνώση και αλήθεια. Αυτές είναι απλώς σημεία και σύμβολα που φαίνονται ως χωριστή έμπνευση.
Δεύτερον, υπάρχουν αποκαλύψεις του νου. Αυτές δεν έχουν εικόνες, είναι πάνω από κάθε εικόνα ή λόγο, και είναι ανεπαρκείς για να καταλάβουμε. Τέτοιες είναι ακριβώς οι ευσεβείς θεωρίες. «Δεν υπάρχει κανένα άμεσο ή κατάλληλο όνομα για αντικείμενα του μέλλοντος αιώνος. Μόνο μια ορισμένη απλή γνώση αυτών είναι δυνατή ανώτερη από κάθε λόγο, κάθε στοιχείο, εικόνα, χρώμα, σκιαγράφημα, και κάθε σύνθετο όνομα». Ακολουθεί μια άμεση αναφορά σου Αρεοπαγίτη. Ο νους εισέρχεται στα Άγια των Αγίων, στο σκότος που τυφλώνει ακόμα και την δράση των Σεραφείμ. «Αυτή είναι η άγνοια εκείνη για την οποία λέγεται ότι είναι ανώτερη από τη γνώση».
Ο Άγ. Ισαάκ τονίζει πάντα ότι αυτή είναι μια προειδοποίηση του μέλλοντος αιώνος. Με άλλους Λόγους, η αρχόμενη μεταμόρφωση της ψυχής, η μεταβολή της κατά την εικόνα του μέλλοντος αιώνος. Γι’ αυτό υπάρχουν αυτές οι αποκαλύψεις μέσα της αυτές δεν φαίνονται σαν κάτι το εξωτερικό, αλλά νοούνται και βιώνονται μέσα στον εαυτό της.
Εκείνοι που επιτυγχάνουν το σκοπό τους αρχίζουν να θεωρούν την ωραιότητα της ψυχής τους -και αυτή είναι εκατό φορές πιο λαμπρή από το φως του ηλίου. Η «κεκαθαρμένη» ψυχή εισέρχεται στη «χώρα της καθαρής φύσεως» και βασιλεύει μέσα στη δόξα του Πατρός. Εδώ είναι που επιτρέπεται να αισθανθεί «τη μεταβολή που η εσωτερική φύση δέχεται σε όλα τα είδη της ανανεώσεως. Γι’ αυτό, ο ασκητής δεν γνωρίζει αν είναι ακόμα στον κόσμο ή δεν είναι. Αυτό είναι έκσταση, ενθουσιασμός. Η ψυχή είναι σαν να έχει μεθύσει από τη Θεϊκή Αγάπη. Η σκέψη είναι κατάπληκτη και η καρδιά βρίσκεται αιχμάλωτη του Θεού. Το νέφος της δόξας του Θεού κατέρχεται, και ο άνθρωπος βλέπει τον Θεό γιατί είναι ήδη μέσα του, και η δύναμη του Θεού ενεργεί μέσα του.
Το ταξίδι έχει τελειώσει, και όλα τα μεσάζοντα εγκαταλείπονται. Η προσευχή παύει, και οι Γραφές δεν χρειάζονται πια. «Οι εντολές του Πνεύματος ριζώνουν μέσα στην καρδιά στη θέση του νόμου των Γραφών. Και τότε μελετά κανείς μυστικά μαζί με το Πνεύμα και δεν έχει ανάγκη της βοήθειας της αισθητής ύλης». Αυτή είναι μια «αντίληψη της αθάνατης ζωής». Επιπλέον, είναι η πραγματοποίηση και αποκάλυψη της αιώνιας αθανασίας στην ίδια τη φύση του ανθρώπου.
Ακολουθώντας τον Αρεοπαγίτη, ο Άγ. Ισαάκ επαναλαμβάνει τη διαπραγμάτευση του θέματος της αγγελικής Ιεραρχίας. Από τον Άγ. Ισαάκ, όμως δίδεται πολύ περισσότερη και ακριβέστερη προσοχή στο Χριστολογικό θέμα. Η θεωρία του Θεού είναι απρόσιτη και στις αγγελικές δυνάμεις. Προ της ελεύσεως του Χριστού τα μυστικά της Βασιλείας ήταν άγνωστα στους αγγέλους. «Αλλά όταν ο Λόγος έγινε σάρκα, η θύρα ανοίχτηκε σ’ αυτούς με τον Ιησού». Ακόμα και τώρα οι πύλες είναι ακόμα κλειστές γι’ αυτούς ως την καθολική ανανέωση, ως την αποκατάσταση από τη φθορά — ως την τελική αποκάλυψη. «Γιατί, για χάρη μας, η είσοδος έχει απαγορευθεί και σ' αυτούς, και αυτοί περιμένουν το άνοιγμα κάποτε των θυρών του καινού αιώνος».
Στον μέλλοντα αιώνα θα καταργηθεί ο μεσολαβητικός ρόλος της ιεραρχίας, «γιατί τότε κανένας δεν θα λαμβάνει την αποκάλυψη της δόξης του Θεού από άλλον, προς δοξασμό και χαροποίηση της ψυχής του, αλλά στον καθένα θα δίδεται ό,τι του αξίζει άμεσα από τον Κύριο, ανάλογα με την άξια του. Και δεν θα παίρνει το δώρο από άλλον, όπως συμβαίνει εδώ και τώρα. Γιατί δεν υπάρχει κανένας δάσκαλος εκεί, κανένας μαθητής, κανένας που να έχει κάποια ανάγκη, ώστε κάποιος άλλος να πρέπει να αναπληρώσει το υστέρημά του. Εκεί ο Δοτήρας είναι ένας, ο Δοτήρας που δίνει μόνος του σ' εκείνους που είναι ικανοί να πάρουν. Και εκείνοι που δοκιμάζουν ουράνια χαρά το παίρνουν από τον Θεό. Οι τάξεις των διδασκάλων και των διδασκομένων θα παύσουν εκεί, και η ταχύτητα κάθε επιθυμίας θα υψώνεται στον ένα».
Θα υπάρχουν πολλές «μονές» εκεί, αλλά μια χώρα, και μέσα της ο καθένας θα ζει αχώριστα από τους άλλους κάτω από ένα μοναδικό νοητικό ήλιο. «Και κανένας δεν βλέπει το μέτρο του φίλου του ως ανώτερο ή κατώτερο, έτσι ώστε δεν υπάρχει λόγος να θλίβεται και να λυπάται αν βλέπει την ανώτερη χάρη του φίλου του και τη δική του υστέρηση. Αυτό δεν θα συμβεί εκεί όπου δεν υπάρχει ούτε λύπη ούτε παράπονο. Αλλά καθένας, κατά τη χάρη που του δόθηκε, θα χαίρεται εσωτερικά κατά το μέτρο του».
Ο Άγ. Ισαάκ μνημονεύει τη μοίρα των αμαρτωλών μόνο με συντομία. Η αμαρτία έχει μια αρχή κι ένα τέλος. Και θα έρθει μια εποχή που δεν θα υπάρχει αμαρτία. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι όλοι θα μπουν στη βασιλεία, γιατί ο Άδης και η Γέεννα έχουν αρχή αλλά δεν έχουν τέλος. Δεν μπορούν όλοι να μπουν στη βασιλεία, γιατί δεν θα είναι έτοιμοι γι’ αυτήν και η βασιλεία είναι μέσα μας.
Αυτός που δεν θα μπει, θα είναι στη Γέεννα, σε στέρηση και βάσανα. Εν τούτοις, κατά κανένα τρόπο δεν πρέπει να νομίζουμε ότι οι αμαρτωλοί στη Γέεννα στερούνται της αγάπης του Θεού. Είναι ακριβώς αυτή η αγάπη, όμως, που είναι η πηγή των βασάνων και της θλίψεως. «Εκείνοι που βασανίζονται στη Γέεννα πλήττονται από την πληγή της αγάπης». Η αγάπη φωτίζει όλους. Αλλά λειτουργεί κατά δυο τρόπους. Οι δίκαιοι χαίρουν, μεθυσμένοι από αγάπη, ενώ οι αμαρτωλοί θλίβονται για την αμαρτία τους κατά της αγάπης. «Και νομίζω πως το βάσανο στη Γέεννα είναι η μετάνοια».
Μέσα στο περιορισμένο αυτής της ζωής δεν είναι τίποτε τελικό — αυτό που είναι αληθινό θα συνεχιστεί εκεί. Έξι μέρες περνούν στο έργο της ζωής, χωρίς ανάπαυση, και μόνο στην παραβολή γίνεται γνωστό το μυστικό του Σαββάτου. «Δηλαδή, η ανάπαυση από τα πάθη. Το Σάββατό μας είναι η μέρα της ταφής. Τότε η φύση μας πραγματικά Σαββατίζει». Και ακόμα μπροστά μας είναι η ανάσταση, η όγδοη μέρα η αναχώρηση από τον τάφο. «Η μέρα της αναστάσεως είναι ακόμα ένα μυστήριο τής αληθινής γνώσεως που δεν μπορούμε να λάβουμε όσο είμαστε με σάρκα και αίμα, και που υπερβαίνει τη σκέψη. Δεν υπάρχει όγδοη μέρα, ούτε Σάββατο με την αληθινή σημασία, σ' αυτόν τον αιώνα».
Αυτός είναι ο αιώνας των έργων. «Και ο νους δεν θα δοξαστεί μαζί με τον Ιησού, αν το σώμα δεν υποφέρει με τον Χριστό και για τον Χριστό». Η οδός του σταυρού σ’ αυτήν τη ζωή περιλαμβάνει και τη σταύρωση του σώματος και την κάθαρση του νου, αλλά είναι και η οδός της μεταμορφώσεως. Η ταπείνωση μεταβάλλεται εδώ σε δόξα. Σε εκείνους που υφίστανται τη «δοκιμασία» αισθάνεται κανείς, ακόμα και τώρα, την ευωδία της καινούριας ζωής, την «εαρινή δύναμη» της αθανασίας.

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Ἑσπερινός Kυριακῆς τῆς Συγχώρεσης Anthony Bloom



Στὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἔχουμε φτάσει στὸ κατώφλι τῆς Σαρακοστῆς. Ἀρχίζουμε νὰ προχωρᾶμε κατὰ μῆκος ἑνὸς δρόμου ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ Γολγοθᾶ· οὔτως ὥστε μιὰ μέρα, στὸ τέλος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, θὰ βρεθοῦμε νὰ στεκόμαστε ἐνώπιον τοῦ Ἑσταυρωμένου –ποὺ σταυρώθηκε γιὰ χάρη μας, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ καθενός μας. Ξεκινᾶμε ἕνα ταξίδι τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ τελειώσει μὲ τὸν Θεὸ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ μᾶς συγχωρέσει, καὶ νὰ μᾶς πεῖ, «Πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ». Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχουμε αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀρχίσουμε νὰ συγχωροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.

Συγχωρῶ δὲν σημαίνει ξεχνῶ ὅ,τι ἔχει συμβεῖ, ἀλλὰ ἐπωμίζομαι τὸ βάρος τῆς ἀδυναμίας ἑνὸς ἄλλου ἀνθρώπου, ἤ μερικὲς φορὲς τὸ κακὸ ἑνός ἄλλου ἀνθρώπου. Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε». Καὶ αὐτὰ τὰ φορτία εἶναι πολὺ συχνὰ ἡ ἀποτυχία τοῦ καθενὸς ἀπὸ ἐμᾶς νὰ φανοῦμε ἀντάξιοι τῆς κλήσης μας· ἡ ἀνικανότητά μας ν’ ἀγαπᾶμε, νὰ ἀποδεχόμαστε, νὰ ὑπηρετοῦμε, νὰ βοηθᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο στὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Θεό. Ἔτσι ἄς κρίνουμε τὴν ψυχή μας, τὴ ζωή μας· νὰ κρίνουμε δίκαια καὶ τίμια, καὶ νὰ ζητήσουμε συγχώρεση ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν Θεὸ - αὐτὸ ὑπὸ μίαν ἔννοια μᾶς φαίνεται τόσο συχνά πιὸ εὔκολο ἀπὸ τὸ νὰ ζητήσουμε συγχώρεση ἀπὸ τὸν πλησίον μας. Ἀλλὰ ἄς ζητήσουμε συγχώρεση ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουμε προσβάλλει μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν βοηθήσαμε στὸ ταξίδι τους πρὸς τὸν Θεό. Εἴμαστε όλοι ἀδύναμοι, ὅλοι χρειαζόμαστε στήριξη. Στηρίζουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον; Ἤ διαλέγουμε αὐτοὺς ποὺ θέλουμε νὰ στηρίξουμε, ἐπειδὴ τοὺς συμπαθοῦμε, ἐπειδὴ τὸ νὰ τοὺς στηρίζουμε εἶναι γιὰ μᾶς χαρά, ἐπειδή αὐτὸ σημαίνει ὅτι αὐτοὶ ἐπίσης ἀνταποκρίνονται ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, ἀπὸ φιλία;

Ἄς στραφοῦμε στὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θὰ μᾶς συναντήσουν σήμερα κατὰ πρόσωπο, καὶ ὅταν ποῦν «συγχωρέστε με» ἄς ἀναρωτηθοῦμε: «Τί ἔχω γιὰ νὰ συγχωρεθεῖ;» Καὶ νὰ ὑποκλιθοῦμε μπροστὰ στὸ ἄλλο πρόσωπο καὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, διότι ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς ὑπῆρξε γιὰ τοὺς ἄλλους φῶς στὴν πορεία του πρὸς τὸν Θεό, στήριγμα σὲ στιγμὲς ἀδυναμίας;

Ἄς ἀρχίσουμε τώρα τὴν πορεία μας πρὸς τὸν Γολγοθά, ἔτσι ὥστε ὅταν σταθοῦμε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸν Χριστὸ νὰ μὴν εἴμαστε σὰν τὸ πλῆθος ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἤλπισαν ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ κατέβει ἀπὸ τὸ σταυρὸ καὶ ὅτι θὰ εἶναι εὔκολο νὰ γίνουν μαθητές Του. Ἄς σταθοῦμε στὸ πλῆθος ὅπως στάθηκε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης. Καὶ ἄς μὴ βροῦμε σοβαροὺς λόγους γιὰ νὰ μὴν συγχωρέσουμε.

Θυμᾶμαι ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε «μπορῶ νὰ συγχωρέσω κάθε ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἔχει ἁμαρτήσει ἀπέναντι μου, μπορῶ ἀκόμα καὶ νὰ τοὺς ἀγαπῶ, ἀλλὰ μισῶ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ». Καὶ σκέφτηκα κάτι από τὴ ζωὴ ἑνὸς ἁγίου, ὅπου ἕνας ἱερέας προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τιμωρήσει αὐτούς ποὺ Τὸν πρόδωσαν μὲ τὴν ζωή τους, ἄν ὄχι μὲ τὰ λόγια τους. Καὶ ὁ Χριστὸς παρουσιάστηκε σ’ αὐτόν καὶ εἶπε: «Ποτὲ νὰ μὴν προσεύχεσαι γιὰ τὴν τιμωρία ἤ γιὰ τὴν ἀπόρριψη ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου. Ἄν μόνο ἕνας ἁμαρτωλὸς ὑπῆρχε στὸν κόσμο, θὰ διάλεγα νὰ ἐνδυθῶ ξανὰ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, καὶ νὰ πεθάνω ξανὰ ἐπάνω στὸν Σταυρὸ μόνο γι’ αυτὸν τὸν ἁμαρτωλό.»

Εἶναι αὐτή ἡ στάση μας ἀπέναντι στὸν ἄλλο; Εἶναι αὐτὴ ἡ στάση μας στὸν ἀπέραντο κόσμο, τόσο τραγική, τόσο κακή, καὶ τόσο γεμάτη ἀπὸ πόνο στὴν ἀναζήτηση της γιὰ ὁλοκλήρωση, γιὰ πληρότητα; Ὁ Θεός θὰ συγχωρέσει – ἄς συγχωρέσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Καὶ νὰ θυμᾶστε, ἄν δὲν συγχωροῦμε τὸν ἀδερφό μας, δὲν εἶναι μόνο αὐτός ποὺ φεύγει μὲ πόνο καὶ δάκρυα στὴν καρδιά του, ἀλλὰ ἐμεῖς εἴμαστε πληγωμένοι, διότι ἄν δὲν συγχωροῦμε, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν θεραπευόμαστε. Τὸ κακὸ ποὺ συνέβη σ’ ἐμᾶς παραμένει σ’ ἐμᾶς, βλάπτοντας τὴν ψυχή μας, καταστρέφοντάς μας.

Ἄς μάθουμε νὰ συγχωροῦμε, ἔτσι ὥστε οἱ ἄλλοι νὰ μποροῦν νὰ θεραπευθοῦν ἀλλὰ νὰ μποροῦμε καὶ οἱ ἴδιοι νὰ θεραπευθοῦμε. Ἄς προσευχηθοῦμε τώρα μαζί, μὲ μιὰ ψυχή, μ’ ἕνα νοῦ· καὶ ὅταν θὰ ἔρθουμε νὰ γονατίσουμε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου, νὰ στραφοῦμε ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλο ἕτοιμοι νὰ συγχωρεθοῦμε καὶ νὰ συγχωρέσουμε, μὲ ὅποιο κι ἄν εἶναι γιὰ μᾶς τὸ τίμημα. Ἀμήν.